Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ


Γέροντας Παΐσιος

-Γέροντα, ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, συναισθάνεται ἀμέσως σὲ τί κατάσταση βρίσκεται;

Ναί, συνέρχεται καὶ λέει «τί ἔκανα;», ἀλλὰ «φαϊντὰ γιόκ», δηλαδὴ δὲν ὀφελεῖ αὐτό. Ὅπως ἕνας μεθυσμένος, ἂν σκοτώσει λ.χ. τὴν μάνα του, γελάει, τραγουδάει, ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνει τί ἔκανε, καί, ὅταν ξεμεθύσει, κλαίει καὶ ὀδύρεται καὶ λέει «τί ἔκανα;», ἔτσι καὶ ὅσοι σ' αὐτὴν τὴν ζωὴ κάνουν ἀταξίες εἶναι σὰν μεθυσμένοι. Δὲν καταλαβαίνουν τί κάνουν, δὲν αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους. Ὅταν ὅμως πεθάνουν, τότε φεύγει αὐτὴ ἡ μέθη καὶ συνέρχονται. Ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ συναισθάνονται τὴν ἐνοχή τους, γιατί ἡ ψυχή, ὅταν βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, κινεῖται, βλέπει, ἀντιλαμβάνεται μὲ μιὰ ἀσύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοὶ ρωτοῦν πότε θὰ γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅμως ποὺ πεθαίνει γίνεται κατὰ κάποιον τρόπο ἡ Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία τὸν βρίσκει ὁ θάνατος.

- Γέροντα, πῶς εἶναι οἱ κολασμένοι;

Εἶναι ὑπόδικοι, φυλακισμένοι, ποὺ βασανίζονται ἀνάλογα μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκαναν καὶ περιμένουν νὰ γίνει ἡ τελικὴ δίκη, ἡ μέλλουσα κρίση. Ὑπάρχουν βαρυποινίτες, ὑπάρχουν καὶ ὑπόδικοι μὲ ἐλαφρότερες ποινές.

- Καὶ οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ληστής;

Οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ληστὴς εἶναι στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λάβει τὴν τέλεια δόξα, ὅπως καὶ οἱ ὑπόδικοι εἶναι στὴν κόλαση, ἄλλα δὲν ἔχουν λάβει τὴν τέλεια καταδίκη. Ὁ Θεός, ἐνῶ ἔχει πεῖ ἐδῶ καὶ τόσους αἰῶνες τὸ «μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», παρατείνει-παρατείνει τὸν χρόνο, ἐπειδὴ περιμένει ἐμᾶς νὰ διορθωθοῦμε. Ἀλλὰ ἐμεῖς παραμένοντας στὶς κακομοιριὲς μᾶς ἀδικοῦμε τοὺς Ἁγίους, γιατί δὲν μποροῦν νὰ λάβουν τὴν τέλεια δόξα, τὴν ὁποία θὰ λάβουν μετὰ τὴν μέλλουσα Κρίση.

Ἡ προσευχὴ καὶ τὰ μνημόσυνα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους

- Γέροντα, οἱ ὑπόδικοι νεκροὶ μποροῦν νὰ προ­σεύχοντε;

Ἔρχονται σὲ συναίσθηση καὶ ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ὅσοι βρίσκονται στὸν Ἅδη μόνον ἕνα πράγμα θὰ ἤθελαν ἀπὸ τὸν Χριστό: νὰ ζήσουν πέντε λεπτά, γιὰ νὰ μετανοή­σουν. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε, ἔχουμε περιθώρια μετανοίας, ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι δὲν μποροῦν πιὰ μό­νοί τους νὰ καλυτερεύσουν τὴν θέση τους, ἀλλὰ περιμένουν ἀπὸ μᾶς βοήθεια. Γι' αὐτὸ ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς βοηθοῦμε μὲ τὴν προσευχή μας.

Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι μόνον τὸ δέκα τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς βρίσκονται σὲ δαιμονικὴ κατάσταση καί, ἐκεῖ ποὺ εἶναι, βρίζουν τὸν Θεό, ὅπως οἱ δαίμονες. Δὲν ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ καὶ δὲν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί νὰ τοὺς κάνει ὁ Θεός; Σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πατέρα του, σπαταλάει ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ἀπὸ πάνω βρίζει τὸν πατέρα του. Ε, τί νὰ τὸ κάνη αὐτὸ ὁ πατέρας του; Οἱ ἄλλοι ὅμως ὑπόδικοι, ποὺ ἔχουν λίγο φιλότιμο, αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους, μετανοοῦν καὶ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ζητοῦν νὰ βοηθηθοῦν καὶ βοηθιοῦνται θετικὰ μὲ τὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν. Τοὺς δίνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς μιὰ εὐκαιρία, τώρα ποὺ εἶναι ὑπόδικοι, νὰ βοηθηθοῦν μέχρι νὰ γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία. Καὶ ὅπως σ' αὐτὴν τὴν ζωή, ἂν κάποιος εἶναι φίλος μὲ τὸν βασιλιά, μπορεῖ νὰ μεσολαβήσει καὶ νὰ βοηθήσει ἕναν ὑπόδικο, ἔτσι καὶ ἂν εἶναι κανεὶς «φίλος» μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ μεσολαβήσει στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του καὶ νὰ μεταφέρει τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς ἀπὸ τὴν μιὰ «φυλακὴ» σὲ ἄλλη καλύτερη, ἀπὸ τὸ ἕνα «κρατητήριο» σὲ ἕνα ἄλλο καλύτερο. Ἢ ἀκόμη μπορεῖ νὰ τοὺς μεταφέρει καὶ σὲ «δωμάτιο» ἢ σὲ «διαμέρισμα».

Ὅπως ἀνακουφίζουμε τοὺς φυλακισμένους μὲ ἀναψυκτικὰ κ.λπ. ποῦ τοὺς πηγαίνουμε, ἔτσι καὶ τοὺς νεκρούς τους ἀνακουφίζουμε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ψυχή τους. Οἱ προσευχὲς τῶν ζώντων γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ μνημόσυνα εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς κεκοιμημένους νὰ βοηθηθοῦν, μέχρι νὰ γίνει ἡ τελικὴ Κρίση. Μετὰ τὴν δίκη δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον δυνατότητα νὰ βοηθηθοῦν.

Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βοηθήσει τοὺς κεκοιμημένους, γιατί πονάει γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει, γιατί ἔχει ἀρχοντιά. Δὲν θέλει νὰ δώσει δικαίωμα στὸν διάβολο νὰ πεῖ: «Πῶς τὸν σώζεις αὐτόν, ἐνῶ δὲν κοπίασε;». Ὅταν ὅμως ἐμεῖς προσευχώμαστε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, Τοῦ δίνουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινεῖται ὁ Θεός, ὅταν κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ γιὰ τοὺς ζῶντες.

Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει τὰ κόλλυβα, τὰ μνημόσυνα. Τὰ μνημόσυνα εἶναι ὁ καλύτερος δικηγόρος γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Ἔχουν τὴν δυνατότητα καὶ ἀπὸ τὴν κόλαση νὰ βγάλουν τὴν ψυχή. Κι ἐσεῖς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία νὰ διαβάζετε κόλλυβο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἔχει νόημα τὸ σιτάρι. «Σπείρεται ἐν φθορά, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσία», λέει ἡ Γραφή. Στὸν κόσμο μερικοὶ βαριοῦνται νὰ βράσουν λίγο σιτάρι καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, γιὰ νὰ τὰ διαβάσουν οἱ ἱερεῖς. Καὶ βλέπεις, ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος κάτι γεροντάκια τὰ καημένα σὲ κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο ποὺ γιορτάζει, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία του.

- Γέροντα, αὐτοὶ ποῦ ἔχουν πεθάνει πρόσφατα ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή;

