Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος
γεννήθηκε τὸν 2o αἰώνα μ. Χ. στὴν Ἑλλάδα (κατὰ ἄλλους στὴν Ρώμη) ἀπὸ πλούσιους
γονεῖς. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κόμμοδος καὶ ὁ Σεπτίνος Σεβῆρος. Ὀρφανὸς ἀπὸ
πατέρα, ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη
καὶ φιλάνθρωπη μητέρα του, Ἀνθία (τῆς Εὐανθίας γόνος, στιχηρὸ Ἑσπερινοῦ) (βλέπε
ἴδια ἡμέρα) ἡ ὁποία ἔγινε χριστιανὴ ἀκούοντας τὸ κήρυγμα ἀπὸ μαθητὲς τοῦ Ἄπ.
Παύλου.
Διακαὴς πόθος τῆς Ἀνθίας ἦταν
νὰ ἐπισκεφτεῖ τὴ Ρώμη, ποὺ τὰ χώματά της εἶχαν βαφτεῖ μὲ τὸ αἷμα τῶν Ἀποστόλων
Πέτρου καὶ Παύλου. Κάποτε, λοιπόν, ἀποφάσισε καὶ πῆγε. Μαζὶ πῆρε καὶ τὸ νεαρὸ
γιὸ τῆς Ἐλευθέριο. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ἀνίκητος (βλέπε 17 Ἀπριλίου), ὅταν εἶδε τὸν
Ἐλευθέριο ἐκτιμώντας τὴν πολλὴ νοημοσύνη του, τὴ θερμὴ πίστη καὶ τὸ ἁγνὸ ἦθος
του, τὸν ἔλαβε ὑπὸ τὴν προστασία του.
Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο, διάκονος καὶ ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ὁ Ἐλευθέριος ἀγωνίστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴ διδαχὴ τοῦ ποιμνίου του, καὶ σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Ἀργότερα καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, μὲ κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ ἔγινε ἐπίσκοπος Ἰλλυρικοῦ, σημερινῆς Ἀλβανίας μὲ ἕδρα τὴν Αὐλώνα.
Μὰ χειροτονήθηκε τόσο
μικρός; Στὸ ἐρώτημα δίνει ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης…. Γράφει σὲ ὑποσημείωση
τοῦ Συναξαριστοῦ του: «Ἃς μὴ θαυμάζει κανεὶς ὅτι αὐτὸς ὁ ἅγιος χειροτονήθηκε σὲ
ἡλικία ἀντίθετη μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς 6ης Οἴκ. Συνόδου καὶ τῆς τοπικῆς
Συνόδου τῆς Νεοκαισαρείας, οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν ὅτι ὁ διάκονος χειροτονεῖται στὴ ἡλικία
τῶν 25 χρόνων, ὁ πρεσβύτερος στὰ 30 καὶ ὁ ἐπίσκοπος πάνω ἀπὸ 30. Αὐτὸ ἔγινε
γιατί ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος ἔζησε πρὶν ἀκόμη γίνουν οἱ παραπάνω κανόνες, οἱ ὁποῖοι
ἔγιναν ἀργότερα».
Ἡ χειροτονία τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου,
ὅπως γράφει κάποιος βιογράφος του, ἔγινε «κατ’ οἰκονομίαν» Θεοῦ, λόγω τῶν
μεγάλων ἀρετῶν καὶ τῆς σοφίας του μὲ τὴν ὁποία προσείλκυε στὸν Χριστὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἡ γλυκύτητα τοῦ λόγου του, ποὺ ἐπιβεβαιωνόταν μὲ τὰ πολλὰ θαύματά του, ἔκανε αὐτοὺς
ποὺ βρίσκονταν στὴν πλάνη νὰ ἀσπαστοῦν τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια.