Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Αγία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα [6 Μαΐου]

agia sofia ths kleisoyras 01
 
Βίος Αγίας Σοφίας νέας ασκήτριας της Κλεισούρας

Στο Ιερό Μοναστήρι της Παναγίας της Κλεισούρας, σ’ αυτό το σεμνείο του Πνεύματος, έζησε και πολιτεύθηκε εν Κυρίω η Γερόντισσα Σοφία.
Η Σοφία Χοτοκουρίδου, η νέα ασκήτρια της Κλεισούρας, με την επιδεικνυόμενη απ’ αυτήν σαλότητα και την κατά Χριστόν μωρία.
Αυτό το υψηλό ανάστημα της πνευματικής τελειώσεως και αγιότητος, η ασκήτρια της Κλεισούρας Σοφία, προβάλλει μπροστά μας, για να μας δείξει τον πολικό αστέρα της σωτηρίας μέσα από την ακραιφνή και θεοειδή διαγωγή και πολιτεία Της και τη διπλή αγάπη Της, προς τον Θεό και προς τον έγγιστα αδελφό.
Η Γερόντισσα Σοφία ταπείνωσε τον εαυτό Της με τη νυχθήμερη άσκηση και τη σκληραγωγία, για να υψωθεί στα μάτια του ουρανίου Νυμφίου Της και να λάβει απ’ Αυτόν το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14). Δόξασε τον Θεό με την αγιαστική Της πορεία και αντιδοξάσθηκε απ’ Αυτόν με τη χάρη, που έλαβε, να πρεσβεύει για όλους τους σύγχρονους αγωνιστές, τους μαχητές της ευσεβείας και της πατρώας παραδόσεως.

Όπως οι παλαιοί κατά Χριστόν σαλοί, έτσι η Σοφία με τη συμπεριφορά Της ενέπαιζε τις ανέσεις και την τρυφηλότητα του κόσμου, χωρίς να την ενδιαφέρει, αν και η ίδια εμπαίζονταν από τον κόσμο. Ζούσε κοντά στους απλούς και αμαρτωλούς συνανθρώπους, τους οποίους υπερμέτρως αγαπούσε › αν και ασκήτρια σε απόμερο Μοναστήρι› για να καλύψει με την προσευχή Της την αμαρτία και να ελκύσει τους αμαρτωλούς προς τη Χάρη του Θεού. Ακολουθούσε κατά γράμμα τα λόγια των Πατέρων, που μας προτρέπουν να μισούμε την αμαρτία, αλλά να αγαπούμε τους αμαρτωλούς. Ο ιδιόμορφος τρόπος της ασκήσεώς Της αποτελεί μοναδική περίπτωση αγάπης Θεού και απαιτεί ισχυρό χαρακτήρα, ανδρικό φρόνημα, που δεν ταιριάζει στη γυναικεία φύση, αλλά και χρειάζεται έντονη την παρουσία του Παρακλήτου Πνεύματος, που πάντοτε αναπληροί τα ελλείποντα.

Η Γερόντισσα Σοφία, θυγατέρα του Αμανατίου και της Μαρίας Σαουλίδη γεννήθηκε το έτος 1883. Επίγειος πατρίδα Της, η αγιοτόκος και αιματοβαμμένη περιοχή του Πόντου, και μάλιστα, το χωρίον Σαρή› παπά, Κιουρτουνίου Χαλδίας, του Βιλαετίου Τραπεζούντος. Το 1907 και σε ηλικία 24 ετών νυμφεύεται μετά του Ιορδάνου Χοτοκουρίδη από το Τογρούλ (Άρδασα) Τραπεζούντος Πόντου, μετά του οποίου απέκτησε κατά το 1910 τέκνο, το οποίο πέθανε το 1912. Αλλά ο σύζυγός Της χάθηκε στα φοβερά και τρομερά στρατόπεδα εργασίας μέσα στα βάθη του Πόντου. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν την Σοφία σε βαθειά μετάνοια και σε ασκητική διά βίου αφιέρωση.
Από τον Πόντο, λοιπόν, την πατρίδα Της, η Σοφία άρχισε την ασκητική Της πολιτεία. Μακριά από τους συγγενείς, μόνη στο βουνό. Σ’ ένα παλαιότερο διωγμό των Ποντίων, από τους Τούρκους› Τσέτες, της παρουσιάζεται καβαλάρης ο Άγιος Γεώργιος και, αφού της φανέρωσε τον επερχόμενο κίνδυνο, της παραγγέλλει να ειδοποιήσει τους χωριανούς για να κρυφτούν. Έτσι και έγινε, και σώθηκε τότε το χωριό.
Από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, έως και το 1923, έτος κατά το οποίον αφίχθηκε στην Αναρράχη Πτολεμαίδος μαζί με τους πρόσφυγες συγγενείς Της, η Σοφία δοκιμάζεται «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» διά πολλών πειρασμών, όπως η εξαφάνιση του συζύγου Της, ο θάνατος του πατέρα Της, διωγμοί, στερήσεις, κακουχίαι. Εκπληρώνεται στο πρόσωπό Της ο αποστολικός λόγος «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11, 38› 39).

Σχετικά με το ταξίδι της προσφυγιάς, το 1919, προς την πατρίδα Ελλάδα, αναφέρεται η εξής ιστορία:
«Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή· το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε: Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία, που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σ’ όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν.
› Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία.
Θα χαθή ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλά αμαρτωλοί.

› Παναγία μου, εγώ να χαθώ, γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, να σωθεί ο κόσμος.
Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος.
Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκε λέγοντάς την:
› Να ’ρθεις στο σπίτι μου.
Τότε η Σοφία την ρώτησε:
› Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου;
› Είμαι στην Κλεισούρα ήταν η απάντηση!!!»

Το 1925 φθάνει, λοιπόν, στην Ιερά Μονή Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, στην οποίαν διαμένει δύο έτη και στη συνέχεια με υπόδειξη της Θεοτόκου οδηγείται στην Ιερά Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου Κλεισούρας στην οποία και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1927.
Στην Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου διακονεί από καρδίας και με πολλή ταπείνωση και απλότητα, γι' αυτό απολαμβάνει την προστασία της Θεοτόκου και την συνεχή επίσκεψη Αγίων. Εδώ ακριβώς έγινε η Οσία Σοφία δέκτης πολλών θαυμαστών γεγονότων, που επιβεβαιώνουν τον λόγον του νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Αγίου Ιωάννου, του συγγραφέως της Κλίμακος: «όπου γαρ ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπέρ φύσιν λοιπόν και τα πράγματα γίνονται».