Ἔμ, ὅταν μπαίνη κάποιος στὴν φυλακή, στὴν ἀρχὴ δὲν δυσκολεύεται πιὸ πολύ; Νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ δὲν εὐαρέστησαν στὸν Θεό, γιὰ νὰ κάνει κάτι καὶ γι' αὐτοὺς ὁ Θεός. Ἰδίως, ὅταν ξέρουμε ὅτι κάποιος ἦταν σκληρὸς -θέλω νὰ πῶ, ὅτι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεῖ νὰ νομίζουμε ὅτι ἦταν σκληρός, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν ἦταν- καὶ εἶχε καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή, τότε νὰ κάνουμε πολλὴ προ­σευχή, Θεῖες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα γιὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ δίνουμε ἐλεημοσύνη σὲ φτωχοὺς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ εὐχηθοῦν οἱ φτωχοὶ «ν' ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του», ὥστε νὰ καμφθῆ ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν ἐλεήση. Ἔτσι, ὅ,τι δὲν ἔκανε ἐκεῖνος, τὸ κάνουμε ἐμεῖς γι' αὐτόν. Ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε καλωσύνη, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ζωή του δὲν ἦταν καλή, ἐπειδὴ εἶχε καλὴ διάθεση, μὲ λίγη προσευχὴ πολὺ βοηθιέται.

Ἔχω ὑπ' ὄψιν μου γεγονότα ποὺ μαρτυροῦν πόσο οἱ κεκοιμημένοι βοηθιοῦνται μὲ τὴν προσευχὴ πνευ­ματικῶν ἀνθρώπων. Κάποιος ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε μὲ κλάματα: «Γέροντα, δὲν ἔκανα προσευχὴ γιὰ κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο καὶ μοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο μου » . «Εἴκοσι μέρες, μοῦ εἶπε, ἔχεις νὰ μὲ βοηθήσης μὲ ξέχασες καὶ ὑποφέρω». Πράγματι, μοῦ λέει, ἐδῶ καὶ εἴκοσι μέρες εἶχα ξεχασθεῖ μὲ διάφορες μέριμνες καὶ οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό μου δὲν προσευχόμουν».

- Ὅταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος καὶ μᾶς ζητήσουν νὰ προσευχηθοῦμε γι' αὐτόν, εἶναι καλὸ νὰ κάνουμε κάθε μέρα ἕνα κομποσχοίνι μέχρι τὰ σαράντα;

Ἅμα κάνεις κομποσχοίνι γι' αὐτόν, βάλε καὶ ἄλλους κεκοιμημένους. Γιατί νὰ πάει μιὰ ἁμαξοστοιχία στὸν προορισμό της μὲ ἕναν μόνον ἐπιβάτη, ἐνῶ χωράει καὶ ἄλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι ἔχουν ἄναγκη οἱ καημένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια καὶ δὲν ἔχουν κανέναν νὰ προσευχηθεῖ γι' αὐτούς!

Μερικοὶ κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο γιὰ κάποιον δικό τους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν βοηθιέται οὔτε ὁ δικός τους, γιατί ἡ προσευχή τους δὲν εἶναι τόσο εὐάρεστη στὸν Θεό. Ἀφοῦ τόσα μνημόσυνα ἔκαναν γι' αὐτόν, ἃς κάνουν συγχρόνως καὶ γιὰ τοὺς ξένους.

- Γέροντα, μὲ ἀπασχολεῖ μερικὲς φορὲς ἡ σωτηρία τοῦ πατέρα μου, γιατί δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.

Δὲν ξέρεις τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ τὴν τελευταία στιγμή. Πότε σὲ ἀπασχολεῖ; Κάθε Σάββατο;

- Δὲν ἔχω παρακολουθήσει, ἀλλὰ γιατί τὸ Σάββατο;
Γιατί αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὴν δικαιοῦνται οἱ κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οἱ νεκροὶ ποῦ δὲν ἔχουν ἀνθρώπους νὰ προσεύχωνται γι' αὐτοὺς βοηθιοῦνται ἀπὸ τὶς προσευχὲς ἐκείνων ποῦ προσεύχονται γενικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους;

