"Γιατί δὲν ἐπεμβαίνει ὁ
Θεὸς μέσα στὴν Ἱστορία γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιον;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;
Γιατί δὲν βοήθησε αὐτὸ τὸ ἀεροπλάνο
ποῦ ἔπεσε μὲ τοὺς 63 ἀνθρώπους;
Γιατί ἐκεῖνο, γιατί ἐκεῖνο…;
Γιατί ἀφήνει νὰ πεθαίνουν
παιδιὰ καὶ νὰ γίνονται σκέλεθρα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν πείνα;
Γιατί δὲν ἐπεμβαίνει ὁ
Θεός; "
καὶ λέγεται Θεοδικία, ὡς νὰ
καλεῖται σὲ δίκη ὁ Θεός, γιὰ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς Ἱστορίας. Γιατί δηλαδὴ ὁ
Θεὸς δὲν ἐπεμβαίνει μέσα εἰς τὴν Ἱστορία.
Αὐτὸ τὸ πρόβλημα εἶναι
ψευδοπρόβλημα, διότι ἂν μελετήσει κανεὶς καλύτερά το λόγο τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει
τὸ θέμα τῆς Θεοδικίας, γιατί παρέδωσε στὰ χέρια μᾶς ὁ Θεὸς τὴ διαχείριση τοῦ ἐαυτοῦ
μας καὶ τῶν κοινωνιῶν μας, καὶ τῆς Ἱστορίας.
Ὁ Θεὸς ἀγαπητοί μου δὲν εἶναι
χωροφύλακας, νὰ κάθεται ἀπὸ πάνω καὶ νὰ λέει:
Ἅ! Ἔλα ἐδῶ, ἔλα ἐδῶ… τί ἔκανες;
τί ἔκανες; ΜΠΑΠ, Ἅρπα τὴν!!!
Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς
χωροφύλακας. Θυμηθεῖτε κάποιες παραβολὲς ποὺ φεύγει, παραδίδει λέγει τὰ τάλαντα
ἃς ποῦμε καὶ φεύγει.
Γυρίζει…, γιὰ νὰ λογαριαστεῖ.
Θὰ ἔρθει ὁ Κύριος, ἀλλὰ τώρα σὲ ἀφήνει διαχειριστή! Διαχειριστῆ τῆς Ἱστορίας!!!
Μὴν λοιπὸν φορτώνουμε στὸν
Θεὸ τὸ γιατί δὲν ἐπεμβαίνει. Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, βλέπει τὰ πάντα,
ξέρει τὰ πάντα, ξέρει καὶ τοὺς δικούς του.
Ἀλλά… ἀλλὰ δὲν ἐπεμβαίνει γιατί δὲν εἶναι χωροφύλακας καὶ ἀκόμη εἶναι ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ποὺ λέει ὁ ψαλμωδός:
"Ἴνα τί εὐοδοῦται ὁ ἀσεβής".
Γιὰ πιὸ λόγο προκόβει ὁ ἀσεβής;
Ὁ εὐσεβὴς ὅλο ἄρρωστος εἶναι,
φτωχὸς εἶναι, τοῦτο, κεῖνο… Ἐνῶ ὁ ἀσεβής; Προκόβει, ἔχει ὑγεία. Ξέρετε πόσα
σημεῖα λέγεται αὐτὸ εἰς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδίως εἰς τοὺς ψαλμούς;
Γιατί λοιπὸν ὁ Θεὸς δὲν ἐπεμβαίνει
μέσα στὴν Ἱστορία γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιον;
"Ἴνα τί εὐοδοῦται ὁ ἀσεβής;"
Εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς "ἀπουσίας" τοῦ Θεοῦ.
Τὴ λέξη ἀπουσία τὴ βάζω ἐντὸς
εἰσαγωγικῶν. Δὲν ἀπουσιάζει ὁ Θεός, ἔτσι ἐμεῖς τὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ἀπουσιάζει
ὁ Θεός.
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἔλεγα ἕνα
πολὺ ὡραῖο παράδειγμα μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο:
Ὅταν πρωτοξεκίνησε νὰ γίνει
ἀσκητὴς εἶχε πάρα πολλοὺς πειρασμούς, φοβεροὺς πειρασμούς. Ἦταν 18 χρονῶν παιδὶ
καὶ πῆγε σὲ ἕνα τάφο, θολωτὸν ἐννοεῖται, ὅπως ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πολλοὶ
θολωτοὶ τάφοι, γιὰ νὰ μείνει ἐκεῖ κάποιο καιρό.
Ἐκεῖ οἱ δαίμονες τὸν ἐτάραξαν.
Μέχρι τὸν ἔδερναν, μέχρι τὸν ἐξεφόβιζαν μὲ πολλοὺς τρόπους, μὲ φωνές, μὲ τοῦτα,
μὲ κεῖνα.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔμενε
σταθερός. Τὸν τρομοκρατοῦσαν γιὰ νὰ γυρίσει πίσω.
Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν τάφο, ποὺ ἠγωνίζετο
καὶ ἔτρωγε ξύλο καὶ τὰ λοιπά, φώναζε: "Χριστέ μου, ποῦ εἶσαι; Χριστέ μου,
ποῦ εἶσαι;"Οὔτε φωνὴ οὔτε ἀκρόασης. Πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες καὶ οἱ πειρασμοὶ
πέρασαν.
Κάποια στιγμὴ λέγει:
- Χριστέ μου, ποῦ εἶσαι;
- Ἐδῶ εἶμαι, Ἀντώνιε, ἀκούει
μιὰ φωνή, τοῦ Χριστοῦ.
- Ποῦ ἤσουν ὅταν σὲ φώναζα;
- Σὲ ἔβλεπα νὰ ἀγωνίζεσαι.
Βλέπετε παρακαλῶ; Αὐτὸ τὸ
παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου εἶναι εὔγλωττη ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τῆς Θεοδικίας!
Ἀρχιμ. Ἀθαν. Μυτιλιναίου ὁμιλία
Πηγή: Ἀγάπη ἐν
Χριστῷ