Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν



α. Πῶς λοιπόν διηγεῖται ὁ Λουκᾶς ὅτι ἦταν πλαγιασμένο στὴ φάτνη; Μόλις ἐγέννησε, τὸ πλάγιασε ἀμέσως ἐκεῖ. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ βροῦνε σπίτι, ἐπειδὴ εἶχαν μαζευτῆ πολλοὶ, μὲ τὴν ἀπογραφή.Τὸ ὑπογραμμίζει τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγοντας ὅτι πλάγιασε τὸ Χριστὸ, ἐπειδὴ δὲ βρισκόταν κατάλυμα. Ἔπειτα τὸν πῆρε καὶ τὸν ἐκράτησε στὰ γόνατά της. Ὁ ἐρχομός στὴ Βηθλεὲμ ἐσήμαινε καὶ τὸ τέλος τῆς ἐγκυμοσύνης. Ἀντιλαμβανόμαστε ἔτσι τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της· τί ἔγινε καὶ ὅτι δὲν ἔγινε ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα, ἀλλὰ ἐκπληρώνονταν ὅλα σύμφωνα μὲ κάποιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ μιὰ ἀκολουθία προφητειῶν. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔκαμε νὰ προσκυνήσουν; Οὔτε ἡ Παρθένος ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνώτερη τάξη, οὔτε τὸ σπίτι λαμπρό, οὔτε κάτι ἀπ’ ὅσα ἔβλεπαν ἦταν ἱκανό νὰ ξαφνιάση καὶ νὰ προσελκύση. Κι αὐτοὶ ὄχι μονάχα προσκυνοῦν ἀλλὰ κι ἀφοῦ ἄνοιξαν τὰ θησαυροφυλάκιά τους, προσφέρουν δῶρα, ὄχι ὅπως κάνομε σὲ ἄνθρωπο ἀλλὰ ὅπως σὲ Θεό. Σύμβολό του ὁ λιβανωτὸς καὶ ἡ σμύρνα. Τὶ τοὺς ἔπεισε καὶ τοὺς ἔκανε νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ νὰ κάνουν τόσο δρόμο; Ἦταν τὸ ἀστέρι κι ὁ φωτισμὸς ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸ πνεῦμα τους, ποὺ τοὺς ὡδηγοῦσε ὁλοένα σὲ τελειότερη γνώση. Ἄν δὲν ἦταν αὐτό, δὲ θὰ ἔδειχναν βέβαια τόση τιμὴ γιὰ πράγματα ποὺ φαίνονταν ἀσήμαντα.
Γι’ αὐτὸ κανένα ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖ δὲν ἦταν μεγάλο· ἡ φάτνη, τὸ καλύβι, ἡ φτωχὴ μητέρα. Ἔτσι βλέπομε καθάρια τὴ διάθεση τῶν μάγων καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν τὸν πλησίαζαν σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ σὰν Θεὸ καὶ εὐεργέτη. Γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς σκανδάλιζε κανένα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ποὺ ἔβλεπαν. Ἀλλὰ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ προσήλωση στὰ ὑλικά· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐθυσίαζαν πρόβατα καὶ μοσχάρια. Τὰ δῶρα τους εἶχαν τὴ σφραγίδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος· τοῦ πρόσφεραν ἐπίγνωση, ὑπακοή, ἀγάπη. Κι ὅταν πληροφορήθηκαν στ’ ὄνειρό τους νὰ μὴ γυρίσουν στὸν Ἡρώδη, ἔφυγαν γιὰ τὴ χώρα τους ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Πρόσεξε κι ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦτο τὴν πίστη τους· δὲν ἐσκανδαλίστηκαν, ἀλλὰ εἶναι πειθήνιοι καὶ γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη. Δὲν ταράζονται, οὔτε συλλογίζονται μέσα τους. Ἄν εἶναι μεγάλο αὐτὸ τὸ παιδὶ κι ἔχει κάποια δύναμη, τί χρειάζεται ἡ φυγὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἀναχώρηση; Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, ἐνῶ ἤρθαμε φανερὰ καὶ μὲ θάρρος, καὶ σταθήκαμε σὲ τὸσο λαὸ μπροστὰ καὶ στὴ μανία τοῦ βασιλιᾶ, μᾶς βγάζει ὁ ἄγγελος σὰ δραπέτες καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν πόλη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε διατύπωσαν οὔτε ἀναλογίστηκαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη πίστεως· νὰ μὴ ζητῆς τὸ νόημα τῆς διαταγῆς, ἀλλὰ νὰ πείθεσαι μόνο σ’ αὐτήν. Ὅταν αὐτοὶ ἔφυγαν, ἰδοὺ ἕνας ἄγγελος Κυρίου φαίνεται στὸν Ἰωσὴφ στ’ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του, καὶ φεύγα στὴν Αἴγυπτο. