Ήταν Κυριακή και παρακολουθούσα τη θεία Λειτουργία κάπου προς το τέλος του ναού. Μπήκε μια νέα κυρία, με ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι στην αγκαλιά. Πίσω ο πατέρας, κρατώντας από το χέρι το μικρό αγοράκι τους. Πήρε από το παγκάρι κεριά και τα μοίρασε στον καθένα. Πάλευε το νήπιο να ανάψει με το χεράκι του το κερί. Διακριτικά το βοηθούσε η μητέρα του. Δική του η προσφορά, και το κατόρθωμα. Έπειτα ασπάστηκαν όλοι τους τις εικόνες στα προσκυνητάρια. Ήταν αρκετές. Ακουμπούσαν τα χειλάκια του νηπίου, σταυροκοπιόταν και ασπάζονταν η μητέρα.
—Μαμά, φώναξε η μικρούλα: «Τσι άλλος, τσι άλλος Άγιος!» και την τραβούσε να πάνε κοντά… Από πίσω τους ο γιός με τον πατέρα. Στριφογύριζε στην αγκαλιά η μικρή, για να το πει και στο αδερφάκι της. Σήκωσε το χεράκι κι έδειχνε: «Τσι άλλος, τσι άλλος Άγιος!». Κάθισαν, μα τα μικρά αθώα πλάσματα μετρούσαν στα εικονοστάσια, στους τοίχους, στα τόξα, στο τέμπλο, τις εικόνες. Το νήπιο επαναλάμβανε: «τσι άλλος, τσι άλλος Άγιος»! Ἔμοιαζαν ευτυχισμένα, γιατί βρίσκονταν στο σπίτι του Θεού με τούς πολλούς Αγίους! Άθελά μας, όσοι βρεθήκαμε κοντά, γυρίζαμε τα μάτια να δούμε: Οι Άγιοι στις εικονογραφίες ήταν γυρισμένοι προς το μέρος μας. Κρατούσαν το σταυρό ή δέονταν. Άπλωναν τα αγιασμένα χέρια τους, για να πάρουν τη δέησή μας κι ενισχυμένη από τη μεσιτεία τους, να τη μεταφέρουν στον κοινό Πατέρα. Τα παιδάκια ψιθύριζαν τα ίδια λόγια κι εμείς ενδόμυχα δεόμαστε: «Άγιοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών». Πλήθος παλαιών και νεότερων Αγίων κοντά μας.
Τα ψελλίσματα των μικρών, αθέλητα κι αταίριαστα για την ώρα, παρέσυραν τη σκέψη σε ευσεβείς στοχασμούς: Λοιπόν, η πνευματική δύναμη των Αγίων δαμάζει το χρόνο. Η λάμψη τους μένει αμείωτη. Η υπερχρονική και οικουμενική παρουσία τους είναι ζωντανή στη λατρευτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας μας. Μάρτυρες, ησυχαστές, Ασκητές, «ξίφει ή πυρί ή θαλάσση τελειωθέντες». Στρατηγοί, παρθένες, σφριγηλοί νέοι, μητέρες, αθώα νήπια, ιατροί και οι «συν αυτοίς» ανώνυμοι Άγιοι.
Τα παιδάκια ψιθύριζαν κατά διαστήματα «τσι άλλος, τσι άλλος Άγιος…». «Νέφος Αγίων». Ο ναός βέβαια, σκεφτόμουν, δεν είναι ένα μουσείο τέχνης, αλλά εργαστήριο Αγιότητος. Προβάλλει με τις εικόνες και τα συναξάρια τούς Αγίους για να τούς μιμηθούμε. Συνειδητά ίσως προσπαθούμε «το ἐκείνων αγαθόν οικειον ποιείσθαι, διά μιμήσεως» (Μ. Βασίλειος). Στο χώρο της Εκκλησίας, αντικρίζοντας τούς Αγίους, «αγωνιζόμαστε να ουρανώσουμε τον εαυτό μας». Οι Άγιοι, πού ασκούν μια μυστική έλξη στα αθώα παιδιά και στους προβληματισμένους ή αμαρτωλούς μεγαλύτερους ανθρώπους, δεν είναι υπερφυσικά όντα. Είναι όπως όλοι οι σύγχρονοί τους, όπως εμείς. Δεν ήταν απόκοσμοι. Φίλοι του Θεού ήταν. Ήταν από χώμα τα μάτια τους, αλλά κοίταζαν τον Ουρανό. Δεν ήταν ριζωμένοι στη γη. Εμείς καταφεύγουμε σε αυτούς, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αγίους, χωρίς μεσίτες στο Θεό!
Και μετά την απόλυση της θείας Λειτουργίας, ξαναθυμόμουν τις φωνούλες των νηπίων και παρακαλούσα με ξένα λόγια: «Δός μας κι άλλους, κι άλλους Αγίους, Κύριε όχι μόνο στους τοίχους και στους τρούλους των ναών, όχι μόνο στα τέμπλα και στα προσκυνητάρια, όχι μόνο στα εικονίσματα και στα συναξάρια… στη ζωή μας σήμερα…» δός μας Αγίους!
Φαίνεται πώς δεν λείπουν και στην εποχή μας, κι ας μένουν αφανείς. Αποσύρονται διακριτικά οι ίδιοι, για να δείχνουν το δρόμο του Θεού. Υπάρχουν κι άλλοι, κι άλλοι Άγιοι, κι είναι, είπαν, πιθανόν περισσότεροι οι άγνωστοι. Κάποιοι ἴσως περπατούν και στην «Ομόνοια» ακόμα της Αθήνας. Αυτοί ας περιφρουρούν τις ψυχές και τον τόπο μας!
Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2010.
Πηγή: http://www.orp.gr