Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ὁ «φτωχὸς» Ἄγγελος


Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, πάπας Ρώμης ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα. Πρὶν ἀνέβει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ἵδρυσε στὸ Μόντε Τσέλιο μονὴ στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα, ὅπου καὶ
ἡγουμένευσε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, διάγοντας βίο αὐστηρὸ καὶ ἀσκητικό.

Κάποια μέρα χτύπησε τὴν πύλη τῆς μονῆς ἕνας φτωχὸς καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Ὁ ἅγιος του ἔδωσε ἕξι νομίσματα. Ὁ φτωχὸς σὲ λίγο ξαναγύρισε καὶ ζήτησε πάλι. Ὁ Ὅσιος του ἔδωσε ἄλλα ἕξι νομίσματα.
Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε καὶ Τρίτη φορά, ὁπότε, μὴ ἔχοντας τί νὰ τοῦ δώσει, τοῦ χάρισε πρόθυμα ἕνα ἀσημένιο πιάτο τοῦ μοναστηριοῦ.

Οἱ κανόνες τῆς μονῆς ἀπαγόρευαν κάτι τέτοιο, ἀλλὰ ἡ σπλαχνικὴ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου δὲν ἄντεχε ν’ ἀπομακρύνει τὸν φορτικὸ ζητιάνο μὲ ἄδεια χέρια.

Τὴν ἴδια τακτικὴ ἀκολουθοῦσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κι ὅταν ἀργότερα ἔγινε πάπας Ρώμης.

Κάποια μέρα ἔστειλε καὶ κάλεσαν δώδεκα φτωχοὺς γιὰ νὰ φᾶνε μαζί του. Τὴν ὥρα τοῦ γεύματος, παρατήρησε ὁ Ὅσιος (καὶ μόνο αὐτὸς) πὼς ὑπῆρχε καὶ δέκατος τρίτος καλεσμένος. Φαινόταν ὅμως
διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Στὸ πρόσωπό του καθρεφτιζόταν μιὰ ἐξαιρετικὴ εὐγένεια ψυχῆς.

Στὸ τέλος τὸν καλεῖ καὶ τὸν ρωτάει:
- Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς ἦρθες ἐδῶ;
- Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Εἶμαι ὁ ἴδιος ποὺ εἶχα ἔρθει καὶ παλιότερα, σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ σοῦ ζητήσω ἐλεημοσύνη, καὶ μοῦ ἔδωσες τὸ ἀσημένιο πιάτο.

Μὲ εἶχε στείλει ὁ Κύριος γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν εὐσπλαχνία σου. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ προχείρισε ἀρχιερέα. Ἀπὸ τότε πῆρα τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ νὰ βρίσκομαι πάντα κοντά σου καὶ νὰ σὲ προστατεύω.