Ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὁ διὰ
Χριστὸν Πτωχός, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ βασιλείας Λέοντος Α΄
(457-474). Γιὸς τοῦ πλούσιου καὶ ἰσχυροῦ συγκλητικοῦ Εὐτρόπιου, ἔλαβε ἐξαιρετικὴ
μόρφωση ἀπὸ ὀνομαστοὺς διδασκάλους καὶ ἐπέδειξε ἀπὸ παιδὶ μεγάλη εὐλάβεια. Ὄντας
ἀκόμη δωδεκαετής, συνάντησε μιὰ ἡμέρα ἕναν μοναχό της Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ὁ ὁποῖος
ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναχωρήσει γιὰ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ τὸν πίεσε νὰ τοῦ
μιλήσει γιὰ τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν, τὴν ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτο δοξολογία καὶ
τὴν ἀπερίσπαστο προσευχή τους. Τὸν χαροποίησε τόσο ἡ περιγραφὴ τῆς ἀγγελικῆς
βιοτῆς ποὺ διάγουν θνητοὶ ἄνθρωποι, ὥστε ζήτησε ἀπὸ τὸν μοναχὸ νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ
ὅτι θὰ τὸν ἔπαιρνε μαζί του ὅταν θὰ ἐπέστρεφε στὴν Βασιλεύουσα. Μὲ πρόφαση ὅτι
τὸ χρειαζόταν γιὰ τὰ μαθήματα στὸ σχολεῖο, ζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ
ἕνα περικαλλὲς χειρόγραφο Εὐαγγέλιο, μὲ στάχωση, ἐπιχρυσωμένη καὶ κοσμημένη μὲ
μαργαριτάρια. Τὸ ἔφερε πάντα μαζί του ὡς τὸ πολυτιμότερο ἀγαθό του, καὶ ὅταν ὁ
γέροντας ἐπέστρεψε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία
παίρνοντας μαζὶ μονάχα αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔφθασε στὴν Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, συγκίνησε τὸν ἡγούμενο μὲ τὴν θέρμη του καὶ τὰ δάκρυά του καὶ κατάφερε νὰ τὸν πείσει νὰ τὸν κείρει καὶ νὰ τὸν ἐνδύσει τὸ μοναχικὸ Σχῆμα τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα, πάρα τὸ νεαρό της ἡλικίας του, χωρὶς νὰ τὸν ὑποβάλει στὴν κανονικὴ δοκιμασία. Ἀπὸ τότε ἐπέδειξε θαυμαστὸ ζῆλο στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ξεπέρασε γρήγορα στὴν ἀρετὴ τοὺς ἐμπειρότερους μοναχούς. Ἐπὶ τρία χρόνια δὲν ἔτρωγε παρὰ μόνον τὶς Κυριακές, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία, καὶ εἶχε τόσο πολὺ ἀδυνατίσει ποὺ κανένας δὲν ἀναγνώριζε πλέον τὸν νεαρὸ καὶ λεπτεπίλεπτο ἀριστοκράτη. Ὁ διάβολος, φθονώντας τὴν πρόοδό του, ἐξαπέλυσε ἐναντίον τοῦ λυσσαλέο πόλεμο μὲ ἀδιάκοπους λογισμοὺς ἀνάμνησης τῶν γονέων του, παρακινώντας τὴν νεανικὴ καρδιὰ νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Οἱ ἐπανειλημμένες ἐξομολογήσεις, ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν νηστειῶν καὶ τὰ ἄφθονα δάκρυα δὲν κατάφεραν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ὀλέθριο λογισμό. Τελικά, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο εὐλογία νὰ ἐπιστρέψει στὴν οἰκογενειακὴ ἑστία, ὄχι γιὰ νὰ ὑποταγεῖ νικημένος στὸν πειρασμό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ κατὰ μέτωπο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν προσευχὴ τῶν ἁγίων Πατέρων. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἄλλαξε τὰ ροῦχα του μὲ τὰ κουρέλια ἑνὸς ζητιάνου καὶ ὀδοιπορώντας πολλὲς ἡμέρες ἔφθασε νύχτα, κατάκοπος στὴν θύρα τοῦ οἰκογενειακοῦ ἀνάκτορου, ἀγνώριστος ὕστερα ἀπὸ τόσους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ρακένδυτος. Οἱ ὑπηρέτες τὸν περιμάζεψαν καὶ τὸν λυπήθηκαν, καθὼς ὅμως ἀπαγορευόταν νὰ περιθάλπουν ζητιάνους, ἔλαβαν ἀπὸ τὸν κύριό τους τὴν ἄδεια νὰ τὸν ἐγκαταστήσουν ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο, σὲ μιὰ πτωχικὴ καλύβα, γιὰ νὰ τὸν προστατεύσουν ἀπὸ τὸ δριμὺ κλίμα. Μιὰ ἡμέρα, καθὼς ἡ μητέρα του, θλιμμένη ἀκόμη ἀπὸ τὴν στέρηση τοῦ πολυαγαπημένου γιοῦ της, ἔβγαινε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία, παρατήρησε μὲ ἀποστροφὴ αὐτὸν τὸν ζητιάνο, τρόμαξε ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τοῦ προσώπου του καὶ πρόσταξε στὸ ἑξῆς νὰ μένει κλεισμένος μέσα στὴν καλύβα, ἂν δὲν ἤθελε νὰ τὸν διώξουν.
