Ὁ Μηνὰς ἦταν Ἀθηναῖος καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ εἰδωλολάτρης. Ὅταν ὅμως ἐκπαιδεύτηκε καὶ μορφώθηκε ἀρκετά, διαπίστωσε ὅτι ἡ πολυθεΐα ἦταν μᾶλλον ψέμα καὶ πλάνη. Στὴ μελέτη τῶν φιλοσόφων ἐπίσης, δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ κάτι τὸ ἀληθινό. Τότε προχώρησε στὴ μελέτη χριστιανικῶν συγγραμμάτων. Ἔπειτα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου καὶ βρῆκε αὐτὸ ποῦ τὸν γέμιζε ψυχικά, δηλαδὴ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι, ὁ Μήνας ἔγινε χριστιανός.
Ἀργότερα, ὁ βασιλιὰς
Μαξιμίνος (311 – 313 μ.Χ.) (κατ’ ἄλλους ὁ Μαξιμιανὸς [286 - 305 μ.Χ]), μὴ γνωρίζοντας
ὅτι εἶναι χριστιανός, τὸν ἔκανε ἔπαρχο Ἀλεξανδρείας. Ἀλλὰ ὅταν ὁ βασιλιὰς αὐτὸς
διέταξε διωγμοὺς στὴν πόλη αὐτή, ὁ Μηνὰς ὄχι μόνο δὲν ἐξετέλεσε τὴ διαταγή, ἀλλὰ
καὶ συνετέλεσε νὰ πληθυνθοῦν οἱ χριστιανικὲς τάξεις.
Τότε ὁ Μαξιμίνος ἔστειλε νέο ἔπαρχο, τὸν Ἀθηναῖο λόγιο Ἐρμογένη. Αὐτός, τηρώντας τὸ γράμμα τοῦ νόμου, βασάνισε σκληρά το Μηνὰ καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πληγές του. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν ὁ Ἐρμογένης ἔστειλε νὰ διαπιστώσουν ἂν καὶ πότε πέθανε ὁ Μηνάς, διαπίστωσαν ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ καὶ οἱ πληγὲς τοῦ θεραπεύθηκαν. Τότε δημόσια τὸν ρώτησε πὼς ἔγινε αὐτό. Ὁ Μηνὰς ἀπάντησε ὅτι θεραπεύθηκε τὴν ὥρα ποῦ πεσμένος στὸ ἔδαφος ἔψαλλε: «Ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσω σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μὲτ ἐμοῦ εἰ Κύριε» (Ψαλμὸς κβ’ 4). Ἐὰν δηλαδὴ ἀντικρίσω τὸ θάνατο, δὲ θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κακό, διότι σὺ εἶσαι μαζί μου, Κύριε. Ἡ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ γίνει χριστιανὸς ὁ Ἐρμογένης καὶ ὁ Εὔγραφος ποὺ ἦταν γραμματικός του Μηνά. Ἀργότερα, ὅλους μαζί τους ἀποκεφάλισαν.