Στὸ βιβλίο ''Ταξιδεύοντας στὰ τείχη τῆς πόλης'' ἡ μοναχὴ Πορφυρία ἀναφέρει μία θαυμαστὴ ἐμφάνιση καὶ ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Πορφυρίου ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ζωὴ συνεχίζεται μετὰ θάνατον καὶ διδάσκουν ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα, διότι ὁ Θεὸς εἶναι Πανάγαθος καὶ Παντοδύναμος.
Μεσημέρι, δύο ἡ ὥρα,
βρίσκομαι στὴν Πλατεία Ἁγίων Ἀναργύρων Ἀθηνῶν.
Εἶμαι σταματημένη στὸ
φανάρι πρὸς Ἀθήνα. Μὲ πλησιάζει ἕνας κύριος...
-Μενίδι, σᾶς παρακαλῶ, πᾶμε;
-Ὄχι! Τοῦ ἀπάντησα, δὲν
προλαβαίνω.
Ὄντως δὲν προλάβαινα, γιατί
τρεῖς ἡ ὥρα ἔπρεπε νὰ παραδώσω τὸ ταξὶ στὸν Πειραιά.
Ὁ κύριος στεκόταν μπροστά
μου περιμένοντας νὰ περάσει ἄλλο ταξί. Κάτι μέσα μου μοῦ ἔλεγε νὰ τὸν ἐξυπηρετήσω.
Τοῦ ἔκανα νόημα νὰ ἔρθει. Μόλις μπῆκε στὸ ταξὶ ἀναφώνησε: «Δὲν εἶναι δυνατόν!»
Καὶ παίρνει τὴ φωτογραφία
τοῦ Γέροντα Πορφυρίου στὰ χέρια του καὶ τὴ φιλάει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔχει ἀνάψει
τὸ φανάρι καὶ ἔστριβα τὸ τιμόνι πρὸς Μενίδι. Ἤθελα νὰ τοῦ πάρω ἀπὸ τὰ χέρια τὴ
φωτογραφία, μὰ ὅταν τὸν εἶδα μὲ τί λαχτάρα τὸν κοιτοῦσε, ντράπηκα γιὰ τὴ σκέψη
μου.
-Τὸν γνωρίσατε, μὲ ρώτησε.
-Ὄχι, ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ τὸν
γνώρισα καὶ τὸν ἀγαπῶ πάρα πολύ.
-Θέλεις, κοπέλα μου, νὰ σοῦ
πῶ πῶς τὸν γνώρισα ἐγώ;
-Καὶ βέβαια θέλω, τοῦ εἶπα
μὲ χαρά.
-Ἄκου ἡ γυναίκα μου ἦταν ἄρρωστη
βαριά, εἶχε καρκίνο. Οἱ γιατροὶ μᾶς ἔδωσαν τρεῖς μῆνες τὸ πολὺ ζωή.
Ἐκείνη τὴ χρονιὰ ὁ γιὸς μου
ὁ μεγάλος τελείωνε τὸ Λύκειο. Καὶ μᾶς ἀνακοίνωσε πὼς ἔχει κανονίσει μὲ ἄλλα
δέκα παιδιά, συμμαθητές του, νὰ πᾶνε στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ μιὰ ἑβδομάδα. Εἴπαμε ἐντάξει.
Τὰ παιδιὰ ἔφυγαν.
Στὸ μεταξὺ ἡ γυναίκα μου
χειροτέρεψε. Ὁ γιατρὸς ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε μᾶς εἶπε πὼς τὸ τέλος ἦταν κοντά.
Τὸν ρωτήσαμε μὲ ἀγωνία:
«Γιατρέ, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε, νὰ τῆς δώσουμε λίγη ζωὴ ἀκόμη;». «Θὰ κάνουμε ἕνα
χειρουργεῖο ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς βοηθός!» μᾶς ἀπάντησε. Ἐγὼ συμφώνησα, ἡ γυναίκα
μου ἀντέδρασε, γιατί ἤθελε νὰ περιμένουμε νὰ γυρίσει τὸ παιδί.
Ὁ γιὸς μου γύρισε τόσο εὐτυχισμένος,
τόσο χαρούμενος, ποὺ ἔτσι δὲν τὸν εἴχαμε δεῖ ποτέ. Μᾶς διηγιόταν πόσο ὄμορφα ἦταν
ἐκεῖ, πόσο ἐγκάρδια τους ὑποδέχθηκαν οἱ μοναχοί, πόση γαλήνη ἔνιωσαν μεσ’ στὴν
ψυχή τους.
Τόσο πολὺ ἔνιωσε τὴν
παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε ξεχάσει πὼς ἡ μητέρα τοῦ ἦταν ἄρρωστη. Τὴ θυμήθηκε,
ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά τους ὁ Γέρων Πορφύριος. Μᾶς εἶπε γιὰ τὸν Γέροντα
Πορφύριο θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μᾶς φαίνονταν ἀπίστευτα.
-Συγνώμη, αὐτὰ ποῦ λέτε
πότε γίνανε; τὸν διέκοψα.
-Αὐτὸ συνέβη τὸ 1996.
Ὅλα τα παιδιὰ καθόντουσαν
κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο, μιλούσανε καὶ γελούσανε, ὅταν ξαφνικὰ εἴδανε ἕναν καλόγερο
νὰ τὰ πλησιάζει. Σηκώθηκαν, τοῦ φίλησαν τὸ χέρι καὶ ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ τοὺς
μιλάει προσφωνώντας κάθε παιδὶ μὲ τὸ ὄνομά του.
Ὅπως καταλαβαίνεις, τὰ
παιδιὰ ἀπόρησαν, ποῦ ἤξερε τὰ ὀνόματά τους καὶ τὰ οἰκογενειακά τους. Στὸ γιό
μου εἶπε: «Πὲς τῆς μαμᾶς σου νὰ μὴν κάνει χειρουργεῖο, εἶναι καλά!». «Τὴν
ξέρετε;». «Τὴν ξέρω, ὅλους σας ξέρω!». «Ποιὸς εἶστε;» τὸν ρώτησε. «Εἶμαι ὁ
Γέροντας Πορφύριος», εἶπε καὶ ἔφυγε.
Στὸ γυρισμὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος,
σταμάτησαν στὴν Οὐρανούπολη, σὲ ἕνα φαρμακεῖο νὰ πάρουν ἀσπιρίνες, γιατί τοὺς
πείραξε ἡ θάλασσα καὶ ζαλίστηκαν. Μπαίνοντας στὸ φαρμακεῖο εἶδαν τὴν φωτογραφία
τοῦ Γέροντα Πορφυρίου καὶ εἶπαν: «Νὰ ὁ Γέροντας Πορφύριος ποὺ εἴδαμε στὸ Ἅγιο Ὅρος!».
Μόλις τὸ ἄκουσε ἡ φαρμακοποιός, σάστισε.
«Συγνώμη, παιδιά, εἴδατε αὐτὸν
τὸν Γέροντα στὸ Ἅγιο Ὅρος;». «Ναί, τώρα ἀπὸ ἐκεῖ ἐρχόμαστε». «Εἶστε σίγουροι;».
«Βέβαια, εἴμαστε σίγουροι, ἀφοῦ μιλήσαμε μαζί του.
Καὶ μάλιστα ἀπορήσαμε ποῦ ἤξερε
τὰ ὀνόματά μας καὶ τὰ οἰκογενειακά μας. Ὅταν τὸν ρωτήσαμε ποιὸς εἶναι, μᾶς εἶπε
πὼς ἦταν ὁ Γέροντας Πορφύριος». «Παιδιά, εἶμαι σίγουρη ὅτι τὸν εἴδατε, ὅμως… Μὴν
τρομάξετε μ’αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ… Ὁ Γέροντας πέθανε πρὶν ἀπὸ πέντε χρόνια!» Τὰ
παιδιὰ ἔπαθαν σόκ! «Ἀδύνατον!» τῆς εἶπαν, «ἀφοῦ μιλήσαμε!».
Καὶ ἐγὼ καὶ ἡ γυναίκα μου
πιστέψαμε πὼς κάποιον ἄλλον εἶδαν, ποὺ τὸν ἔλεγαν κι αὐτὸν Πορφύριο καὶ τοῦ ἔμοιαζε.
Ἄλλωστε ὅλοι οἱ καλόγεροι μοιάζουν μεταξύ τους. «Δὲν μὲ πιστεύετε, ἐ; Τέλος
πάντων, ἐμένα μου εἶπε νὰ μὴ πᾶς γιὰ χειρουργεῖο, εἶσαι καλά», εἶπε τὸ παιδὶ στὴν
μητέρα του.
Σὲ δύο μέρες μπήκαμε στὸ
νοσοκομεῖο.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ θὰ
γινόταν τὸ χειρουργεῖο. Ἡ ὥρα τοῦ χειρουργείου ἔφτασε καί, ἐνῶ ἐγὼ περίμενα ἀπ’
ἔξω μὲ ἀγωνία, ξαφνικά, βλέπω τὴ γυναίκα μου νὰ βγαίνει. Ἔτρεξα κοντά της: «Τί ἔγινε;».
«Δὲν κάνω χειρουργεῖο, εἶμαι καλά!».
Ἀπὸ πίσω της βγῆκε καὶ
γιατρός. «Τί ἔγινε, γιατρέ;». «Δὲν ξέρω, δὲν θέλει νὰ χειρουργηθεῖ!». «Σᾶς εἶπα,
εἶμαι καλά!». «Κορίτσι μου, τρελάθηκες;». Τὴν πῆρα ἀγκαλιὰ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν
πείσω, πὼς πρέπει νὰ γίνει ἡ ἐγχείρηση. «Σοῦ εἶπα νιώθω καλά, κάντε μου ἐξετάσεις
καὶ θὰ δεῖτε ὅτι εἶμαι καλά, τὸ νιώθω!».
«Ὡραία!» εἶπε ὁ γιατρός, «ἃς
μὴν τὴν πιέσουμε, ἀφοῦ νοιώθει καλά». «Δὲν μὲ πιστεύετε; Ὡραία! Κάντε μου ἐξετάσεις
γιὰ νὰ πειστεῖτε».
Πράγματι ἔγιναν οἱ ἐξετάσεις.
Τὴν ἑπόμενη μέρα μᾶς ἦρθαν καὶ οἱ ἀπαντήσεις. Ἐδῶ ὁ κύριος πῆρε μιὰ βαθιὰ ἀνάσα.
-Τί ἔδειξαν οἱ ἀπαντήσεις;
-Πῶς ποτὲ δὲν τὴν ἄγγιξε ἡ ἀρρώστια!
Οἱ γιατροὶ νὰ βλέπουν τὶς παλιὲς ἐξετάσεις καὶ τὶς καινούργιες καὶ νὰ ἔχουν
τρελαθεῖ! Δὲν μπορεῖ, θὰ πρέπει νὰ μπερδεύτηκαν μὲ ἄλλες, θὰ ξανακάνουμε αὔριο,
ἔλεγαν ἀπορημένοι.
Ὡστόσο ἦρθε ὁ γιὸς μου, ποὺ
βλέποντας τοὺς γιατροὺς μπερδεμένους μὲ τὶς ἐξετάσεις, μοῦ λέει.
-Γιατί δὲν πιστεύεις αὐτὰ
ποῦ μου εἶπε ὁ Γέροντας Πορφύριος στὸ Ἅγιο Ὅρος;
Τότε πετιέται ἕνας γιατρός:
-Τί εἶπες; Ὁ Γέροντας
Πορφύριος τί σου εἶπε;
-Πῶς ἡ μαμά μου εἶναι καλὰ
καὶ νὰ μὴν κάνει χειρουργεῖο!
Ὁ γιατρὸς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν
τσέπη τοῦ τὴ φωτογραφία τοῦ Γέροντα Πορφυρίου.
-Αὐτὸν εἶδες, ἀγόρι μου, στὸ
Ἅγιο Ὅρος;
-Ναί, Αὐτόν!
-Οἱ ἐξετάσεις εἶναι σωστές!
Ἡ γυναίκα σᾶς εἶναι καλά, μπορεῖτε νὰ φύγετε καὶ τώρα μάλιστα! Ἑτοιμαστεῖτε!
Στὴ γυναίκα μου οἱ γιατροὶ
εἶχαν δώσει τρεῖς μῆνες τὸ πολὺ ζωή. Ἔχουν περάσει δύο χρόνια καὶ εἶναι μιὰ
χαρά, πιὸ καλὰ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν πρὶν τὴν ἀρρώστια. Γι’αὐτὸ ἀγαποῦμε πάρα πολὺ τὸν
Γέροντα Πορφύριο. Ἔχουμε πάει καὶ στὸ Μοναστήρι τοῦ πολλὲς φορές. Καὶ ὅποτε ἔχουμε
δυσκολίες, ἐκεῖνος μᾶς στηρίζει.
Ἡ ἀφήγηση τοῦ κυρίου γιὰ ἕνα
ἀκόμη θαῦμα τοῦ Γεροντάκου μου, μοῦ ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τὸ μόνο ποὺ ψέλλισα, καθὼς
κατέβαινε ὁ κύριος, ἦταν «εὐχαριστῶ».