Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Νέος

 

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε τὸ 1547 μ.Χ. στὸ χωριὸ Αἰγιαλὸς τῆς Ζακύνθου. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δραγανίγος ἢ Γραδενίγος Σιγοῦρος (ἢ Σηκοῦρο). Ἡ οἰκογενειὰ τοῦ ἦταν εὔπορη καὶ κατεῖχε μεγάλη ἔκταση γῆς, ἐνῶ οἱ γονεῖς τοῦ συμμετέχοντας στοὺς πολέμους τῶν Βενετῶν κατὰ τῶν Τούρκων ἀπέκτησαν καὶ ἀριστοκρατικὸ ἰδίωμα. Ὁ πατέρας τοῦ λεγόταν Μώκιος καὶ ἡ μητέρα τοῦ Παυλίνα, ἐνῶ εἶχε ἄλλα δύο ἀδέλφια τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴ Σιγοῦρα. Σύμφωνα μὲ τοπικὲς παραδόσεις τῆς Ζακύνθου, ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται ἱστορικά, ὁ Ἅγιος εἶχε γιὰ ἀνάδοχο τὸν Ἅγιο Γεράσιμο (βλέπε 16 Αὐγούστου καὶ 20 Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ἀνατράφηκε μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή. Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νὰ συντρέχει στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν. Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴ βασιλικὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, παίρνοντας τὸ ὄνομα Δανιήλ, ὅπου ἀσκήθηκε στὴν ἀγρυπνία, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν.

Ἀργότερα ὁ Διονύσιος, θὰ χριστεῖ ἱερέας παρὰ τὶς ἀρχικές του ἐπιφυλάξεις λόγω τῆς βαριᾶς εὐθύνης τῆς ἱεροσύνης, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Κεφαληνίας καὶ Ζακύνθου, Θεόφιλο. Ἔπειτα, τὸ 1577 μ.Χ., πῆγε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, Νικάνορας, ἄκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας τοῦ τὸ ὄνομα Διονύσιος.

Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καὶ ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη τοῦ εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς παρέμενε ἁπλὸς καὶ ταπεινός.

Ἀσθένησε ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραιτήθηκε. Γύρισε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τὸ 1579 μ.Χ. ἦταν προσωρινὸς ἐπίσκοπος. Μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καὶ μὲ ἀγάπη κήρυττε καὶ βοηθοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ.

Οἱ οἰκογένειες Σιγούρου καὶ Μονδίνου ἀπὸ διασωθέντα ἔγγραφα ποὺ ἀνάγονται στὰ ἀρχεῖα τῆς Βενετίας, φαίνεται νὰ εἶχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκὲς μεταξύ των δυὸ οἰκογενειῶν συνέβαιναν διαρκῶς. Σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ὁ ἀδελφός του Ἁγίου, Κωνσταντῖνος, δολοφονήθηκε. Στὴν προσπάθεια ὅμως νὰ διαφύγει ὁ δολοφονὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἀναζήτησε καταφύγιο στὸ μοναστήρι ποὺ βρισκόταν ὁ Ἅγιος, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζει τὴ συγγένεια. Ὅταν ὁ δολοφόνος ἔφτασε στὴ Μονή, ἐρωτήθη ἀπὸ τὸν Διονύσιο, ποὺ ἦταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γιατί ζητεῖ καταφύγιο, ἀφοῦ κανονικὰ δὲν ἐπιτρέπετο νὰ εἰσέλθει. Ὁ ἴδιος ἀπάντησε πὼς τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Σιγοῦροι, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ διαρκεῖς ἐρωτήσεις ὁμολόγησε πὼς δολοφόνησε τὸν Κωνσταντῖνο Σιγοῦρο. Ὁ Διονύσιος παρὰ τὴ θλίψη του, ὄχι μόνο ἔκρυψε τὸν δολοφόνο ἀλλὰ καὶ τὸν φυγάδευσε. Ἔτσι μὲ αὐτὸν τρόπο κατάφερε νὰ ἀποτρέψει ἕνα ἀκόμα ἔγκλημα καὶ ταυτόχρονα νὰ δώσει τὴ δυνατότητα μετανοίας στὸν δολοφόνο, παρὰ τὴν πικρία γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ ἀδελφοῦ του, δίνοντας ἕνα παράδειγμα συγχωρητικότητας καὶ ὑψηλῆς ἐφαρμογῆς τῶν Χριστιανικῶν ἰδεωδῶν. Γιὰ τὸν λόγο μάλιστα αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ «Ἅγιος της Συγνώμης».

Ὁ Διονύσιος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στὴ Μονὴ Στροφάδων καὶ κατὰ τὴν ἐκταφὴ τὸ λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστὸ καὶ ἀδιάφθορο.

Ἡ ἁγιότητά του ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο τὸ 1703 μ.Χ., ἀλλὰ στὸ νησὶ ἕνεκα τοῦ βίου του, ἀλλὰ καὶ τοῦ λειψάνου τοῦ ἐτιμάτο ὡς ἅγιος ἀρκετὰ νωρίτερα.

Στὶς 24 Αὔγουστού του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη τὸ Σεπτὸ Σκήνωμά του στὴ Ζάκυνθο γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τοὺς πειρατές. Ἀρχικὰ φυλάχτηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Μετοχίου τῆς Ι. Μονῆς, στὸ προάστιο Καλλιτέρος. Τὸ 1764 μ.Χ. ἐναποτέθηκε ὁριστικὰ στὴν ὁμώνυμη Ἱερὰ Μονή του, ποὺ ἔχτισαν oὶ Μοναχοί των Στροφάδων. Ἀπὸ τότε τὸ Σεπτὸ Σκήνωμά του ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα πόλο ἕλξεως χιλιάδων προσκυνητῶν καὶ πηγὴ συνεχῶν ἰάσεων καὶ θαυμάτων.

Ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου σὰν Προστάτη τῆς Ζακύνθου, ἀντὶ τῆς Παναγίας τῆς Σκοπιώτισσας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἔγινε ἀπὸ τὴν Κοινότητα Ζακύνθου ὓστερ’ ἀπὸ τὸ ἔτος 1758 μ.Χ. καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ 1763 μ.Χ., ὅταν ἡ Βενετσιάνικη Γερουσία ἐνέκρινε ἀπόφαση τοῦ Προβλεπτῆ Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, γιὰ τὴν ἀναγνώριση σὰν ἐπίσημης ἡμέρας τῆς 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ὡς τότε, ἡ ἐπέτειος τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη ἀπὸ τὴ Συνοδικὴ Ἔκθεση τοῦ 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ἀνεπίσημα, μὲ τὴ λιτανεία στὴν πόλη τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου καὶ πανηγύρι. Ἐπίσης, ὁρίσθηκε νὰ γιορτάζεται ἐπίσημα καὶ ἡ 24η Αὐγούστου, ἐπέτειος τῆς μετακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου ἀπὸ τὰ Στροφάδια στὴ Ζάκυνθο, μὲ πανηγύρι καὶ λιτανεία τοῦ Πολιούχου στὴν πόλη.
 
Πηγή: Οἱ Ἅγιοί του ἔτους