Καὶ βέβαια βοηθιοῦνται. Ἐγώ, ὅταν προσεύχομαι γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στὸν ὕπνο μου τοὺς γονεῖς μου, γιατί ἀναπαύονται ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνω. Κάθε φορᾶ ποὺ ἔχω Θεία Λειτουργία, κάνω καὶ γενικὸ μνημόσυνο γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους καὶ εὔχομαι γιὰ τοὺς βασιλεῖς, γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς κ.λπ. καὶ στὸ τέλος λέω «καὶ ὑπὲρ ὧν τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν». Ἂν καμμιὰ φορᾶ δὲν κάνω εὐχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοὶ κεκοιμημένοι μπροστά μου. Ἕναν συγγενῆ μου, ποὺ εἶχε σκοτωθεῖ στὸν πόλεμο, τὸν εἶδα ὁλόκληρο μπροστά μου μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, τὴν ὥρα τοῦ μνημοσύνου, γιατί αὐτὸν δὲν τὸν εἶχα ὁλόκληρο γραμμένο μὲ τὰ ὀνό­ματα τῶν κεκοιμημένων, ἐπειδὴ μνημονευόταν στὴν Προσκομιδὴ μὲ τοὺς ἠρωικῶς πεσόντες. Κι ἐσεῖς στὴν Ἁγία Πρόθεση νὰ μὴ δίνετε νὰ μνημονευθοῦν μόνον ὀνόματα ἀσθενῶν, ἀλλὰ καὶ ὀνόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν οἱ κεκοιμημένοι.

Τὸ καλύτερο μνημόσυνο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους

Τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τα μνημόσυνα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους εἶναι ἡ προσεκτικὴ ζωή μας, ὁ ἀγώνας ποὺ θὰ κάνουμε, γιὰ νὰ κόψουμε τὰ ἐλαττώματά μας καὶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ψυχή μας. Γιατί ἡ δική μας ἐλευθερία ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγμα­τα καὶ ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, ἕκτος ἀπὸ τὴν δική μας ἀνακούφιση, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν κεκοιμημένων προπάππων ὅλης της γενιᾶς μας. Οἱ κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, ὅταν ἕνας ἀπόγονός τους εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ἂν ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, τότε ὑποφέρουν οἱ κεκοιμημένοι γονεῖς μας, ὁ παππούς μας, ὁ προπάππος μας, ὅλες οἱ γενεές. «Δὲς τί ἀπογόνους κάναμε!», λένε καὶ στενοχωριοῦνται. Ἂν ὅμως εἴμαστε σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, εὐφραίνονται, γιατί καὶ αὐτοὶ ἔγιναν συνεργοὶ νὰ γεννηθοῦμε καὶ ὁ Θεὸς κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεώνεται νὰ τοὺς βοηθήσει. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ θὰ δώσει χαρὰ στοὺς κεκοιμημένους εἶναι νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ εὐαρεστήσουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν ζωή μας, ὥστε νὰ τοὺς συναντήσουμε στὸν Παράδεισο καὶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια ζωή.

Ἑπομένως, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ χτυπήσουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γίνει καινὸς καὶ νὰ μὴ βλάπτει πιὰ οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ βοηθάει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους, εἴτε ζῶντες εἶναι εἴτε κεκοιμημένοι.

Ἡ παρρησία τῶν δικαίων πρὸς τὸν Θεὸ

- Γέροντα, στὴν πρὸς Ἀρχαρίους Ἐπιστολὴ σᾶς γράφετε: «Παρόλο ποὺ καταλαβαίνουν οἱ ἀληθινοὶ μοναχοὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀπολαμβάνουν σ' αὐτὴν τὴν ζωὴ εἶναι μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου καὶ ὅτι στὸν Παράδεισο θὰ εἶναι περισσότερη, ἐν τούτοις ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τους θέλουν νὰ ζήσουν ἐπὶ τῆς γῆς, γιὰ νὰ βοηθούντους ἀνθρώπους μὲ τὴν προσευχή, νὰ ἐπεμβαίνη ὁ Θεὸς καὶ νὰ βοηθιέται ὁ κόσμος».

Γράψε: «Θέλουν νὰ ζήσουν ἐπὶ τῆς γῆς, γιὰ νὰ συμπάσχουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦν μὲ τὴν προσευχή».

- Στὴν ἄλλη ζωή, Γέροντα, ἕνας σωστὸς μοναχὸς πάλι δὲν θὰ βοηθάει μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τοὺς ἀνθρώπους;

Καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ βοηθάει μὲ τὴν προσευχή του, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑποφέρει, ἐνῶ τώρα συμπάσχει δὲν περνάει χαρούμενα ἐδῶ, «μὲ χαρούμενη τὴν ὄψη καὶ μὲ βλέμμα λαμπερό»! Ὅσο ὅμως ὑποφέρει γιὰ τὸν πλησίον του, τόσο ἀνταμείβεται μὲ θεία παρηγοριά, καὶ αὐτὸ εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο καὶ ἡ πληροφορία ὅτι βοηθιέται ὁ ἄλλος. Αὕτη ἡ παραδεισένια χαρὰ εἶναι ἡ θεία ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸν πόνο ποὺ νιώθει γιὰ τὸν ἀδελφό του.

