Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Τὰ ἑπτὰ στεφάνια


Ἦταν ἕνας Γέροντας στὴ Θηβαϊδα ποὺ ἔμενε σ΄ ἕνα σπήλαιο καὶ εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ μαθητευόμενο. Συνήθιζε ὁ Γέροντας κάθε βράδυ νὰ τοῦ δίνει ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ νουθεσία, ἔκανε προσευχὴ καὶ τὸν ἔστελνε νὰ κοιμηθεῖ. Κάποτε συνέβη μερικοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί, ἐπειδὴ γνώριζαν τὴ μεγάλη ἄσκηση τοῦ Γέροντα, νὰ τοὺς ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν σ΄ αὐτοὺς κάποιο φαγητὸ νὰ φᾶνε. Ἀφοῦ ἔφυγαν αὐτοί, κάθισε πάλι ὁ Γέροντας τὸ βραδάκι, ὅπως τὸ συνήθιζε, καὶ νουθετοῦσε τὸν ἀδελφό.

Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τοῦ μιλοῦσε, τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἔμεινε κοντά του, ἕως ὅτου ξυπνήσει καὶ τοῦ κάνει τὴν εὐχή. Καθὼς λοιπὸν καθόταν πολλὴ ὥρα καὶ ὁ Γέροντας δὲν ξυπνοῦσε, ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμούς του νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τοῦ κάνει τὴν ἀπόλυση. Ἀλλὰ βίασε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμὸ καὶ παρέμεινε. Πάλι ὅμως ἐνοχλήθηκε καὶ δὲν ἔφυγε.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐνοχλήθηκε ἑπτὰ φορὲς καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμό. Ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε προχωρήσει ἡ νύκτα, ξύπνησε ὁ Γέροντας καὶ τὸν βρῆκε νὰ κάθεται δίπλα του καὶ τοῦ λέει:

-Δὲν ἔφυγες μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα; Κι ἐκεῖνος εἶπε:

-Ὄχι, ἀββᾶ, γιατί δὲν μοῦ ΄κάνες ἀπόλυση.

-Καὶ γιατί -τὸν ρωτάει ὁ Γέροντας- δὲν μὲ ξύπνησες;

-Δὲν τόλμησα -ἀπαντᾶ ὁ μαθητὴς- νὰ σὲ σκουντήσω γιὰ νὰ μὴ σοῦ διακόψω τὸν ὕπνο.

Σηκώθηκαν εὐθύς, ἄρχισαν τὸν ὄρθρο καὶ ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ἀπέλυσε τὸν ἀδελφὸ ὁ Γέροντας. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ καθόταν μόνος, ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει κάποιον νὰ τοῦ δείχνει ἕναν τόπο λαμπρὸ στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνας θρόνος καὶ ἐπάνω στὸν θρόνο ἦταν τοποθετημένα ἑπτὰ στεφάνια.

Καὶ ρώτησε αὐτὸν ποὺ τοῦ τὰ ἔδειχνε:

-Τίνος εἶναι αὐτά;Κι ἐκεῖνος εἶπε:

-Τοῦ μαθητῆ σου. Τὸν τόπο καὶ τὸν θρόνο τοῦ τὰ χάρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπακοή του. Καὶ τὰ ἑπτὰ στεφάνια τὰ κέρδισε αὐτὴ τὴ νύκτα.

Ἀπόρησε ὁ Γέροντας γὶ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε καὶ γεμάτος ἀπὸ δέος καλεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ λέει:

-Πές μου, τί ἔκανες τὴ νύκτα αὐτή;

-Συγχώρα μέ, ἀββᾶ -ἀπάντησε ἐκεῖνος- δὲν ἔκανα τίποτε.

Ὁ Γέροντας νομίζοντας ὅτι ἀπὸ ταπεινοφροσύνη δὲν ὁμολογεῖ, τοῦ εἶπε:

-Δὲν θὰ σ΄ ἀφήσω νὰ φύγεις, ἐὰν δὲν μοῦ πεῖς τί ἔκανες ἢ τί σκέφτηκες τὴ νύκτα αὐτή.

Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς ἐπειδὴ γνώριζε καλὰ ὅτι τίποτε δὲν ἔχει κάνει, δὲν εἶχε τί νὰ πεῖ.

Καὶ λέει στὸν πατέρα:

-Ἀββᾶ, δὲν ἔκανα τίποτε, παρὰ μόνο ὅτι ἐνοχλήθηκα ἀπὸ λογισμοὺς ἑπτὰ φορὲς

νὰ φύγω χωρὶς νὰ μοῦ κάνεις τὴν ἀπόλυση, ἀλλὰ δὲν ἔφυγα.

Ὅταν τ΄ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, κατάλαβε ὅτι κάθε φορᾶ ποὺ πάλευε καὶ νικοῦσε τὸν λογισμό του, κέρδιζε ἕνα στεφάνι ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸν ἀδελφὸ βέβαια δὲν εἶπε τίποτε, ἀλλὰ τὰ διηγήθηκε αὐτά σε ἀνθρώπους πνευματικοὺς χάριν ὠφελείας, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι καὶ γιὰ λογισμοὺς ποῦ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ὁ Θεὸς μᾶς στεφανώνει.

Καλὸ λοιπὸν εἶναι νὰ βιάζουμε πάντοτε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Γιατί ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ τὴν ἁρπάζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται

Πηγή: Μέγα Γεροντικὸ Β', Ζ', Ψήγματα Ὀρθοδοξίας