Ἡ ἀκόλουθη διήγησις ποὺ
προέρχεται μᾶλλον ἀπὸ κάποια λιγότερο γνωστὴ παραλλαγὴ τῆς συστηματικῆς συλλογῆς
τοῦ Γεροντικοῦ* σκοπὸ ἔχει νὰ διδάξη πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ
καὶ ὅτι κανένας ἁμαρτωλὸς δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεται, ἀκόμη κι ἂν νομίζη ὅτι ἔχει
γίνει ὅμοιος στὴν ἁμαρτία μὲ τὸν διάβολο. *** Κάποιος ἅγιος γέροντας, μεγάλος
καὶ διορατικός, ἔχοντας νικήσει καὶ ξεπεράσει ὄλους τοὺς πειρασμοὺς τῶν
δαιμόνων, εἶχε λάβει τὸ χάρισμα νὰ βλέπη ὀφθαλμοφανῶς τὸ πῶς ἐπιδροῦν στὴν ζωὴ
τῶν ἀνθρώπων οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ δαίμονες· πῶς δηλ. ὁ καθένας ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ
ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν δὲ τόσο μεγάλος καὶ ὑψηλὸς στὴν ἀρετή,
ποὺ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα τὸν ὑπολόγιζαν πολὺ καὶ συστέλλονταν μπροστά του. Πολλὲς
φορὲς τὰ κορόιδευε καὶ τὰ ὕβριζε θυμίζοντας τοὺς τὴν πτῶσι τους ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς
καὶ τὴν αἰώνια κόλασι τοῦ πυρὸς ποὺ τὰ περιμένει. Οἱ δαίμονες λοιπὸν μιλοῦσαν μὲ
θαυμασμὸ γιὰ τὸν μεγάλο γέροντα κι ἔλεγαν ὅτι κανένας νὰ μὴ τολμήση στὸ ἑξῆς νὰ
παλέψη μαζί του ἢ ἔστω καὶ νὰ τὸν πλησίαση, μὴ τυχὸν καὶ πληγωθῆ ἀπὸ τὸν
γέροντα, διότι ἔχει ἀνέλθει σὲ μεγάλο πλοῦτο ἀπάθειας καὶ ἔχει τύχει τῆς
θεώσεως μὲ τὴν χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐνῶ λοιπὸν ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα,
κάποιος δαίμονας ρωτᾶ ἕναν σύντροφό του: Ἀδελφὲ Ζερέφερ (διότι αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα
ἐκείνου τοῦ δαίμονος), ἂν κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς μεταμεληθῆ, τὸν δέχεται ὁ Θεὸς σὲ
μετάνοια; Ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιὸς ἄραγε νὰ τὸ γνωρίζη αὐτό; Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ
Ζερέφερ: Θέλεις νὰ πάω στὸν μεγάλο γέροντα ποὺ δὲν μᾶς φοβᾶται, νὰ τὸν ρωτήσω
τάχα σχετικὰ μ' αὐτὸ καὶ νὰ τὸν δοκιμάσω; Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε πολύ, γιατί ὁ
γέροντας εἶναι διορατικὸς καὶ θὰ καταλάβη ὅτι πηγαίνεις μὲ δόλο καὶ δὲν θὰ
πεισθῆ νὰ ρωτήση τὸν Θεό. Ἀλλὰ πήγαινε καὶ ἢ τὰ καταφέρνεις ἢ ἁπλῶς δοκιμάζεις
καὶ φεύγεις. Πῆγε λοιπὸν τότε ὁ Ζερέφερ σ' ἐκεῖνον τὸν μεγάλο γέροντα καὶ ἀφοῦ
πῆρε σχῆμα ἀνθρώπου, θρηνοῦσε καὶ ὀδυρόταν μπροστὰ στὸν γέροντα.
Ὁ Θεὸς δὲ θέλοντας νὰ δείξη ὅτι δὲν ἀποστρέφεται κανέναν ποὺ νὰ ἔχη μετανοήσει, ἀλλὰ δέχεται ὅλους ὄσους προστρέχουν σ' Αὐτόν, δὲν ἀποκάλυψε στὸν γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν δόλιο δράκοντα. Ἔτσι ἐκεῖνος τὸν ἔβλεπε σὰν ἄνθρωπο καὶ τίποτε περισσότερο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν ρώτησε: Γιὰ ποιὸ λόγο κλαῖς, ἄνθρωπε, καὶ θρηνεῖς ἀπὸ τὰ κατάβαθά της καρδιᾶς σου, ραγίζοντας ἔτσι μὲ τὰ δάκρυά σου καὶ τὴν καρδιά μου; Ἐγώ, πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἀνθρωπος, ἀλλά, ὅπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω τοῦ πλήθους τῶν ἐγκλημάτών μου. Καὶ τί θέλεις νὰ κάνω γιὰ σένα, ἀδελφέ; (Διότι νόμιζε ὅτι ἀπὸ μεγάλη ταπείνωσι αὐτοαπεκαλεῖτο δαίμων ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ εἶχε φανερώσει ἀκόμη τί συνέβαινε στὴν πραγματικότητα). Τίποτε περισσότερο δὲν σοῦ ζητῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ παρακάλεσης πολὺ τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ σοῦ φανέρωση ἂν δέχεται τὸν διάβολο σὲ μετάνοια. Διότι ἂν δέχεται ἐκεῖνον, τότε θὰ δεχθῆ κι ἐμένα ποὺ δὲν ὑστερῶ σὲ τίποτε ἀπὸ λόγου του. Νὰ κάνω ὅπως θέλεις. Γιὰ τὴν ὥρα ὄμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι ἔλα αὔριο ἐδῶ νὰ σοῦ πῶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὰν ἔγινε αὐτό, ἅπλωσε τὰ χέρια ὁ γέροντας ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ παρακάλεσε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ τοῦ φανέρωση ἂν δέχεται τὸν διάβολο σὲ μετάνοια. Κι ἀμέσως τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, φωτεινὸς σὰν ἀστραπή, καὶ τοῦ λέει: Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου: «Γιατί μὲ παρακαλεῖς γιὰ χάρι τοῦ δαίμονα; Καὶ γιατί ἦρθε αὐτὸς δολίως νὰ σὲ πειράξη;» Καὶ πῶς ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀποκάλυψε τὴν περίπτωσι, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας, ἀλλά μου τὴν ἀπέκρυψε, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἀντιληφθῶ; Μὴ λυπηθῆς γι' αὐτὸ τὸ πράγμα. Διότι πρόκειται γιὰ κάποια θαυμαστὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανέναν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσέρχονται σ' Αὐτὸν δὲν τὸν ἀποστρέφεται ὁ ὑπεράγαθος Θεός, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ διάβολος. Ἐπίσης γίνεται αὐτὸ γιὰ νὰ φανῆ ἡ σκληρότης καὶ ἀπόγνωσις τῶν δαιμόνων. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη, μὴ τὸν σκανδαλίσης ἀπ' τὴν ἀρχή, ἀλλὰ πὲς τοῦ τὰ ἑξῆς: «Γιὰ νὰ καταλάβης ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ κανένα ἀπὸ ὅσους προστρέχουν σ' Αὐτὸν δὲν τὸν ἀποστρέφεται, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι δαίμων καὶ διάβολος, ὑποσχέθηκε καὶ σένα νὰ σὲ δεχθῆ, ἐὰν βέβαια φύλαξης αὐτὰ ποὺ σὲ προστάζει». Καὶ τότε θὰ σοῦ πῆ: «Ποιὰ εἴναι αὐτά;» Κι ἐσὺ νὰ τοῦ πῆς: «Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς γνωρίζει πολὺ καλὰ ποιὸς εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθες, γιὰ νὰ Τὸν δοκιμάσης. Διότι ἐσὺ εἶσαι τὸ ἀρχαῖο κακό, ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά σου δὲν ἔχεις μάθει νὰ γίνεσαι καινούργιο καλό. Πῶς λοιπὸν θὰ μπόρεσης νὰ ταπεινωθῆς καὶ νὰ βρῆς ἔλεος μὲ τὴν μετάνοια; Γιὰ νὰ μὴν ἔχης ὅμως πρόφασι ἀπολογίας ἐνώπιόν Του κατὰ τὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι δῆθεν ἤθελες νὰ μετανοήσης κι ὁ Θεὸς δὲν σὲ δέχθηκε, προσεχε στὰ λόγια μου, πῶς πρέπει ν' ἀρχίσης τὴ σωτηρία σου. Ὁ Κύριος εἶπε νὰ καθήσης ἐπὶ τρία χρόνια σὲ ἕνα τόπο ἀκίνητος καὶ στραμμένος μέρα-νύχτα πρὸς ἀνατολᾶς καὶ νὰ φωνάζης ἑκατὸ φορὲς μὲ δυνατὴ φωνή: Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὸ ἀρχαῖον κακὸν καὶ πάλι ἄλλες ἑκατὸ φορὲς μὲ δυνατὴ φωνή: Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὸ βδελύγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ πάλι ἄλλες τόσες Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην. Αὐτὰ νὰ τὰ φωνάζης ἀδιάκοπα, γιατί δὲν ἔχεις σῶμα γιὰ νὰ κουρασθῆς καὶ νὰ λιποψυχήσης. Ὅταν δὲ τὰ κάνης αὐτὰ μὲ ταπείνωσι, τότε θὰ ἐπανέλθης στὴν ἀρχαία τάξι καὶ θὰ συγκαταριθμηθῆς μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ». Ἂν λοιπὸν συμφωνήση μαζί σου νὰ τὰ κάνη αὐτά, δέξου τὸν σὲ μετάνοια. Ἀλλὰ γνωρίζω καλὰ ὅτι τὸ ἀρχαῖο κακὸ δὲν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε ὅμως αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν, γιὰ νὰ σώζωνται μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται ὅσοι θέλουν νὰ μετανοήσουν. Διότι αὐτὴ ἡ διήγησις θὰ συντέλεση πάρα πολὺ στὸ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι εὔκολο νὰ μὴν ἀπελπίζωνται γιὰ τὴν σωτηρία τους. Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ-πρωὶ ἦρθε ὁ δαίμων καὶ ἄρχισε ἀπὸ μακριὰ νὰ θρηνῆ ὑποκριτικὰ καὶ νὰ χαιρετᾶ τὸν γέροντα. Ὁ γέροντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ξεσκέπασε τὴν μηχανορραφία του, μόνο ἔλεγε ἀπὸ μέσα του: «Κακῶς ἦρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, ἀρχαῖο κακό, τὸ ἰοβόλο φίδι τὸ παμπόνηρο». Ἔπειτα τοῦ λέει: Γνώριζε ὅτι παρεκάλεσα τὸν Κύριο καθώς σου ὑποσχέθηκα καὶ ὅτι σὲ δέχεται σὲ μετάνοια, ἐὰν βέβαια ἐκτέλεσης αὐτὰ ποὺ σὲ διατάζει δὶ' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς καὶ πανίσχυρος Θεός. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ ὤρισε ὁ Θεὸς νὰ κάνω; Ὁ Θεὸς προστάζει νὰ σταθῆς σ' ἕνα τόπο γιὰ τρία χρόνια στραμμένος πρὸς ἀνατολᾶς καὶ νὰ φωνάζης νύχτα-μέρα ἐπὶ τρία ἔτη ἑκατὸ φορές: Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, ἄλλες τόσες φορές: Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην κι ἄλλες τόσες Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὸ ἀρχαῖον κακόν, καὶ ὅταν τὰ κάνης αὐτά, θὰ σὲ συναριθμήση μὲ τοὺς ἀγγέλούς του. Τότε ὁ Ζερέφερ, ὁ ὑποκριτὴς τῆς μετανοίας, ἀκούγοντας τὰ αὐτά, γέλασε ἀμέσως δυνατὰ καὶ λέει: Βρὲ σαπρόγερε, ἂν ἦταν νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ ἀρχαῖο κακὸ καὶ ἐσκοτισμένη ἀπάτη, θὰ τὸ ἔκανα μιὰ καὶ καλὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ σωζόμουνα. Τώρα ἐγὼ ἀρχαῖο κακό; Μὴ γένοιτο! Καὶ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ἐγὼ εἶμαι ἀρχαῖο καλὸ καὶ πολὺ καλὸ μάλιστα. Καὶ δηλαδὴ τώρα, ὅσο εἶμαι ἀκόμα θαυματουργὸς καὶ ὅλοι μὲ φοβοῦνται καὶ ὑποτάσσονται σὲ μένα, νὰ ἀποκαλέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό μου βδελύγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ ἐσκοτισμένη ἀπάτη καὶ ἀρχαῖο κακό; Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, ὅσο ἐξουσιάζω τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ γίνω ἐγὼ δοῦλος ἀχρεῖος, ταπεινὸς καὶ εὐτελὴς μὲ τὴν μετανοια! Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, μὴ γένοιτο νὰ καταντήσω ἐγὼ σὲ τέτοια ἀτιμία! Αὐτὰ εἶπε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ ἐξαφανίστηκε ἀλαλάζοντας. Ὁ γέροντας τότε σηκώθηκε νὰ προσευχηθῆ εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: Ἀλήθεια εἶπες, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖο κακὸ καινούργιο καλὸ δὲν γίνεται. Αὐτά, ἀγαπητοί μου, δὲν τὰ διηγήθηκα ἔτσι ἁπλῶς καὶ τυχαία, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορηθῆτε τὸ μέγεθος τῆς ἀγαθότητος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ· ὅτι δηλ. ἐὰν καὶ τὸν διάβολο δέχεται σὲ μετάνοια, πόσο μᾶλλον τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γιὰ χάρι τοὺς ἔχυσε τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα. *
Ὁ Θεὸς δὲ θέλοντας νὰ δείξη ὅτι δὲν ἀποστρέφεται κανέναν ποὺ νὰ ἔχη μετανοήσει, ἀλλὰ δέχεται ὅλους ὄσους προστρέχουν σ' Αὐτόν, δὲν ἀποκάλυψε στὸν γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν δόλιο δράκοντα. Ἔτσι ἐκεῖνος τὸν ἔβλεπε σὰν ἄνθρωπο καὶ τίποτε περισσότερο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν ρώτησε: Γιὰ ποιὸ λόγο κλαῖς, ἄνθρωπε, καὶ θρηνεῖς ἀπὸ τὰ κατάβαθά της καρδιᾶς σου, ραγίζοντας ἔτσι μὲ τὰ δάκρυά σου καὶ τὴν καρδιά μου; Ἐγώ, πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἀνθρωπος, ἀλλά, ὅπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω τοῦ πλήθους τῶν ἐγκλημάτών μου. Καὶ τί θέλεις νὰ κάνω γιὰ σένα, ἀδελφέ; (Διότι νόμιζε ὅτι ἀπὸ μεγάλη ταπείνωσι αὐτοαπεκαλεῖτο δαίμων ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ εἶχε φανερώσει ἀκόμη τί συνέβαινε στὴν πραγματικότητα). Τίποτε περισσότερο δὲν σοῦ ζητῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ παρακάλεσης πολὺ τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ σοῦ φανέρωση ἂν δέχεται τὸν διάβολο σὲ μετάνοια. Διότι ἂν δέχεται ἐκεῖνον, τότε θὰ δεχθῆ κι ἐμένα ποὺ δὲν ὑστερῶ σὲ τίποτε ἀπὸ λόγου του. Νὰ κάνω ὅπως θέλεις. Γιὰ τὴν ὥρα ὄμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι ἔλα αὔριο ἐδῶ νὰ σοῦ πῶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὰν ἔγινε αὐτό, ἅπλωσε τὰ χέρια ὁ γέροντας ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ παρακάλεσε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ τοῦ φανέρωση ἂν δέχεται τὸν διάβολο σὲ μετάνοια. Κι ἀμέσως τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, φωτεινὸς σὰν ἀστραπή, καὶ τοῦ λέει: Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου: «Γιατί μὲ παρακαλεῖς γιὰ χάρι τοῦ δαίμονα; Καὶ γιατί ἦρθε αὐτὸς δολίως νὰ σὲ πειράξη;» Καὶ πῶς ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀποκάλυψε τὴν περίπτωσι, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας, ἀλλά μου τὴν ἀπέκρυψε, ὥστε νὰ μὴ τὴν ἀντιληφθῶ; Μὴ λυπηθῆς γι' αὐτὸ τὸ πράγμα. Διότι πρόκειται γιὰ κάποια θαυμαστὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανέναν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσέρχονται σ' Αὐτὸν δὲν τὸν ἀποστρέφεται ὁ ὑπεράγαθος Θεός, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ διάβολος. Ἐπίσης γίνεται αὐτὸ γιὰ νὰ φανῆ ἡ σκληρότης καὶ ἀπόγνωσις τῶν δαιμόνων. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη, μὴ τὸν σκανδαλίσης ἀπ' τὴν ἀρχή, ἀλλὰ πὲς τοῦ τὰ ἑξῆς: «Γιὰ νὰ καταλάβης ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ κανένα ἀπὸ ὅσους προστρέχουν σ' Αὐτὸν δὲν τὸν ἀποστρέφεται, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι δαίμων καὶ διάβολος, ὑποσχέθηκε καὶ σένα νὰ σὲ δεχθῆ, ἐὰν βέβαια φύλαξης αὐτὰ ποὺ σὲ προστάζει». Καὶ τότε θὰ σοῦ πῆ: «Ποιὰ εἴναι αὐτά;» Κι ἐσὺ νὰ τοῦ πῆς: «Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς γνωρίζει πολὺ καλὰ ποιὸς εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθες, γιὰ νὰ Τὸν δοκιμάσης. Διότι ἐσὺ εἶσαι τὸ ἀρχαῖο κακό, ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά σου δὲν ἔχεις μάθει νὰ γίνεσαι καινούργιο καλό. Πῶς λοιπὸν θὰ μπόρεσης νὰ ταπεινωθῆς καὶ νὰ βρῆς ἔλεος μὲ τὴν μετάνοια; Γιὰ νὰ μὴν ἔχης ὅμως πρόφασι ἀπολογίας ἐνώπιόν Του κατὰ τὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι δῆθεν ἤθελες νὰ μετανοήσης κι ὁ Θεὸς δὲν σὲ δέχθηκε, προσεχε στὰ λόγια μου, πῶς πρέπει ν' ἀρχίσης τὴ σωτηρία σου. Ὁ Κύριος εἶπε νὰ καθήσης ἐπὶ τρία χρόνια σὲ ἕνα τόπο ἀκίνητος καὶ στραμμένος μέρα-νύχτα πρὸς ἀνατολᾶς καὶ νὰ φωνάζης ἑκατὸ φορὲς μὲ δυνατὴ φωνή: Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὸ ἀρχαῖον κακὸν καὶ πάλι ἄλλες ἑκατὸ φορὲς μὲ δυνατὴ φωνή: Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὸ βδελύγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ πάλι ἄλλες τόσες Ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην. Αὐτὰ νὰ τὰ φωνάζης ἀδιάκοπα, γιατί δὲν ἔχεις σῶμα γιὰ νὰ κουρασθῆς καὶ νὰ λιποψυχήσης. Ὅταν δὲ τὰ κάνης αὐτὰ μὲ ταπείνωσι, τότε θὰ ἐπανέλθης στὴν ἀρχαία τάξι καὶ θὰ συγκαταριθμηθῆς μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ». Ἂν λοιπὸν συμφωνήση μαζί σου νὰ τὰ κάνη αὐτά, δέξου τὸν σὲ μετάνοια. Ἀλλὰ γνωρίζω καλὰ ὅτι τὸ ἀρχαῖο κακὸ δὲν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε ὅμως αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν, γιὰ νὰ σώζωνται μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται ὅσοι θέλουν νὰ μετανοήσουν. Διότι αὐτὴ ἡ διήγησις θὰ συντέλεση πάρα πολὺ στὸ νὰ πληροφορηθοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι εὔκολο νὰ μὴν ἀπελπίζωνται γιὰ τὴν σωτηρία τους. Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ-πρωὶ ἦρθε ὁ δαίμων καὶ ἄρχισε ἀπὸ μακριὰ νὰ θρηνῆ ὑποκριτικὰ καὶ νὰ χαιρετᾶ τὸν γέροντα. Ὁ γέροντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ξεσκέπασε τὴν μηχανορραφία του, μόνο ἔλεγε ἀπὸ μέσα του: «Κακῶς ἦρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, ἀρχαῖο κακό, τὸ ἰοβόλο φίδι τὸ παμπόνηρο». Ἔπειτα τοῦ λέει: Γνώριζε ὅτι παρεκάλεσα τὸν Κύριο καθώς σου ὑποσχέθηκα καὶ ὅτι σὲ δέχεται σὲ μετάνοια, ἐὰν βέβαια ἐκτέλεσης αὐτὰ ποὺ σὲ διατάζει δὶ' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς καὶ πανίσχυρος Θεός. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ ὤρισε ὁ Θεὸς νὰ κάνω; Ὁ Θεὸς προστάζει νὰ σταθῆς σ' ἕνα τόπο γιὰ τρία χρόνια στραμμένος πρὸς ἀνατολᾶς καὶ νὰ φωνάζης νύχτα-μέρα ἐπὶ τρία ἔτη ἑκατὸ φορές: Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, ἄλλες τόσες φορές: Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην κι ἄλλες τόσες Ὁ Θεός, ἐλέησον μέ, τὸ ἀρχαῖον κακόν, καὶ ὅταν τὰ κάνης αὐτά, θὰ σὲ συναριθμήση μὲ τοὺς ἀγγέλούς του. Τότε ὁ Ζερέφερ, ὁ ὑποκριτὴς τῆς μετανοίας, ἀκούγοντας τὰ αὐτά, γέλασε ἀμέσως δυνατὰ καὶ λέει: Βρὲ σαπρόγερε, ἂν ἦταν νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ ἀρχαῖο κακὸ καὶ ἐσκοτισμένη ἀπάτη, θὰ τὸ ἔκανα μιὰ καὶ καλὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ σωζόμουνα. Τώρα ἐγὼ ἀρχαῖο κακό; Μὴ γένοιτο! Καὶ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ἐγὼ εἶμαι ἀρχαῖο καλὸ καὶ πολὺ καλὸ μάλιστα. Καὶ δηλαδὴ τώρα, ὅσο εἶμαι ἀκόμα θαυματουργὸς καὶ ὅλοι μὲ φοβοῦνται καὶ ὑποτάσσονται σὲ μένα, νὰ ἀποκαλέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό μου βδελύγμα τῆς ἐρημώσεως καὶ ἐσκοτισμένη ἀπάτη καὶ ἀρχαῖο κακό; Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, ὅσο ἐξουσιάζω τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ γίνω ἐγὼ δοῦλος ἀχρεῖος, ταπεινὸς καὶ εὐτελὴς μὲ τὴν μετανοια! Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, γέροντα! Ὄχι, μὴ γένοιτο νὰ καταντήσω ἐγὼ σὲ τέτοια ἀτιμία! Αὐτὰ εἶπε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ ἐξαφανίστηκε ἀλαλάζοντας. Ὁ γέροντας τότε σηκώθηκε νὰ προσευχηθῆ εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας: Ἀλήθεια εἶπες, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖο κακὸ καινούργιο καλὸ δὲν γίνεται. Αὐτά, ἀγαπητοί μου, δὲν τὰ διηγήθηκα ἔτσι ἁπλῶς καὶ τυχαία, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορηθῆτε τὸ μέγεθος τῆς ἀγαθότητος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ· ὅτι δηλ. ἐὰν καὶ τὸν διάβολο δέχεται σὲ μετάνοια, πόσο μᾶλλον τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γιὰ χάρι τοὺς ἔχυσε τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα. *
Πηγή: Κείμενο βλ. Ξένης
Μοναχῆς, Πορεία πρὸς Οὐρανόν, Ἀθῆναι 1973, σέλ. 41 ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 7, Ἅγιον Ὅρος