Τα πρώτα χρόνια της ζωής της στο Μοναστήρι, Ηγούμενος ήταν ο Ιερομόναχος π. Γρηγόριος Μαγδάλης, παλαιός αγιορείτης, άνθρωπος μεγάλης αρετής. Κοντά του η Σοφία μυήθηκε στην πνευματική ζωή και πάντα μνημόνευε το όνομά του με ιδιαίτερο σεβασμό.
Στα πρώτα ασκητικά Της βήματα στο Μοναστήρι της Κλεισούρας έδειξε χαρακτήρα αδαμάντινο, συμπεριφέρθηκε σαν αμόνι, που δέχεται τα αλύπητα κτυπήματα του χαλκέως αφεντικού του, που σκοπεύει στην κατασκευή εύχρηστων αντικειμένων. Η εμπιστοσύνη Της στο πρόσωπο της Παναγίας μας ήταν ίδια με την εμπιστοσύνη των βρεφών στα πρόσωπα των γονιών τους. Την κοιτούσε διαρκώς στα μάτια της εικόνας Της, στο υπέρθυρο της μεσημβρινής πόρτας του Ναού Της. Αλλά και από το ημιυπαίθριο στέκι Της, το μισοσβησμένο τζάκι, στις πέτρες του οποίου ανέπαυε, τις κρύες κατά κανόνα νύχτες των υψωμάτων της Κλεισούρας, όπου η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από τους 15 βαθμούς Κελσίου κάτω του μηδενός, κουλουριασμένη σαν φίδι, τη σάρκα Της. Και η Κυρία της Κλεισούρας, η Παναγία, που την θέρμαινε και την συντρόφευε δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αλλά και ως χειρούργος ιατρός σε δύσκολες στιγμές την έσωσε θαυματουργικά, έτσι που ο ανθρώπινος νους να μην μπορεί να συλλάβει το θαύμα.
Η τροφή Της πάντα ήταν λιτή. Βρισκόταν συνέχεια σε νηστεία. Κόκκινες πιπεριές ή κανένα πράσο, ψημένα στην χόβολη του τζακιού, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, μουχλιασμένη και σε μέρες αρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι.
Μαγείρευμα για τον εαυτό Της η ίδια δεν μαγείρευε. Μόνον, όταν περίμεναν κόσμο, έβαζε τις γυναίκες να βράσουν φασόλια ή κριθαράκι, άλλοτε λαδερό και άλλοτε δίχως λάδι, και το φαγητό, όσο και αν έβαζαν στην κατσαρόλα, έβγαινε τόσες μερίδες, όσες ακριβώς χρειαζόταν. Σε όλους τους περαστικούς και στους προσκυνητές έψηνε καφέ. Το μπρίκι όμως, ποτέ δεν το έπλενε κι ήταν σχεδόν κλειστό από τα κατακάθια. Δεν άφηνε σε κανέναν να το πλύνει. Αλλά ούτε και σιχαινόταν κανένας, όσο βρώμικη κι αν φαινόταν.
Τα αγριοχόρταρα, τα μανιτάρια και τα μούσκλια, που μάζευε από τα δέντρα, τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό Της, ό,τι είχε. Άλλες φορές άνοιγε καμία κονσέρβα ψάρι και την έτρωγε ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβαζε φαγητά σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε αφού πρασίνιζαν από την σκουριά, που θα έπρεπε ο θάνατος να είναι ακαριαίος. Έβραζε φύλλα από τα δέντρα και φτέρη. Τα σταφύλια δεν τα καθάριζε από τα μερμήγκια, ούτε πετούσε τις σάπιες ρώγες. Και με όλα αυτά ποτέ δεν πάθαινε τίποτε. Πάντα ήταν ευχαριστημένη και με βαθειά δοξολογική χαρά έλεγε: ευφράνθη η καρδία μου.
Αν και κουρελιάρα στην εμφάνιση, η αρετοντυμένη καρδία Της μοίραζε στους φτωχούς όλα όσα η καλωσύνη των ανθρώπων της έδινε. «Παρ’ το να το φοράς, να χαίρεται η ψυχή μου», τους έλεγε, όταν τη ρωτούσαν, γιατί μοιράζει ρούχα, που άλλοι της προσέφεραν από συμπάθεια, αφού η ίδια στερείται.

Ποτέ δεν πλήγωσε, ούτε και στενοχώρησε άνθρωπο. Όταν καταλάβαινε, πως κάποιος δυσκολευόταν από τις αμαρτίες που τον τυραννούσαν, περνούσε διακριτικά από δίπλα του. Έλεγε μια-δυο κουβέντες, κάτι σαν σύνθημα, χωρίς να καταλάβουν ή να ακούσουν οι άλλοι και πάλι απομακρυνόταν. Εκείνος καταλάβαινε και την ακολουθούσε. Τότε οι δύο τους καθισμένοι μόνοι απόμερα, ώστε να τους βλέπουν αλλά να μην τους ακούν, χωρίς να φανερώσει την αμαρτία ή το πρόβλημα, πρώτα παρηγορούσε κι ύστερα συμβούλευε με ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια του Θεού. Άλλες φορές η ίδια έλεγε: αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι.
Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά Της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάννα. Τούς έλεγε να μη ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντάς τους και προίκα η ίδια από αυτά που άλλοι της έδιναν. «Η Παναία κι θα χαντ’ σας» (= δεν θα σας χάσει η Παναγία), συμπλήρωνε.

Η ίδια ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη φτώχεια. Όταν ήταν πολύ δύσκολα κάτω στο τζάκι, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σε ένα κελλί, που είχε τον αριθμό 1. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε, όμως κάτω από τα άχυρα είχε σουβλερές πέτρες. Στην Κατοχή κάτω από τα άχυρα έκρυβε λάδια ή φαγώσιμα, και τα μοίραζε με τον τρόπο Της, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
Χρήματα από τα χέρια Της πέρασαν πολλά. Τα έπαιρνε, και τα έβαζε όπου τύχαινε. Σε θάμνους, κάτω από πέτρες, μέσα σε τρύπες, στα ντουβάρια, στα ξύλα της σκάλας, κάτω από τα κεραμίδια. Μόλις όμως, τα χρειαζόταν αμέσως τα εύρισκε, και τα έδινε όπου έπρεπε.
Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και μοναχούς και Κληρικούς. Ποτέ Της όμως, κανέναν δεν κατηγόρησε.
› Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός, έλεγε.

Το σώμα Της, ωσάν της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας· ήταν σκελετωμένο, κατάξερο. Πρόσωπο μόνον κόκκαλα. Μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες. Χέρια ροζιασμένα, καμένα από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Δέρμα κατάξηρο, ηλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν άσπρο, δίχως αίμα. Μαλλιά σκληρά, συχνά γεμάτα με αγκάθια ή χορτάρια.
 

agia sofia ths kleisoyras 05

«Κάποτε η Γερόντισσα Σοφία ασθένησε βαρειά. Διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Άνοιξε η κοιλιά της από την πάθηση -μάλλον σκωληκοειδίτιδα, που έσπασε ή κήλη ή κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα- και αυτή η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχισε να σαπίζει. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια, ούτε περιποίηση. Θα ’ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μού το υποσχέθηκε, έλεγε. Και τελικά:

› Ήρθεν η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο· ήταν και άλλοι άγιοι.
Είπε ο αρχάγγελος:
› Θα σε κόψουμε τώρα.
Εγώ είπα:
› Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις.
› Δεν θα πεθάνεις, είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε· είπε και με άνοιξε.
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει την τομή που έκλεισε μόνη της. Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αρρώστειες ή τα τραύματα. Κάποτε οι μαστόροι άλλαζαν τα κεραμίδια της δυτικής πτέρυγας της μονής και η Σοφία πάτησε ένα μεγάλο καρφί, από αυτά τα γύφτικα. Κιχ δεν ακούστηκε. Ούτε φωνή, ούτε και κλάμα. Και όμως τέτοιος πόνος είναι αβάσταχτος. Το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι και είχε βγει από την άλλη μεριά, χωρίς να βγάλει αίμα. Οι εργάτες κατατρόμαξαν, αυτή όμως, τους βοήθησε να το χτυπήσουν με το σκεπάρνι από πάνω για να το βγάλουν και συνέχισε σαν να μην έγινε τίποτε.»

Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναία. Η Παναία κλαίει κάθνη μέρα» έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της. «Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία;» την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναία και θα βρεί την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναία μ’, γιουρπάν’ τσ’ να ίνουμε» (=Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα).

Και ο Θεός που είναι απλός και αναπαύεται στους απλούς τη καρδία, Την χαρίτωσε και Την ευλόγησε δίδοντάς Της υπερφυσικά χαρίσματα, όπως της προοράσεως, της διοράσεως και της θαυματουργίας. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του νηπτικού Πατρός της Εκκλησίας, του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος: «όπου γαρ ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπερφύσει λοιπόν τα πλείστα των ανθρώπων γίνονται».

Η ισάγγελη ζωή Της της χάριζε τα προνόμια του Παραδείσου. Ζούσε στην Κλεισούρα στην προπτωτική κατάσταση των πρωτοπλάστων συναγελαζομένη με αρκούδες, φίδια, θηρία του δάσους και όρνεα του ουρανού, τα οποία είχαν οικειότητα μαζί Της, ήσαν φίλοι Της, ήσαν, όπως έλεγε, της Παναγίας. Δεν ζητούσε υλικά αγαθά από τον προνοητή Κύριο, Αυτόν που τρέφει τα πετεινά του ουρανού και ντύνει με χρώματα ποικίλα τα κρίνα του αγρού, τέτοια που θα τα ζήλευε και ο Βασιλιάς Σολομών. Ήταν ως εκ τούτου και αισθανόταν πλούσια, αφού είχε μηδενικές επιθυμίες. Είχε υπερβή τον πόθο των υλικών και πρόσκαιρων, των φθαρτών και ρεόντων και επιζητούσε τα διαμένοντα στους αιώνες, αυτά που συνοδεύουν την ψυχή πέραν του τάφου. Γι’ αυτό και η Γερόντισσα Σοφία προσείλκυσε τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η άμοιρη παιδείας και σοφίας επίκτητης έλαμψε στις ημέρες μας ως ουρανόσοφη και μορφωμένη, όσο κανείς άλλος. Η καθαρή βιοτή Της την είχε καταστήσει δοχείο του Παρακλήτου πολύτιμο, ώστε να γνωρίζει και να προλέγει τα μέλλοντα και να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τα κρύφια των καρδιών τους. Και όχι με επίδειξη, αλλά με τέτοια απλότητα και καλωσύνη, που μάγευε και προσείλκυε και ανέπαυε και ευχαριστούσε.
Η άκακη και αψεγάδιαστη, ανεξίκακη και απλή Γερόντισσα Σοφία ήταν φοβερά λιτοδίαιτη και πάντα στην εμφάνιση ατημέλητη. Φορούσε και στο βαρύ χειμώνα ένα λεπτό μαύρο ράσο, που φέγγιζε χιλιοτριμμένο και άφηνε να διακρίνει κανείς τα κοκκαλάκια Της. Ταλαιπωρούσε τη σάρκα Της και αυτό ομολογούσε σε όσους την ρωτούσαν, γιατί δεν τρώει, και δεν προσέχει τον εαυτό Της, που παρά την απλυσία μοσχοβολούσε, λες και είχε φορέσει τα ακριβότερα αρώματα. Το βλέμμα Της ειρηνικό στάλαζε στην καρδιά όλων ουράνια γαλήνη.
Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!».

Μιλούσε με βαρύτητα και σοβαρότητα, ο λόγος της ήταν «άλατι ηρτυμένος» (Κολοσ. δ΄ 6), αλλά, όταν πολλές φορές αποκάλυπτε κάτι φοβερό, σκέπαζε το χάρισμά Της με μια επίπλαστη σαλότητα. Γι’ αυτό και μερικοί άγευστοι πνευματικής ζωής δεν την κατανοούσαν και την έλεγαν στα ποντιακά «παλάλα!» (=τρελλή) και χαζοΣοφία!...
Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Δεν είχε ανθρωπαρέσκεια. Έδειχνε πλατειά αγάπη σε όλους και τούτο, γιατί αγαπούσε πάνω από όλους τον Χριστό μας, που τον έβλεπε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, και στον οποίο απευθυνόμενη με διαρκή κατάνυξη έλεγε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον κόσμον σου και ύστερα εμάς».
Με την Παναγία και τους Αγίους μας μιλούσε σαν φίλος προς φίλο. Η Παναγία μας ήλθε κάποτε να βοηθήσει σε επίκλησή Της για σβύσιμο φωτιάς. Ο άγιος Γεώργιος πολλές φορές κατέβαινε και τη βοηθούσε, όταν είχε ανάγκη. Είχε τη Γερόντισσα υπό την προστασία του από τον Πόντο ακόμη, τότε που έσωσε το χωριό από τους Τσέτες. Ο άγιος Μηνάς με το άλογό του και ο Προφήτης Ηλίας με το άρμα του πολλές φορές την επισκέπτονταν και την συντρόφευαν.
Αλήθεια! πόσο κόσμο ευεργέτησε η Γερόντισσα Σοφία με κάθε τρόπο; Πόσους ευωδίασε με το μύρο της Χάριτος ωσάν «σύγχρονη Μυροφόρα»;
Τις ευεργεσίες Της προς το λαό του Θεού μόνον ο Παντογνώστης Κύριος γνωρίζει και όσοι δέχθηκαν αυτές. Στις ασθένειές τους οι κάτοικοι των γύρω περιοχών της Κλεισούρας κατέφευγαν στην Παναγία μας και στην Οσία Σοφία. Και όταν και αυτή η ιατρική επιστήμη σήκωνε τα χέρια, πάλι η Γερόντισσα με την παρρησία Της ευεργετούσε, θεράπευε, απάλυνε τους πόνους. Ζούσε η Οσιωτάτη Σοφία το θαύμα και το μετέδιδε σε όλους τους πρόσφυγές της, στους πονεμένους, στους αρρώστους, στους κατατρεγμένους, στους αδικημένους.
Το ταξίδι της για τους ουρανούς η Γερόντισσα Σοφία το γνώριζε από καιρό και ετοιμαζόταν γι’ αυτό. Θεωρούσε ότι ζούσε στην εξορία, στην ξενητιά και επιθυμούσε την επιστροφή στην πατρίδα. Νοσταλγός της Βασιλείας των ουρανών περίμενε την ευλογημένη ώρα της επιστροφής.
Πληροφορήθηκε από την Παναγία Θεοτόκο το επικείμενο τέλος της επιγείου πορείας Της! Έλεγε στην ποντιακή διάλεκτο:

› Θα διαβαίνω πλαν. Έρθεν το χαμπάρ’.(= Θα φύγω. Ήλθε το μήνυμα).
Παρέδωκε τη μακαρία Της ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος κατά την 6ην Μαΐου του έτους 1974.
Στην Εξόδιο Ακολουθία Της, στην οποία συμμετείχαν πολλοί Ιερείς και πλήθος Χριστιανών, μίλησεν ο τότε νεαρός Διάκονος της γειτονικής Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Χρυσόστομος Αβαγιαννός, νυν Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, έχοντας ως θέμα το Απολυτίκιον των Οσίων Γυναικών:
«Εν σοι μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα· λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ και πράττουσα εδίδασκες»,
που τόνισε πως στο Πρόσωπο των Αγίων μας διασώζεται το «κατ’ εικόνα» και διά της καθάρσεως, της ασκήσεως και της τηρήσεως των εντολών του Θεού έφθασαν στο «καθ’ ομοίωσιν» και άρα στην ατέλεστη τελειότητα.
Ενταφιάζεται, λοιπόν, η οσία Σοφία με βαθειά συγκίνηση και κατάνυξη πίσω από τον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου, στο παρακείμενον δάσος και ακριβώς στο σημείο, όπου προσέφερε τροφήν «ιδίαις χερσίν» στην αρκούδα που της έλεγε: «έλα, Ρούσα μ’, έλα και τρώεις ψωμόπον!». Η οποία αρκούδα μετά την λήψη της τροφής, με εντολή της Οσίας, εξηφανίζετο στο δάσος για να μην προκληθεί φόβος στους προσκυνητές της Μονής.