- Δηλαδή, Γέροντα, οἱ Ἅγιοι ποῦ ἐπικαλούμαστε νὰ μᾶς βοηθήσουν δὲν συμπάσχουν μαζί μας;

Ἐκεῖ δὲν ἔχει πόνο, βρὲ παιδάκι μου! Στὸν Παράδεισο ὑποφέρουν; «Ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος οὐ λύπη οὐ στεναγμὸς» δὲν λέει;

Ὕστερα οἱ Ἅγιοι ἔχουν ὓπ ὄψιν τοὺς τὴν θεία ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ λάβουν ὅσοι ἄνθρωποι βασαν­ίζονται σ' αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ χαίρονται. Μὰ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ποῦ ἔχει τόση ἀγάπη, τόση εὐσπλαχνία, πῶς ἀντέχει αὐτὸν τὸν μεγάλο πόνο τῶν ἀνθρώπων; Ἀντέχει, γιατί ἔχει ὑπ' ὄψιν Τοῦ τὴν θεία ἀνταμοιβὴ ποὺ τοὺς περιμένει. Ὅσο δηλαδὴ βα­σανίζονται ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο τοὺς ἀποταμιεύει ἐκεῖ οὐράνιο μισθό. Ἐνῶ ἐμεῖς αὐτὰ δὲν τὰ βλέπουμε καὶ συμπάσχουμε μὲ ὅσους ὑποφέρουν. Γι' αὐτό, ὅταν κάποιος τὰ βλέπει λίγο αὐτὰ καὶ ἔχει ὑπ' ὄψιν τοῦ τὴν ἀνταμοιβὴ ποὺ θὰ λάβουν, δὲν ὑποφέρει τόσο πολύ.

- Ὅταν, Γέροντα, παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ βοηθήσει κάποιον κεκοιμημένο ποῦ δὲν ἔχει ἀνάγκη, πάει χαμένη αὐτὴ ἡ προσευχή;
- Πῶς νὰ πάει χαμένη; Ὅταν λέμε «ἀναπαυσον τὸν τάδε» καὶ αὐτὸς εἶναι σὲ καλὴ θέση στὴν ἄλλη ζωή, δὲν παρεξηγεῖται ἴσα-ἴσα συγκινεῖται. «Γιὰ δές, λέει, ἐγὼ εἶμαι σὲ καλὴ θέση καὶ ἐκεῖνοι ἀγωνιοῦν», ὁπότε φιλοτιμεῖται καὶ μᾶς βοηθάει πιὸ πολύ, πρεσβεύοντας στὸν Θεὸ γιὰ μᾶς. Ἀλλὰ ποῦ νὰ ξέρεις σὲ τί κατάσταση βρίσκεται ὁ ἄλλος; Φυσιολογικὰ κάνεις εὐχὴ πρῶτα γι' αὐτοὺς ποὺ γνωρίζεις ὅτι μὲ τὴν ζωὴ τοὺς λύπησαν τὸν Θεὸ καὶ εὔχεσαι καὶ γιὰ ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις καὶ ὕστερα εὔχεσαι καὶ γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους.

Ἡ μέλλουσα Κρίση

- Γέροντα, πῶς ἐξαγνίζεται ἡ ψυχή;

