Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Μόνο ὁ Χριστός εἶναι γιατρός τῆς ψυχῆς καί ὄχι οἱ ψυχολόγοι


Μοναχή Πορφυρία

Κάποτε, ὅσοι σπούδαζαν ψυχολόγοι, μαστίζονταν ἀπό ἀνεργία. Σήμερα εἶναι ὅλοι πλούσιοι. Οἱ δουλειές πηγαίνουν ἀπ’ τό καλό στό καλύτερο. Δέν προλαβαίνουν οὔτε γιά φαγητό νά πᾶνε! Τόσο πολλή δουλειά ἔχουν. Ὄχι μόνο στήν Ἀθήνα, μά καί στήν ἐπαρχία. Ψυχολόγοι καί ψυχίατροι στό φούλ ἀπό δουλειά. Ἔτσι μου ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι μέσα στό ταξί. Ὁ κόσμος, μοῦ λένε, ἔχει πολλά προβλήματα, πολύ ἄγχος καί πολλή ἀνασφάλεια.
- Καί σάν σωτῆρες πού εἶστε ἐσεῖς, λέω κι ἐγώ μέ τή σειρά μου, τούς λύνετε τά προβλήματα. Ἔτσι δέν εἶναι;
Ἕνα πρωινό, ἀπό τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ἐπιβιβάζω μιά ψυχολόγο. Ἡ ψυχολόγος αὐτή ἐργάζεται στήν ἐπαρχία.
Διάλογος μέ τήν ψυχολόγο:
- Ἐκεῖ ποῦ εἶστε, δέν θά ἔχετε πολλή δουλειά, ἐ;
- Ἄν ἔχω; Δέν προλαβαίνω νά πάρω ἀνάσα!
- Δέν εἶναι δυνατόν! Ἄν στήν ἐπαρχία δέν προλαβαίνετε νά πάρετε ἀνάσα, τότε ἐδῶ στήν Ἀθήνα οἱ ψυχίατροι καί οἱ ψυχολόγοι δέν θά ἔχουν χρόνο οὔτε νά κοιμηθοῦν. Γελάει.
- Ε, ναί! Κάπως ἔτσι ἔχουν τά πράγματα.
- Δηλαδή, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουμε ψυχολογικά προβλήματα;
- Ναί, οἱ περισσότεροι ἔχουμε πολλά προβλήματα. Μέ ἀποτέλεσμα νά παρουσιάζουμε ἄγχος, νεῦρα, μελαγχολίες, ἀνασφάλεια γιά τό αὔριο.
- Καί ἐσεῖς σάν παντογνῶστες τούς τά λύνετε;
- Πιστεύω πώς ναί.
- Ά, μάλιστα! Εἶπα κι ἐγώ- τί ἔγινε κι ὁ κόσμος λογικεύτηκε καί ἠρέμησε! Νά ἡ ἐξήγηση. Τούς κάνατε ὅλους καλά! Συγχαρητήρια, εἶστε ὅλοι οἱ ψυχολόγοι ἀξιόλογοι, εἶστε ὅλοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
- Γιατί; Μόνο οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ κάνουν θαύματα; Κι ἐμεῖς μποροῦμε νά κάνουμε!
Δέν ξέρω ἄν ἡ κυρία κατάλαβε τήν εἰρωνεία μου. Ἐγώ συνεχίζω:
- Γλυκιά μου, θαύματα ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά κάνουμε, θαύματα κάνουν οἱ ἄνθρωποι, πού ἔχουν πιστέψει μέ ὅλη τήν καρδιά τους στόν Θεό καί ἔχουν ἀφεθεῖ σ’ Ἐκεῖνον, τόν ἕνα καί μοναδικό γιατρό τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Τόν Τριαδικό Θεό μας. Γιατί, καλή μου, μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπό τό ἄγχος, ἀπό τήν ἀνασφάλεια τοῦ αὔριο, ἀπό τή μοναξιά τῆς ψυχῆς μας. Γιατί μόνο Ἐκεῖνος γνωρίζει τήν ψυχή μας, κανένας ἄλλος. Ὅσα βιβλία κι ἄν διαβάσετε, τήν ψυχή μας δέν μπορεῖτε νά τή γνωρίσετε! Μόνο ὁ Θεός τή γνωρίζει, γι’ αὐτό καί μόνο ἐκεῖνος μπορεῖ νά τή γιατρέψει.
- Ἐγώ δέν πιστεύω στόν Θεό. Ἐγώ πιστεύω στήν ἐπιστήμη!