Κατά την ανακομιδή των αγίων οστών Της, την 7ην Ιουλίου 1981, πληρώθηκε όλος ο χώρος από θαυμαστή ευωδία, σύμφωνα πάλιν με μαρτυρίες ευσεβών Χριστιανών. Τα τίμια οστά Της τοποθετούνται σε ασφαλές μέρος του τάφου.
Όμως, αν και η Γερόντισσα έφυγε από τον κόσμο αυτό, συνεχίζει την έντονη παρουσία Της στο Μοναστήρι Της, στην μαρτυρική Κλεισούρα και στην γύρω περιοχή. Το 1993 επανδρώνει το Μοναστήρι Της με ευλογημένη Αδελφότητα, με επικεφαλής τη σεβαστή και μακαρίτισσα Γερόντισσα Ανυσία, προκειμένου να συνεχισθεί ο ίδιος τρόπος ζωής και η ίδια μέθοδος θεραπείας, με μοναδικό σκοπό την επιμέλεια της ψυχής, τη διόρθωση της ματαιότητος και την αναζήτηση των μελλόντων αγαθών. Άλλωστε, αυτό συνιστά και ο ασκητής Επίσκοπος της Καισαρείας Μέγας Βασίλειος:
«... αγωνισόμεθα υπέρ των μελλόντων, εις δόξαν του Θεού. Ούτος ο αιών της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως. Ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως.»

Γνήσιος μοναχός, κατά τον φωστήρα της Καισαρείας, είναι εκείνος ο οποίος ενδιαφέρεται για την σωτηρία του, για την ένωσή του με τον Θεό, την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της νοεράς προσευχής.
Ο Μοναχισμός του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι ο μοναχισμός της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, δεν είναι μοναχισμός κοινωνικός, όπως εννοείται σήμερα η κοινωνικότητα, ούτε ιεραποστολικός, όπως εκλαμβάνεται σήμερα η ιεραποστολή. Ο ορθόδοξος μοναχός, κατά τον Μέγα Βασίλειο, είναι αυτός που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση και ζει μία ασώματη και αγγελική πολιτεία. Ο ορθόδοξος μοναχισμός είναι ησυχαστικός, νηπτικός, θεραπευτικός, μοναχισμός πτωχείας και ταπεινώσεως. Πόσο διαφέρει ο μοναχισμός στις ημέρες μας, από τον μοναχισμό που διδάσκει η Εκκλησία μας!
Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από τον Θεό και ευνοημένο. Στις αρχές της αρχιερατικής μου διακονίας στην Καστοριά και μάλιστα στις 27 Μαΐου 1998, παραμονή της Αναλήψεως, βρέθηκαν θαυμαστώς τα τιμιόλεκτα οστά της Γερόντισσας Σοφίας. Οσιακά οστά, αποπνέοντα ευωδία πνευματική, και όχι την ανατριχίλα του θανάτου. Συγκλονιστικές οι στιγμές το βράδυ της Κυριακής, όταν έγινε η πλύση των τιμίων οστών στη βρύση της Μονής, αισθανθήκαμε μία ανέκφραστη χαρά, μία έντονη ευωδία, που συνεχίζεται από τότε και, συγχρόνως, ενδοκαρδίως παράκληση, αφού η ταπεινή δούλη του Θεού ευαρέστησε τον Θεό, έχοντας παρρησία στον Θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης.
Δεν μπορώ από τότε να κάνω επιμνημόσυνο Τρισάγιο για την Γερόντισσα Σοφία. Αντιθέτως, στα χείλη μου φθάνει αυθόρμητα πάντοτε το: «Οσία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών» . Το έζησα δε, εντονώτερα κατά την περίοδο της ασθενείας της μητέρας μου.

Αυτή η αγία μορφή, έρχεται και σε εμάς σήμερα, στους Χριστιανούς του 21ου αιώνος, που έχουμε αποξενωθεί από την παράδοση και τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας μας, από το ήθος και το ορθόδοξο φρόνημα και στεκόμαστε μόνον σε ό,τι περικλείει η λογική μας, να μας πει:
«Πρώτον, πως η ζωή του Χριστού συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας˙ και δεύτερον, πως και σήμερα όπως και πάντοτε έχουμε και θα έχουμε Αγίους, αγωνιστές της πίστεως, πολεμίους της αμαρτίας και της φθοράς και οι οποίοι υψώνουν τα χέρια τους για τη σωτηρία της ανθρωπότητος και ραντίζουν τις ζωές μας με το Άγιο Πνεύμα.»

Αυτή τη βεβαιότητα της Αγιότητος της Οσίας Μητέρας μας Σοφίας, της νέας ασκήτριας της Κλεισούρας έζησα:
α) κατά την διάρκεια της ασθενείας της μακαριστής Μητέρας μου, Γεωργίας, όταν το μικρό απότμημα από τα ιερά λείψανα της Οσίας Σοφίας εξέπεμπε άρρητη ευωδία στο Νοσοκομείο, ώστε να εκπλήσσονται ακόμη και οι γιατροί και το νοσοκομειακό προσωπικό.
β) Τη βεβαιότητα της Αγιότητος την ξαναζώ κάθε φορά που ασπάζομαι την χαριτόβρυτη τιμία κάρα Της.
γ) Ένιωσα ιδιαίτερα την παρουσία Της στις 27 Νοεμβρίου του 2011, όταν με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλο, μεταφέραμε τα τίμια λείψανα από τον τόπο της ασκήσεώς Της –τον παλαιό φούρνο της Μονής– στο Καθολικό προς προσκύνηση των πιστών. Ομολογώ πως δεν μπορούσα να κρύψω την συγκίνησή μου για την καρδιακή βεβαιότητα της Αγιότητος Της.
Σήμερα, κάθε φορά, που προσκυνούμε τα χαριτόβρυτα λείψανα της Οσίας Σοφίας στο Μοναστήρι της Κλεισούρας ξαναθυμόμαστε μερικές από τις απλές, αλλά ψυχοσωτήριες συμβουλές Της:
«Τα μάτια να βλέπουν και να μη βλέπουν. Τ’ αυτιά ν’ ακούν και να μην ακούν. Το στόμα να μη βλασφημεί. Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Να έχετε για όλους αγάπη. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός. Πολλάν υπομονήν να κάμετε, πολλάν υπομονήν!!!»

(Πηγή: από το βιβλίο «Μία σύγχρονη Μυροφόρος», Επισκόπου Σεραφείμ Παπακώστα Μητροπολίτου Καστορίας, Έκδοση Β΄, Καστοριά, 2013, Ιερά Μητρόπολη Καστορίας)

agia sofia ths kleisoyras 02


Το χειρόγραφο του Ισαάκ

Μέρα από τις σημαντικές και πολύτιμες αναμνήσεις του Γέροντος Νεκταρίου, ο μοναδικός από τους συγγενείς της με τον οποίο διατηρούσε αγαθές σχέσεις η Σοφία, ο Ισαάκ Σαουλίδης, κατά παράκληση μας, κατέγραψε όσα στοιχεία θυμόταν από την ζωή της θείας του.
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
«Η ζωή της Σοφίας Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου.
Έγεννήθη το έτος 1883 εις το χωρίον Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου.
Κατά το έτος 1907 ενυμφεύθη τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδην εις Χωρίον Το(γ)ρούλ (Άρδασαν).
Το 1910 απέκτησε τέκνον με τον Ιορδάνην.
Το 1912 το παιδί απέθανεν και τον πατέρα του τον επεστράτευσαν οι Τούρκοι εις την Ορντού.
Το 1914 κηρύσσεται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και χάθηκαν τα ίχνη του Ιορδάνη, επίσης η Σοφία έφυγε από το χωριό Λετσούχ και πήγε στο γιαλό στην Ορντού. Στα χειμαδιά το καλοκαιρι, στο χωριό τους χειμώνες. Στο γιαλό η Σοφία τότε χάθηκε.
Το 1915 έγινεν η σφαγή των Αρμεναίων τον πατέρα της Σοφίας τον πήραν οι Τούρκοι για αγγαρείες, μεταφορά πυρομαχικών του στρατού στα βάθη της περιφερείας Τριπόλεως, στο Κιουρτούν. Εκεί έγινεν η εξόντωσις των Αρμεναίων.
Το 1916 η Σοφία έφυγε από την Ορντού και χάνονται τα ίχνη της.
Το 1919 το Πάσχα με το πλοίον ήρθαμεν, ήρθαμεν στον Πειραιάν τα καράβια.
Τον Αύγουστον, από τον Πειραιάν στην Θεσσαλονίκη, στον Σταθμό των τρένων, στο Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στον πατέρα, θα πάγω να βρω την θεία μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει, εγώ είμαι 14 χρονώ, θα χαθείς, με λέει. Καταυλισμός 300 οικογένειες στο Σταθμό. Για αναχώρηση, για χωριά Πτολεμαΐδος. Εγώ δεν άκουσα τον πατέρα μου, πήγα ξυπόλυτος στην Καλαμαριά. Εκεί βρήκα πρόσφυγες γυναίκες, ρωτώ για την θεία μ'. Την είχαμε χαϊδεμένη, την λέγαν Τσόφα, εγώ ήξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση, έγινε σύγχυση μεταξύ γυναικών, ανάμεσα μία κυρία λέγει στην άλλη Τσόφα είναι η Σοφία. Αυτού σταματήσαμε. Με ρωτάει αν ξέρω ολίγα γράμματα, λέγω κάτι ξεύρω. Από εδώ θα κατεβείς στο Ντεπώ με τα πόδια, εκεί θα βρεις το τραμ, θα ανεβείς στο τραμ, θα μετράς έως 6 στάσεις. Θα κατεβείς και θα βρεις την εκκλησία την Ανάληψη, θα κατεβείς-αν δεν μπορείς να κατεβείς, ο τραμιέρης θα σε πει. Μπήκα στην είσοδο της εκκλησίας, στο βάθος βλέπω έναν κύριο, τον φωνάζω ε, θείο, θείο. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά τί θέλεις, παιδί μου; Την θεία μου Σοφία.
Από τότες μετ' ολίγον πέρασε η Σοφία από τη μια μεριά στην άλλη. Με τα ράσα, κρατούσε ψωμί και μισό καρπούζι. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά, με λέγει ποιος είσαι, παιδί μου; Την λέγω ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ, παιδί μου, που είσθε; Τώρα εδώ είμαστε στο Σταθμόν, κοντά στο Εύοσμον. Που είναι ο πασά μ', η μάννα, ο πατέρας και άλλοι συγγενείς μας;
Όλοι πέθαναν από την χολέραν. Η θεία ελιγώθηκε από τον πόνο και πέφτει στο χώμα. Βρέθηκαν περαστικοί και την συνέφεραν. Πήγαμε στο κελλί της. Μετά δυο ώρες την παίρνω και πήραμε άδεια από τον επιστάτη. Βαδίζαμε.
Με το τραμ έως το Βαρδάρ και εκεί με τα πόδια στο Εύοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περί 11 ώραν νυκτερινήν. Όλη νύκτα οι χωριανοί όλοι όλο ρωτούσαν. Για τους δικούς τους.
Αύγουστος 1919. Φεύγουμε για Καϊλάρια, νέο όνομα Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στην Άρδασα, μετά στην Αναρράχη, παλαιόν όνομα Τεπρέ, ο μπαμπάς, η θεία κι εγώ. Ο Αβραάμ έμεινε στην Αθήνα για να φέρει την αδερφή της Σοφίας.
Το 1924 ήλθε ο Αβραάμ παντρεμένος. Για 18 μήνες μας κύταζε η Σοφία, το φαγητό, μας έπλενε τα ρούχα.
Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα πετόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Η ζωή της Σοφίας ήταν όλον τον καιρό με χόρτα και σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δεν γνώρισε, στο τζάκι δίπλα και το κορμί της το σκέπαζε με φύλλα. Όσοι την επισκέπτονταν τους έψηνε καφέ.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τα ανήψια στο μοναστήρι, πήγαμε στο δωμάτιο της, τί να δούμε, γεμάτο πελεκούδια. Υπήρχε φόβος να καεί το μοναστήρι. Την ώρα πού έλειπε, τα πελεκούδια τα πετάξαμε, από κάτω είχε 7 δοχεία λάδι. Επειδή ήταν μαζώματα η Επιτροπή τα έδωσε στις φτωχές οικογένειες στην Κλεισούρα.
1974 Μάιος. Κοιμήθηκε η Σοφία(6 Mαϊου 1974). Η Μητρόπολις Καστοριάς και Κοζάνης και εμείς τα ανήψια το ανακοινώσαμε στο κοινό. Την Σοφία την ετοίμασαν 14 ιερείς και αρχιμανδρίτες, περιφέρειας Πτολεμαΐδος και Αμυνταίου και μία μοναχή από τα νησιά μας. Έγινε με πολύν κόσμο. Εκάναμε την κηδεία, τα 40, το χρονικόν.
Μετά 8 χρόνια την ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Στον τάφο επάνω είχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο με πέλματα. Όταν έσπασε το τσιμέντο βγήκε ένα άρωμα, μας είπαν οι γυναίκες από την Κλεισούρα. Έγινε ολονυκτία με αρκετόν κόσμο, ήταν και από την Αναρράχη μερικοί.
Τα οστά της είναι σε ασφαλές μέρος. Στα τελευταία της η Σοφία παρέδωσε το ένα κλειδί πού είχε, το άλλο το είχε ο Σύλλογος Κλεισουριέων.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»

*Το σημείωμα του Ισαάκ, σε τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ως έξης: "5/Μαίου 1994 "Όσα Θυμήθηκα εγώ ο ανηψιός της Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης. Αναρράχη Πτολεμαΐδος."


