Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς σὲ κάποιον τόπο γιὰ νὰ
γευματίσει. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν κι ἕνας ἀδελφὸς ποὺ εἶχε κακὴ φήμη. Συνέβη μάλιστα
νὰ πάει καὶ νὰ μπεῖ στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἡ γυναίκα γιὰ τὴν ὁποία τὸν κακολογοῦσαν.
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς μόλις τὸ ἔμαθαν, ξεσηκώθηκαν καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ
διώξουν τὸν μοναχὸ ἀπὸ τὸ κελί. Ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ἀμμωνᾶς
βρισκόταν στὴν περιοχή τους, πῆγαν καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ πάει μαζί τους. Σὰν τὰ
ἔμαθε αὐτὰ ὁ ἀδελφός, πῆρε τὴ γυναίκα καὶ τὴν ἔκρυψε μέσα σ’ ἕνα μεγάλο πιθάρι.
Κατέφθασε τὸ πλῆθος καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ἀντιλήφθηκε τί συνέβη ἀλλὰ χάριν τοῦ
Θεοῦ σκέπασε τὸ γεγονός. Μπῆκε λοιπὸν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ, κάθισε πάνω στὸ
πιθάρι καὶ διέταξε νὰ ἐρευνήσουν τὸ κελί. Ὅταν ὅμως ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τὴ
γυναίκα, τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς: «Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει».
Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἀπομάκρυνε τὸν κόσμο. Ἐπίασε τότε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν ἀδελφὸ
καὶ τοῦ εἶπε: «Πρόσεχε τὴν ψυχή σου, ἀδελφέ». Καὶ μὲ τὸν λόγο αὐτὸν ἔφυγε.
Κάποιος ἀδελφός της Σκήτης ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία
κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωϋσῆ ἀλλ’ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει. Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ
πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατί σὲ περιμένουν ὅλοι». Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε
κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε μὲ ἄμμο. Οἱ Πατέρες ποῦ βγῆκαν
νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;» «Οἱ ἁμαρτίες μου, ἀπαντᾶ
ὁ Γέροντας, ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω καὶ ἦλθα ἐγὼ
σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».
Ὅταν τὰ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον
τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.
***
Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα
τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;» Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ὅποια ὥρα
σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας. Κι ὅποια
ὥρα θὰ φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ το σφάλμα, θὰ φανερώσει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».