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργασθεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, κάνει δουλειὰ στὸν ἑαυτό του καὶ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, τότε ὁ νοῦς φωτίζεται, φθάνει σὲ ὕψος θεωρίας, καὶ ἡ ψυχὴ λαμπρύνεται καὶ γίνεται ὅπως ἦταν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Σὲ τέτοια κατάσταση θὰ βρίσκεται μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ δεῖ τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση, ἂν καθαρισθεῖ τελείως ἀπὸ τὰ πάθη. Τὸ σῶμα του τότε θὰ εἶναι ἀγγελικό, ἄυλο, καὶ δὲν θὰ νοιάζεται γιὰ τροφὴ ὑλική.
- Γέροντα, πῶς θὰ γίνη ἡ μέλλουσα Κρίση;
Στὴν μέλλουσα Κρίση θὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ κατάσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ μόνος του καθένας θὰ τραβήξει γιὰ 'κει ποὺ εἶναι. Καθένας θὰ βλέπει σὰν σὲ τηλεόραση τὰ δικά του χάλια καὶ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἄλλου. Θὰ καθρεφτίζει τὸν ἑαυτό του στὸν ἄλλον καὶ θὰ σκύβει τὸ κεφάλι καὶ θὰ πηγαίνει στὴν θέση του. Δὲν θὰ μπορεῖ λ.χ. νὰ πεῖ μιὰ νύφη ποὺ καθόταν μπροστὰ στὴν πεθερὰ τῆς σταυροπόδι καὶ ἡ πεθερά της μὲ σπασμένο πόδι φρόντιζε τὸ ἐγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις τὴν πεθερά μου στὸν Παράδεισο κι ἐμένα δὲν μὲ βάζεις;», ἐπειδὴ θὰ ἔρχεται μπροστά της ἐκείνη ἡ σκηνή. Θὰ θυμᾶται τὴν πεθερά της ποὺ στεκόταν ὄρθια μὲ σπασμένο πόδι καὶ φρόντιζε τὸ ἐγγονάκι της καὶ δὲν θὰ ἔχει μοῦτρα νὰ πάει στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ χωράει στὸν Παράδεισο. Ἢ οἱ μοναχοὶ θὰ βλέπουν τί δυσκολίες, τί δοκιμασίες εἶχαν οἱ κοσμικοὶ καὶ πὼς τὶς ἀντιμετώπισαν καί, ἂν δὲν ἔχουν ζήσει σωστά, θὰ σκύψουν τὸ κεφάλι καὶ θὰ τραβήξουν μόνοι τους γιὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ εἶναι.

Θὰ δοῦν ἐκεῖ οἱ μοναχές, ποὺ δὲν εὐαρέστησαν στὸν Θεό, ἡρωίδες μάνες, ποὺ οὔτε ὑποσχέσεις ἔδωσαν, οὔτε τὶς εὐλογίες καὶ τὶς εὐκαιρίες τὶς δικές τους εἶχαν, πὼς ἀγωνίσθηκαν καὶ σὲ τί κατάσταση πνευματικὴ ἔφθασαν, καὶ ἐκεῖνες, καλόγριες, μὲ τί μικροπρέπειες ἀσχολοῦνταν καὶ βασανίζονταν, καὶ θὰ ντρέπονται! Ἔτσι μου λέει ὁ λογισμὸς ὅτι θὰ γίνη ἡ Κρίση. Δὲν θὰ πεῖ δηλαδὴ ὁ Χριστός: «ἔλα ἐδῶ ἐσύ, τί ἔκανες;» ἡ «ἐσὺ θὰ πᾶς στὴν κόλαση, ἐσὺ στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ ὁ καθένας θὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἄλλον καὶ θὰ τραβήξει γιὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ εἶναι.

Ἡ μέλλουσα ζωὴ

- Γέροντα, ἔφερα γλυκὰ νὰ κεράσετε.

Δὲς πὼς χαίρονται! Στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ λέμε: «Μὲ τί χαζὰ χαιρόμασταν! Τί μᾶς συγκινοῦσαν τότε!». Ἐνῶ τώρα σκιρτάει ἡ καρδιὰ γι' αὐτά.

- Γέροντα, πῶς θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ἀπὸ τώρα;
Ἅμα τὸ καταλάβετε αὐτὸ ἀπὸ τώρα, δὲν θὰ τὸ πεῖτε μεθαύριο στὴν ἄλλη ζωή. Πάντως, ὅσοι βρίσκονται ἐκεῖ ἐπάνω, καλὰ περνοῦν. Ξέρεις τί ἐργόχειρο κάνουν ἐκεῖ στὸν Οὐρανό; Συνέχεια δοξολογοῦν τὸν Θεό.