* * * * * *

Ο κ. Ελευθέριος Μ. στην επιστολή του:
«Ήμουν μικρό παιδί και, όπως είναι φυσικό, μου άρεσαν τα παιχνίδια στην μεγάλη αυλή της Παναγίας. Όμως το απόγευμα ξεχνούσα το παιχνίδι προσωρινά γιατί αρεσκόμουν στις Ιστορίες της γιαγιάς ΣΟΦΙΑΣ, βλέποντας την να μιλάει για την Παναγία, για την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας πού την είχε κάνει. Σε εκείνο το σημείο το σημάδι της εγχείρησης ήταν μία απλή ψιλή γραμμή, χωρίς ραφές, πολύ λεπτή. Η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έδειχνε συχνά το σημάδι.
Θυμάμαι ένα περιστατικό. Όπως μαζευόμαστε τα βράδια και ακούγαμε τις ιστορίες, μπροστά μας ένα καζάνι πάνω στην φωτιά και μέσα έβραζαν καλαμπόκια. Ένα από τα παιδιά διαμαρτυρήθηκε γιατί πήρε μικρό καλαμπόκι και η γιαγιά ΣΟΦΙΑ έβαλε τα χέρια της μέσα στο καζάνι, ανακάτεψε με άνεση και έβγαλε με άνεση ένα μεγάλο καλαμπόκι για να δώσει στο παιδί. Αυτό όσο το σκέφτομαι μεγάλος πλέον, καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν έτσι απλά, και είναι αδύνατον, όσο το σκέφτομαι, να γινόταν χωρίς να καούν τα χέρια της γιαγιάς.»
Βάπτισε πολλά παιδιά η μακαριά γερόντισσα από τα γύρω χωριά. Πολλές οικογένειες πού δεν μπορούσαν να "κρατήσουν" παιδί το έταζαν στην Παναγία. Όλα σχεδόν τα κορίτσια πού έχουν το όνομα Σοφία στην περιοχή, αυτή τα βάπτισε. Βάπτισε και αγόρια. Σε κάποιο αγόρι από την Κλεισούρα έδωσε το όνομα Ιορδάνης, μοναδικό σε όλο το χωριό.
Ήταν το όνομα του χαμένου συζύγου της. Ένα άλλο αγόρι, πού το ονόμασε Χαράλαμπο, μεγάλωσε και σε ηλικία τριάντα περίπου ετών αποφάσισε να παντρευτεί. Ο πατέρας του τότε του λέει: «Παιδί μου, για να παντρευτείς πρέπει να πάς να πάρεις την ευχή της νονάς σου, να της φιλήσεις το χέρι και υστέρα σου δίνω και εγώ, ο πατέρας σου, την ευχή μου».

Το παιδί δικαιολογημένα αντέδρασε, όλα του τα χρόνια δεν είχε ακούσει για την Σοφία, ούτε και την είδε ποτέ από μωρό. Πώς θα τον γνώριζε τώρα; «Αν δεν πάς στην Σοφία, ούτε και εγώ σου δίνω την ευχή μου», αντέτεινε ο γονιός. Ξεκινάει λοιπόν ο Χάρης σχεδόν απογοητευμένος για το μοναστήρι. Η Σοφία τον περίμενε στην μέσα αυλή. Τον φωνάζει με το όνομα πού του έδωσε στην βάπτιση. Γιαβρού μ', Χαράλαμπε μ', ελ' αδά (=αγαπημένο μου παιδί, Χαράλαμπε μου, έλα κοντά μου). Τον αγκαλιάζει στοργικά και του εύχεται, μιλώντας του και για την μελλοντική σύζυγο του, πού ποτέ δεν την είχε δει. Επί πλέον τον παρακαλεί:
Εγώ, παιδί μου, γέρασα, δεν μπορώ να σε στεφανώσω. Να βρεις έναν καλό κουμπάρο. Το κορίτσι πού θα πάρεις καλό είναι, μόνον σε παρακαλώ να στείλεις την ώρα του γάμου μία κούρσα να με πάρει θέλω να χαιρετήσω τα στέφανα.
Γύρισε στο χωριό ο Χάρης και τάχε χαμένα. Έκανε όμως ακριβώς όπως του ζήτησε η νονά του, και από τότε άρχισε να την επισκέπτεται συχνότερα και να δέχεται τις συμβουλές της.
Ο π. Νικόλαος Γκίκαρνας, εφημέριος στο χωριό Κλεισούρα, διηγείται το έξης:
«Ήταν ετοιμοθάνατο ένα παιδί στο χωριό, στην Κλεισούρα. Το παίρνουν και τρέχουν στο μοναστήρι να το βαφτίσουν πριν να πεθάνει. Τότε η Σοφία το κάνει αεροβάπτισμα και το ονομάζει Χάρη, Θεοχάρη, να ρθεϊ η χάρη του Θεού να σωθεί το παιδί.»
Ο ίδιος ο κ. Θεοχάρης συμπληρώνει:
«Η μακαρίτισσα η μάννα μου, Σουλτάνα το όνομά της, είχε χάσει τρία παιδιά και μόλις γεννήθηκα εγώ, την 1η Αυγούστου 1946, είπαν να με 'χαρίσουν' στο μοναστήρι, στην Παναγία, κι αν θέλει, να ζήσω.

Με πήγαν στο μοναστήρι χωρίς κουμπάρο και είπαν ότι οποίος παρουσιαστεί πρώτος, αυτός θα με βαφτίσει. Ακούει η καλογριά, η Σοφία, από μέσα τα κλάματα και μας ανοίγει. Όλοι περίμεναν κανένα όνομα Θανάση, Πέτρο, αλλά αυτή είπε θα ρθει του Θεού η Χάρη και θα σωθεί το παιδί. Και έτσι έζησα με το όνομα Θεοχάρης.»
Ο αδελφός του Θεοχάρη, κ. Περικλής Β., φιλόλογος, μιλάει με μεγάλη θέρμη για την αγιότητα της Σοφίας:
«Δίχως κανένα ψεγάδι, αν αξίζει κάποιος να τιμηθεί σαν άγιος, αυτή είναι η Σοφία. Άκακος άνθρωπος. Χωρίς κανένα ψεγάδι», προσθέτει με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στην μνήμη της.