Αὐτά τά λόγια τά εἶπε μέ τέτοιο τρόπο, σάν νά μήν δεχόταν ἀντίρρηση. Τήν κοίταξα ἀπό τόν καθρέφτη. Τά μάτια τῆς ἦταν θλιμμένα. Κάποιο πρόβλημα φαινόταν πώς τή βασάνιζε καί πολύ μάλιστα. Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, τή λυπήθηκα. Ἤθελα πολύ νά τή βοηθήσω, ὅμως μου ἔβγαλε πολύ ἐγωισμό καί κακία μαζί, πού μέ πάγωσε! Ἔβαλα μπρός το κομπιοῦτερ τοῦ μυαλοῦ μου νά σκεφθεῖ πῶς θά μποροῦσα νά τή βοηθήσω καί νά τῆς ἀποδείξω τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά τήν ἐκνευρίσω. Πολύ δύσκολη περίπτωση! Ἐδῶ ζήτησα τή βοήθεια τοῦ γλυκοῦ μου Ἰησοῦ καί τοῦ Γέροντα Πορφυρίου.
Νά λοιπόν τί σοφίστηκα. Τῆς εἶπα:
- Γλυκιά μου, ἄν ἐρχόταν ἕνας ἄνθρωπος καί σοῦ ἔλεγε: Εἶμαι ἑτοιμοθάνατος καί θέλω ἀπό ἐσένα μιά χάρη, θά τοῦ τήν ἔκανες;
- Θά τοῦ τήν ἔκανα.
- Σ’ εὐχαριστῶ πολύ, χαρά μου! Ἔχεις μεγάλη καρδιά!
Ὡστόσο ἔχουμε φτάσει ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησία. Σταμάτησα δεξιά καί γύρισα πίσω πρός τήν κοπέλα. Τῆς λέω μέ πολύ θλιμμένο ὕφος:
- Καλή μου, εἶμαι πολύ ἄρρωστη, αὐτό εἶναι τό τελευταῖο μου καλοκαίρι. Θά σέ παρακαλοῦσα πάρα πολύ νά ἔκανες κάτι γιά μένα.
- Πέστε μου, τί θέλετε νά κάνω καί, ἄν μπορῶ, θά τό κάνω.
- Καρδούλα μου! Ἐπειδή ἐγώ πιστεύω στόν Θεό, θά ἤθελα νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά παρακαλέσετε τήν Παναγία νά μέ κάνει καλά. Σᾶς παρακαλῶ, μή μοῦ τό ἀρνηθεῖτε! Σᾶς παρακαλῶ!
Τήν κοιτοῦσα μεσ’ στά μάτια καί ἤμουν τόσο πειστική, πού ἡ κοπέλα λύγισε.
- Ἐντάξει! Πᾶμε.
Ἡ χαρά μου ἦταν ἀπερίγραπτη, πού μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν κατάφερα καί μπήκαμε στήν Ἐκκλησία. Ἡ κοπέλα στάθηκε στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μπροστά στό ἱερό. Ἐγώ στάθηκα πιό μακριά. Ξαφνικά ἀκούω δυνατό το κλάμα της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν ἐπί δεκαπέντε λεπτά. Τό κλάμα τής μου σπάραξε τήν καρδιά καί ἔκλαιγα κι ἐγώ μαζί της. Φαίνεται πώς ἡ Παναγία ἄκουσε τήν προσευχή της. Καί γιατί τό λέω αὐτό; Ὅταν ἦρθε κοντά μου, μοῦ λέει μέ κατεβασμένο τό κεφάλι:
- Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ!
Ὅταν μπήκαμε στό ταξί, μοῦ εἶπε καί κάτι ἄλλο:
- Γιατί μου εἴπατε ὅτι εἶστε ἄρρωστη;
Ἐδῶ κατάπια τή γλώσσα μου.
- Πῶς καταλάβατε ὅτι δέν εἶμαι;
- Τό κατάλαβα, γιατί ὅση ὥρα μιλοῦσα στήν Παναγία, τῆς ἔλεγα μόνο δικά μου προβλήματα. Δέν μοῦ βγῆκε νά πῶ τίποτε γιά σᾶς.
- Συγχωρέστε μέ! Τό ἔκανα γιά τό καλό σας!
- Σᾶς συγχωρῶ, γιατί ὄντως μου κάνατε καλό. Ἔχετε ἀπόλυτο δίκιο! Μόνο ὁ Θεός εἶναι ὁ γιατρός τῆς ψυχῆς. Τώρα τό κατάλαβα!

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «Ταξιδεύοντας στά τείχη τῆς πόλης», τῆς μοναχῆς Πορφυρίας, Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, Παναγία Ἀλεξιώτισσα