- Γέροντα, γιατί τὸ σῶμα Τοῦ νεκροῦ λέγεται «λείψανο»;

Γιατί εἶναι ὅ,τι μένει ἐδῶ στὴν γῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὸν θάνατο. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή, φεύγει στὸν Οὐρανό. Στὴν μέλλουσα Κρίση θὰ ἀναστήσει ὁ Θεὸς καὶ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κριθεῖ μὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, γιατί μὲ αὐτὸ ἔζησε καὶ ἁμάρτησε. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὅλοι θὰ ἔχουν τὸ ἴδιο σῶμα - πνευματικὸ σῶμα-, τὸ ἴδιο ἀνάστημα, καὶ οἱ κοντοὶ καὶ οἱ ψηλοί, τὴν ἴδια ἡλικία, καὶ οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι καὶ τὰ μωρά, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἴδια. Θὰ ὑπάρχει δηλαδὴ μιὰ ἀγγελικὴ ἡλικία.
- Γέροντα, στὴν ἄλλη ζωὴ ὅσοι θὰ εἶναι στὴν Κόλα­ση θὰ βλέπουν αὐτοὺς ποῦ θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο;

Κοίταξε, ὅπως αὐτοὶ ποὺ εἶναι τὴν νύχτα ἔξω στὸ σκοτάδι βλέπουν ὅσους εἶναι μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο φωτισμένο, ἔτσι καὶ ὅσοι θὰ βρίσκονται στὴν κόλα­ση θὰ βλέπουν ὅσους θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι μεγαλύτερη κόλαση. Ὅπως πάλι ὅσοι τὴν νύχτα εἶναι στὸ φῶς, δὲν βλέπουν αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἔξω στὸ σκοτάδι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ βρίσκονται στὸν Παράδεισο δὲν θὰ βλέπουν αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν ἔβλεπαν τοὺς κολασμένους, θὰ πονοῦσαν, θὰ θλίβονταν γιὰ τὴν ταλαιπωρία τους, καὶ δὲν θὰ ἀπολάμβαναν τὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἐκεῖ «οὐκ ἐστὶ πόνος...». Καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ τοὺς βλέπουν, ἀλλὰ οὔτε θὰ θυμοῦνται ἂν εἶχαν ἀδελφὸ ἢ πατέρα ἢ μητέρα, ἂν δὲν εἶναι καὶ ἐκεῖνοι στὸν Παράδεισο. «Ἐν ἐκείνη τὴ ἡμέρα ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ» λέει ὁ Ψαλμωδός. Γιατί, ἅμα τοὺς θυμοῦνται, πῶς θὰ εἶναι Παράδεισος; Αὐτὸς μάλιστα ποὺ θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο, θὰ νομίζουν ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, οὔτε θὰ θυμοῦνται τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶχαν κάνει. Γιατί, ἂν θυμοῦνται τὶς ἁμαρτίες τους, δὲν θὰ ἀντέχουν ἀπὸ φιλότιμο στὴν σκέψη ὅτι λύπησαν τὸν Θεό.

Ἡ ποσότητα πάλι τῆς χαρᾶς τοῦ καθενὸς στὸν Παράδεισο θὰ εἶναι διαφορετική. Ἄλλος θὰ ἔχει μιὰ δαχτυλήθρα χαρά, ἄλλος ἕνα ποτήρι, ἄλλος μιὰ ὁλόκληρη δεξαμενή. Ὅλοι ὅμως θὰ αἰσθάνονται πλήρεις καὶ κανένας δὲν θὰ ξέρει τὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγαλλιάσεως, τοῦ ἄλλου. Τὰ κανόνισε ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, γιατί, ἂν γνώριζε ὁ ἕνας ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει περισσότερη χαρά, δὲν θὰ ἦταν τότε Παράδεισος, ἐπειδὴ θὰ ὑπῆρχε τὸ «γιατί ἐκεῖνος νὰ ἔχει περισσότερη χαρὰ καὶ ἐγὼ λιγότερη;». Δηλαδὴ καθένας θὰ βλέπει στὸν Παράδεισο τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του. Ἡ ὁρατότητα ὅμως δὲν θὰ καθορισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἄλλα θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν δική του καθαρότητα.