* * * * * *
Η αγάπη λοιπόν της Σοφία δεν σταματούσε μόνο στους ανθρώπους. Απλωνόταν και αγκάλιαζε όλη την κτίση, λογικά και άλογα, ήμερα και άγρια. Στο άγριο βουνό γύρω από το μοναστήρι, κυκλοφορούσαν τότε πολλές αρκούδες, λύκοι και άλλα αγρίμια. Με όλα αυτά η Σοφία είχε συμφιλιωθεί.
Από τις πολλές σχετικές αναφορές, καταγράφουμε δύο τρεις, πού έχουν ιδιαίτερη χάρη.
Συνταξιούχος στρατιωτικός, πού συνήθιζε να επισκέπτεται την Σοφία μέχρι τα τελευταία της, από τότε πού υπηρετούσε στην περιοχή, στον πόλεμο και αργότερα το '49, διηγούνταν κάτι απίστευτο για τα σημερινά δεδομένα.
Είχε μία αρκούδα η Σοφία και την έθρεφε στο χέρι, με ψωμί και με ό,τι άλλο φαγώσιμο είχε. Και το μεγαλόσωμο αλλά άκακο εκείνο θηρίο έπαιρνε την τροφή, της έγλυφε τα χέρια και τα πόδια, από ευγνωμοσύνη, και πάλι χανόταν στο δάσος. Αυτήν την αρκούδα την είχε και όνομα, έλα, Ρούσα μ', έλα να τρώεις ψωμόπον, της έλεγε.
Ο Δημήτρης Γ., γεννημένος το 1960, από την Πτολεμαΐδα, προσθέτει ότι πολλές φορές, όπως και ο ίδιος το είδε, την αρκούδα η Σοφία την έδενε στην βρύση του μπαχτσέ.
Αν όμως τύχαινε κάποιος ανήξερος να αντικρύσει αυτό το θέαμα, την αρκούδα δηλαδή δεμένη, η την Σοφία να την ταΐζει στο χέρι, δίχως καμία προφύλαξη, πάγωνε από τον φόβο του.
Την αρκούδα την είχε δει, τότε πού ζούσε στο μοναστήρι, και η Βασιλική Κ. από το Βαρυκό. Κάποιος μάλιστα τότε στρατιωτικός θέλησε να την σκοτώσει, μη γνωρίζοντας την οικειότητα της με την Σοφία. Αυτή μόλις τον είδε με προτεταμένη την κάνη του όπλου του, έβαλε της φωνές και όταν τον πλησίασε ενώ εκείνος πήγαινε να δικαιολογήσει την ενέργεια του, εκείνη του εξήγησε την φιλία της και την ακακία του ζώου.
Άλλοι προσκυνητές είδαν τρία φίδια να κοιμούνται μαζί της, στο προσκέφαλο της, και ούτε την πείραζαν ούτε τα πείραζε. Η κ. Κίτσα' λέει πώς:
«... τα φίδια ήταν λεπτούτσικα, σαν σαΐτες. Όταν τα έβλεπες, φοβόσουν αλλά η Σοφία μας έλεγε: Μη φοάσαι, ατά κι τσουμπίζνε ξάϊ [=μή φοβάσαι, αυτά δεν τσιμπούν καθόλου].»
Κάποιοι, πού την είχαν συνοδεύσει να ανάψουν τα καντήλια της Αγίας Τριάδας, είδαν να περιφέρεται εκεί μέσα στο εκκλησάκι ένα μεγάλο φίδι. Αμέσως ταράχτηκαν και προσπάθησαν να το σκοτώσουν, όμως η Σοφία τους αποπήρε:
«Αφού δεν σας πειράζει, μην το πειράζετε, πρόσθεσε. Αυτό είναι της εκκλησίας.»
(Πηγή: από το βιβλίο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας», ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας, «Η Οσία Σοφία, η ασκήτρια της Κλεισούρας Καστοριάς», Θρησκευτικά )


agia sofia ths kleisoyras 03


Λόγια της Οσίας Γερόντισσας Σοφίας Κλεισούρας (Χοτοκουριδου)

Πνευματικά λόγια, γεμάτα με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος από την ασκήτρια της Κλεισούρας Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, μία λαϊκή ασκήτρια, παράδειγμα για όλους μας.
1. «Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια…».
2. «Καμμία φορὰ ὁ κόσμος ἀγριεύει, καὶ ὅταν ἔχει καὶ ὅταν δὲν ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχει, ἀγριεύει χειρότερα».
3. «Ποτὲ μὴν πεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγὼ καὶ περιφανεύεστε, καὶ σηκώνετε τὸ κεφάλι ψηλά. Γιατὶ θά 'ρθεῖ μία ὥρα ποὺ θὰ χτυπήσει, θὰ σὲ ἀνεβάσει πάνω στὸ λευκάδι –βγαίναμε ἔξω καὶ μᾶς ἔδειχνε τὸ λευκάδι– καὶ μετὰ θὰ σὲ πετάξει κάτω, στὴ ρίζα».
4. «Θὰ μιλᾶς σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ σ’ ἕνα μικρὸ παιδάκι θὰ μιλᾶς θὰ τὸ λὲς καλημέρα. Κι αὐτὸ εἶναι σπλάχνο τοῦ Θεοῦ. Ἄσε ποὺ εἶναι μικρό. Γέννημα θρέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι».
5. «Ἡ περηφάνεια δὲν εἶναι ζωή. Σκαλιὰ κάνει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ποιός τὰ ξέρει τὰ σκαλιά; Σὲ ἀνεβάζει καὶ ὕστερα σὲ κατεβάζει».
6. «Ἐγὼ εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλή. Πῶς θὰ ἀξιωθῶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;».
7. «Ἐλᾶτε ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία· ἂν ἀγαπᾶτε, ἐλάτε στὴν Παναγία».
8. «Ἄχ, ἂν κάνουμε ἕνα καλό, λέμε κάναμε ἕναν καλόν. Μὲ ποιά δύναμη κάναμε τὸ καλό; Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔδωσέ σε ὁ Θεὸς εὐλογία καὶ ἔκανες τὸ καλό».
9. «Μικροὶ μεγάλοι νὰ ἔρθουν στὴν μετάνοια, νὰ μετανοοῦν. Νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐπάνω. Αὐτοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα τρῶνε τὴν Παρασκευή. Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μετανοοῦν, αὐτοὶ δὲν μετανοοῦν».
10. «Σᾶς παρακαλῶ, ὅποιος κάνει ὑπομονή, χαρὰ σ’ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σὰν τὸν ἥλιο θὰ λάμψει. Πολλὴ ὑπομονὴ νὰ κάνετε».
11. «Τὸ στόμα τὸ χρυσὸ ἐμίλησε καὶ εἶπε: Οἱ πεθεράδες νὰ σκεπάζουν, οἱ γεροντάδες νὰ σκεπάζουν. Οἱ νέοι νὰ φυλάγουν τὰ λόγια του Θεοῦ· τριαντάφυλλα στὸ στόμα, χρυσὸ κρασάκι στὸ στόμα (=ἡ Θεία Κοινωνία), νὰ εἶναι πάντα μὲ τὸν Θεόν».
12. «Καὶ οἱ νέοι νὰ βάλουν στὸ νοῦ τους τὰ παντάψηλα τοῦ Θεοῦ λόγια. Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν τριαντάφυλλα νὰ εἶναι μέσα εἰς τὴν καρδίαν».
13. «Τὸ στόμα νὰ γίνει βασιλικὸς καὶ τριαντάφυλλον».
14. «Ἐγὼ χορτάτη εἶμαι ἀπ’ ὅλα μόνον θυμίαμα δὲν χορταίνω, καντήλια, –πῶς νὰ στὸ πῶ;– κεριὰ δὲν χορταίνω».
15. «Ὅταν δίνετε νὰ μὴ λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάισα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς ἔδωσε εὐλογία, γιὰ νὰ δίνετε ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα».
16. «Δῶσε στοὺς φτωχούς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχόρταγοι, ἀνόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι».
17. «Ὁ Θεὸς περιμένει, περιμένει».
18. «Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱόν της: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμον σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμον.» Παναγία μου, προσκυνῶ τὴν χάρη σου. Ὁ Κύριος λέει: Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν.» Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή».
19. «Πολλὰ ὑπομονήν πολλὰ ὑπομονήν.
20. «Τὰ μάτια κλειστά, τὸ στόμα κλειστό, τὰ αὐτιὰ κλειστά, γιὰ νὰ κερδίσουμε. Ὁ κόσμος τί κάνει, τί εἶδες, τί ξέρεις; Δὲν εἶδα τίποτα, δὲν ξέρω, χαπὰρ κι ἔχω (=δὲν ἔχω χαμπέρι, δὲν παίρνω εἴδηση). Δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω».
21. «Μυρίζω χῶμα, τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε, στὸ χῶμα θὰ πᾶμε. Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε καλοί, θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα».
22. «Τὸ καλὸν τὸ σῶμα θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα, τὸ σῶμα τὸ κακὸν θὰ βρωμίσει τὸ χῶμα. Νὰ μετανοήσετε, νὰ πάρετε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μετανοήστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεούς σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλή αμαρτία».
23. «Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις».
24. «Ἅμα τὰ πράγματα τὰ ἀφήκεις στὸν Θεό, ἔρχονται μονάχα. Μὴν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις, ἅμα δὲν σὲ δώσει ὁ Θεός. Ὅσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (=κερδίζεις)».
25. «Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός».
26. «Τὸ σίδερο πῶς τὸ βάζουν στὴν φωτιὰ ἐπάνω, καὶ κοπανοῦνε. Καὶ κοπανίζουνε καὶ τὸ βάζουν στὴν φωτιά. Καὶ κοπανοῦνε καὶ πάλι τὸ βάζουνε στὴν φωτιά. Ἐμεῖς σὰν τὸ σίδερο πρέπει νὰ εἴμαστε».
27. «Ἂν κάποιος θυμώσει, νὰ πάει ἀμέσως νὰ μιλήσει, νὰ λέει δῶσε μου ἕνα κάτι, καὶ νὰ μιλήσει. Θυμὸν νὰ μὴν κρατοῦμε. Ὁ θυμὸς εἶναι κακὸν πράγμα. Ὅποιος εἶναι θυμωμένος καὶ ἀντίδωρο δὲν πρέπει νὰ παίρνει».
28. «Νὰ μὴν κάνετε χρέη, νὰ εἶστε ἐλεύθεροι, ἡ ψυχὴ νὰ φύγει ἀπάνω».
29. «Τὴν Κυριακὴ νὰ μὴν κάνεις οὔτε πίττες οὔτε τίποτα, μόνο τὶς πιὸ ἀναγκαῖες δουλειές. Ἡ Κυριακὴ εἶναι μέρα τοῦ Θεοῦ. Κυριακὴ νὰ μὴ δουλεύετε. Ὅποιος δουλεύει τὴν Κυριακὴ εἶναι κλέφτης. Τὰ χέρια του λερώνει, ὅπως οἱ κλέφτες. Τὴν Δευτέρα νὰ κάνετε καλωσύνες».
30. «Πολλὰ λόγια νὰ μὴ λέτε, λίγα καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ ἡ καρδία σας νὰ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον».
31. «Μου είπε ή Παναγία πώς εκείνα πού είναι στα Ιερά Βιβλία των εκλεκτών του Υιού μου έρχονται όλα με τη σειρά να γίνουν. Τρίτος πόλεμος θα γίνη... Θα καταστραφούν τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας... Θα σωθή μόνο το ένα τέταρτο...» .