Τρία ὁλόκληρα χρόνια ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ἔζησε ἔτσι ἔγκλειστος, ἔκθετος στὴν περιφρόνηση τῶν γονιῶν του, στὴν
χλεύη καὶ τὴν κακομεταχείριση τῶν ὑπηρετῶν καὶ τῶν περαστικῶν. Μὴ ἀρκούμενος στὶς
ἀκούσιες θλίψεις, πρόσθετε στὴν ἑκούσια προσφορά του στὸν Κύριο τὴν νηστεία καὶ
τὴν ἀδιάλειπτο προσευχή. Μιὰ νύχτα ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Χαίρου,
Ἰωάννη, ὅτι νίκησες τὸν διάβολο μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀντέκρουσες τὰ τεχνάσματά
του. Τὸ τέλος τοῦ ἀγώνα σου πλησιάζει, σὲ τρεῖς ἡμέρες ἄγγελοι θὰ ἔλθουν νὰ σὲ
πάρουν καὶ νὰ σὲ φέρουν εἰς ἐμέ».
Ὁ Ἰωάννης παρήγγειλε στὴν οἰκοδέσποινα
νὰ καταδεχθεῖ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ προτοῦ πεθάνει. Ἡ μητέρα του, ξαφνιασμένη στὴν ἀρχὴ
ἀπὸ αὐτὸ τὸ αἴτημα, ἦλθε στὴν καλύβα. Ὁ πτωχός, ποὺ τόσο καιρὸ τὸν εἶχε
περιφρονήσει, τὴν εὐχαρίστησε θερμὰ γιὰ τὴν φιλοξενία της, τῆς ζήτησε τὴν χάρη
νὰ ταφεῖ μέσα στὴν καλύβα αὐτὴ μὲ τὰ ροῦχα του, καὶ τῆς πρόσφερε τὸ χρυσὸ Εὐαγγέλιο
ποὺ τοῦ εἶχε δώσει δέκα χρόνια πρωτύτερα. Ἡ καρδιὰ τῆς ἀναπήδησε στὸ ἀντίκρισμα
τοῦ χειρογράφου. Ἔτρεξε νὰ τὸ δείξει στὸν σύζυγό της καὶ ὕστερα ἦρθαν καὶ οἱ
δυό τους νὰ παρακαλέσουν τὸν ζητιάνο νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ποὺ βρῆκε ἕνα τόσο
πολύτιμο ἀντικείμενο. Μὲ τὸ πρόσωπο μουσκεμένο ἀπὸ τὰ δάκρυα ὁ ἅγιος του εἶπε:
«Εἶμαι ὁ Ἰωάννης ὁ γιός σας, καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πῆρα αὐτὸ τὸ βιβλίο
πού μου προσφέρατε, ὡσὰν χρηστὸ ζυγὸ καὶ ἐλαφρὸ φορτίο (Ματθ. 11, 29) καὶ ἀποφάσισα
νὰ ζήσω σὰν ξένος».
Οἱ γονεῖς, μὲ ἀνάμεικτα αἰσθήματα
χαρᾶς ποὺ τὸν ξαναβρῆκαν καὶ θλίψης γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό του, κρατοῦσαν στὴν
ἀγκαλιὰ τοὺς τὸν γιό τους. Ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη συγκινήθηκε μαθαίνοντας τὴν ἡρωικὴ
ἱστορία τοῦ ὁσίου Ἰωάννη καὶ συμπόνεσε τοὺς γονεῖς του. Πλήθη συνέρευσαν στὴν
κηδεία αὐτοῦ το ἑκούσιου μάρτυρα, ποὺ ἔγινε στὴν ἄθλια καλύβα του, στὸ μέρος τῆς
ὁποίας οἰκοδομήθηκε ἀργότερα ναὸς ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν προσευχῶν τοῦ ἁγίου
Ἰωάννη τοῦ Πτωχοῦ, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα.
Πηγή: Οἱ Ἅγιοί του ἔτους