- Γέροντα, μερικοὶ δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κόλαση καὶ Παράδεισος.
Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κόλαση καὶ Παράδεισος; Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ νεκροὶ νὰ μείνουν στὴν ἀνυπαρξία, ἀφοῦ εἶναι ψυχές; Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατὰ χάριν ἀθάνατος. Ἑπομένως ἀθάνατος θὰ εἶναι καὶ στὴν κόλαση. Ὕστερα τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση τὰ ζεῖ ἡ ψυχή μας σὲ ἕναν βαθμὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται. Ὅταν κάποιος ἔχει τύψεις συνειδήσεως καὶ νιώθει φόβο, ταραχή, ἄγχος, ἀπελπισία, ἡ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ μίσος, ἀπὸ φθόνο κ.λπ., τότε ζεῖ τὴν κόλαση. Ἐνῶ, ὅταν μέσα του ὑπάρχη ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζεῖ τὸν Παρα­δεισο. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ ψυχή, γιατί αὐτὴ εἶναι ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὸν πόνο. Νά, πήγαινε σὲ ἕναν πεθαμένο καὶ πὲς τοῦ τὰ πιὸ εὐχάριστα πράγματα, λ.χ. «ἦρθε ὁ ἀδελφός σου ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ» κ.λπ., δὲν θὰ καταλάβει τίποτε. Ἂν τοῦ σπάσεις τὰ χέρια, τὰ πόδια, πάλι δὲν θὰ καταλάβει. Ἑπομένως ἡ ψυχὴ εἶναι ποὺ αἰσθάνεται. Αὐτὰ ὅλα δὲν τοὺς προβληματίζουν; Ή, ἃς ὑποθέσουμε, βλέπεις ἕνα ὡραῖο, ἕνα εὐχάριστο ὄνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκὰ ἡ καρδιά σου καί, δὲν θέλεις νὰ τελείωσει. Ξυπνᾶς καὶ στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ἢ βλέπεις ἕνα ἄσχημο ὄνειρο, ὅτι ἔπεσες λ.χ. καὶ ἔσπασες τὰ πόδια σου, καὶ ὑποφέρεις, κλαῖς. Ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου ξυπνᾶς μὲ δάκρυα στὰ μάτια, βλέπεις ὅτι δὲν ἔπαθες τίποτε καὶ λές: «Εὐτυχῶς ὄνειρο ἦταν!». Δηλαδὴ συμμετέχει ἡ ψυχή. Ἀπὸ ἕνα ἄσχημο ὄνειρο ὑποφέρει κανεὶς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι στὴν πραγματικότητα, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος ὑποφέρει πιὸ πολὺ τὴν νύχτα ἀπ' ὅ,τι τὴν ἡμέρα. Ἔτσι καὶ ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, ἂν πάει στὴν κόλαση, θὰ εἶναι πιὸ ὀδυνηρό. Σκεφθῆτε νὰ ζεῖ κανεὶς ἕνα αἰώνιο ἐφιαλτικὸ ὄνειρο καὶ νὰ βασανίζεται αἰώνια! 'Ἐδῶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις γιὰ λίγα λεπτὰ ἕνα ἄσχημο ὄνειρο, ἄντε τώρα αἰώνια -Θεὸς φυλάξοι- νὰ εἶσαι μέσα στὴν θλίψη. Γι' αὐτὸ καλύτερα νὰ μὴν πᾶμε στὴν κόλαση. 'Ἐσεῖς τί λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε ἀγώνα νὰ μὴν πᾶμε στὴν κόλαση λέτε, ἐκεῖ νὰ καταλήξουμε;

Ἂν δὲν ἔχουμε μυαλό, ἐκεῖ θὰ πᾶμε. Ἐγὼ εὔχομαι ἢ ὅλοι στὸν Παράδεισο ἢ κανένας στὴν κόλαση... Καλὰ δὲν λέω; Εἶναι πολὺ βαρύ, μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶμε στὴν κόλαση καὶ νὰ Τὸν λυπήσουμε. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει, ὄχι μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ οὔτε πουλὶ νὰ μὴν πάει στὴν κόλαση. Ὁ Καλὸς Θεὸς ἃς μᾶς δώσει καλὴ μετάνοια, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση καί, νὰ ἀποκατασταθοῦμε στὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.

Πηγή: τοῦ Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λόγοι Δ' - Οἰκογενειακὴ ζωὴ», Τὸ κανδυλάκι