32. «Να είστουνε καλά. Χαράν να έσετε! -Να μετανοάτε, παιδία μου... Να εύτάτε προσευχήν... Νύχταν και ήμέραν... οπού πορπατείτε, οπού εύρίουστουν, οπού στέκουστουν, πάντα να λέτε «Χριστέ μ’, να έλεήσ’ με! Με γλυκόν γλώσσαν να μιλάτε με τον Θεόν, να φτάτε προσευχήν».
33. «Ή Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφή... Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της... Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι άπ’ την ήρα, τα πρόβατα άπ’ τα ερίφια...» .

34. «Με βλέπεις έδώ πού είμαι τόσα χρόνια; Έδώ με παλεύουν τρία δαιμόνια... Το ένα της απιστίας... Το άλλο δαιμόνιο είναι της ακηδίας... Το τρίτο δεν το ενθυμούμαι, ίσως της άνθρωπαρεσκείας...».
35. «Δεν μου αποκαλύπτει ό Θεός αμαρτήματα... Μόνο στο πρόσωπο του ανθρώπου βλέπω ή φως ή σκότος. Και δυστυχώς οι περισσότεροι είναι σκοτία...».
(Πηγή: ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας», ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας, Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, «ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ», Πατερικά Κείμενα )

agia sofia ths kleisoyras 04


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῇ χαμευνίᾳ πολλαῖς στερήσεσι, κακοπαθείαις νηστείαις, καὶ ἀγρυπνίαις Χριστῷ, εὐηρέστησας Σοφία παναοίδιμε, σὲ τῷ σοφίας ἀληθοῦς, ἀναδείξαντι φανόν, καὶ λύχνον λαμπρῶν χαρίτων, ὅθεν ὡς πρέσβειραν θείαν, Κλεισούρας σέμνωμα τιμῶμέν σε.


Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὴν ὑπὲρ φύσιν, ἐν Κλεισούρᾳ ἐνασκήσασαν, καὶ ὑπομείνασαν, τὸ ψῦχος ὥσπερ ἄσαρκος, παρ’ ἑστίαν καθημένην Μονῆς αὐλείῳ, βιοτῆς αὐτῆς τὰς νύκτας καὶ σχολάζουσαν, προσευχῇ Σοφίαν θείαν εὐφημήσωμεν, πόθω κράζοντες· Χαίροις πάνυ Ἀσκήτρια.


Κάθισμα Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Τὴν διδάσκαλον, τῆς μετανοίας, καὶ κοσμήτορα, χριστοηθείας, ἀφανῶς τὴν ἐν Κλεισούρᾳ ἀσκήσασαν, καὶ δαψιλῶς προσελκύσασαν Πνεύματος, τοῦ θείου χάριν εὐτάκτως ὑμνήσωμεν, πόθω κράζοντες· Σοφία θεομακάριστε, Χριστὸν ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει πάντοτε.


Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες, σῇ ἀμέμπτῳ ἀσκήσει, ἐξέστησαν Σοφία θεόφρον, καὶ πιστῶν Μακεδόνων χοροί, σὺν Ποντίων δήμοις Μῆτερ θαυμάζοντες, ταπείνωσιν καὶ νῆψίν σου, ἐκραύγασαν ἐν κατανύξει·

Χαῖρε, διδάσκαλος μετανοίας·
χαῖρε, ὁ πρόβολος ἐγκρατείας.

Χαῖρε, τῆς Μονῆς Κλεισούρας ἡ ἔνοικος·
χαῖρε, παμφαὴς λαμπηδών, θείας χάριτος.

Χαῖρε, φάρος τῆς ἁπλότητος, καὶ ἀμέμπτου ἀγωγῆς·
χαῖρε, λύχνος ταπεινώσεως, καὶ εὐχῆς καρδιακῆς.

Χαῖρε, Θεοῦ σοφίας χρυσοστόλιστον σκεῦον·
χαῖρε, τῆς συμπαθείας τῆς Αὐτοῦ θεῖος τύπος.

Χαῖρε, κρηπὶς σαρκὸς κατατήξεως·
χαῖρε, πυξὶς Χριστοῦ ἀγαπήσεως.

Χαῖρε, ἐν γῇ ἡ οὐκ ἔχουσα κλίνην·
χαῖρε, πηγή, ἡ ἐκχέουσα χάριν.

Χαίροις, πάνυ Ἀσκήτρια.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἀρδάσσης σεπτὸς βλαστός, χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον καὶ εὐανθές, χαίροις τῆς Κλεισούρας, κιννάμωμον Σοφία, ἡ ἀκραιφνεῖ ἀσκήσει, κόσμον ἡδύνασα.


Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σοφισθεῖσα, μῆτερ, πνευματικῶς, ὅλον σου τὸν βίον ἐν τελεία ὑπομονὴ διῆλθες, Σοφία, καὶ νὴν τού σου Νυμφίου τὸ κάλλος ἐποπτεύεις ἐν ταῖς παστάσιν αὐτοῦ.



Πηγή: Τράπεζα Ιδεών