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ διατυπώση κανεὶς ἀπορία καὶ γιὰ τοὺς μάγους καὶ γιὰ τὸ παιδὶ. Γ ιατὶ ἄν ἐκεῖνοι δὲν ταράχτηκαν, παρὰ τὰ δέχτηκαν ὅλα μὲ πίστη, ἀξίζει νὰ ἐρευνήσωμε ἐμεῖς, γιατὶ δὲ σώζονται κι ἐκεῖνοι καὶ τὸ παιδὶ χωρὶς νὰ φύγουν, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀναχωροῦν στὴν Περσία, κι ἐκεῖνο φυγαδεύεται μὲ τὴ μητέρα του στὴν Αἴγυπτο; Θὰ πῆτε· ἔπρεπε αὐτὸς νὰ πέση στὰ χέρια τοῦ Ἡρώδη καὶ παρόλο τοῦτο νὰ μὴ σκοτωθῆ. Δὲ θὰ γινόταν πιστευτὸ ὅτι ἔλαβε σάρκα, θὰ δυσπιστοῦσαν μπροστὰ στὸ μέγεθος τῆς θείας οἰκονομίας. Γιατὶ ἄν μερικοὶ τόλμησαν νὰ ποῦν ὅτι ἦταν μῦθος ἡ πρόσληψη τῆς σάρκας, μόλο ποὺ ἔγιναν αὐτὰ καὶ πολλὰ οἰκονομήθησαν, ὅπως ἁρμόζει σ’ ἀνθρώπους, σκεφτῆτε σὲ ποιὰ μεγάλη ἀσέβεια θὰ ἔπεφταν, ἄν τὰ ἔπραττε ὅλα ὅπως ἁρμόζει στὸ Θεὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δύναμή του; Στέλλει γρήγορα τοὺς μάγους, γιὰ νὰ τοὺς κάμη δασκάλους στὴν περσικὴ χώρα καὶ γιὰ νὰ θεραπεύση τὴ μανία τοῦ τυράννου. Νὰ μάθη ὅτι ἐπιχειρεῖ τ’ ἀκατόρθωτα, νὰ πνίξη τὸ θυμό του καὶ νὰ σταματήση τὴ μάταιη προσπάθειά του. Γιατὶ δὲν εἶναι ἄξιο τῆς δυνάμεώς του μόνο νὰ νικᾶ φανερὰ τοὺς ἐχθροὺς του ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐξαπατᾶ εὔκολα. Ὅμοια ξεγέλασε καὶ τοὺς Αἰγυπτίους γιὰ χάρη τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐνῶ μποροῦσε νὰ μεταφέρη φανερὰ τὸν πλοῦτο τους στὰ χέρια τῶν Ἑβραίων, ὁρίζει νὰ γίνη τοῦτο κρυφὰ καὶ μὲ ἀπάτη καὶ τοῦτο τὸν κάνει φοβερὸ στοὺς ἀντιπάλους του καθόλου λιγώτερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἄλλα σημεῖα.

β. Οἱ Ἀσκαλωνῖτες λοιπὸν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅταν πῆραν τὴν κιβωτό, καὶ δέχτηκαν ἐπίθεση παρακινοῦσαν τοὺς δικοὺς τους νὰ μὴν πολεμοῦν καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀντιμετωπίζουν, μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα θαύματα ἀνέφεραν καὶ τοῦτο κι ἔλεγαν. Γιατὶ στενοχωρεῖσθε, ὅπως στενεχωρήθηκε ἡ Αἴγυπτος καὶ ὁ Φαραώ; Ὅταν τοὺς ἐξαπάτησε, δὲν ἔστειλε τὸ λαὸ του καὶ τὸν ἔσωσε; Τὸ ἔλεγαν τοῦτο, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν ὅτι δὲν ἦταν μικρότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἔγιναν φανερά, γιὰ νὰ δείξη τὴ δύναμη καὶ τὴ μεγαλωσύνη του. Αὐτὸ ἔγινε κι ἐδῶ κι ἦταν ἱκανὸ νὰ ξαφνιάση τὸν τύραννο. Σκέψου τί ἦταν φυσικὸ νὰ πάθη ὁ Ἡρώδης καὶ νὰ νιώση ἀσφυξία, ὅταν ἀπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ γελοιοποιήθηκε. Δὲν ἔγινε βέβαια καλύτερος. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν ἔγκλημα ἐκείνου ποὺ τὰ οἰκονόμησε αὐτά, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερβολικῆς μανίας. Δὲν ὑποχωροῦσε σ’ ἐκείνους ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν ἐγκαρδιώσουν καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴ μανία του. Καὶ γιατί, ρωτοῦν, στέλνει τὸ παδιὶ στὴν Αἴγυπτο; Μὲ ἀκρίβεια ἀναφέρει τὴν αἰτια ὁ Εὐαγγελιστὴς· γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Συνάμα ἀπευθύνονταν στὴν οἰκουμένη προμηνύματα ἀγαθῶν ἐλπίδων. Ἡ Βαβυλὼν κι ἡ Αἴγυπτος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος τῆς γῆς κατακαίγονταν ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἀσέβειας. Δείχνοντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ τὶς διορθώση καὶ τὶς δύο καὶ θὰ τὶς κάμη καλύτερες καὶ δημιουργῶντας τὴν πίστη μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ προσδοκοῦμε τὸ καλὸ γιὰ ὅλη τήν οἰκουμένη, στὴ μιὰ ἔστειλε τοὺς μάγους, στὴν ἄλλη πῆγε ὁ ἴδιος μὲ τὴ μητέρα του. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε καὶ κάτι ἄλλο διδασκόμαστε, ποὺ δὲ συντελεῖ λίγο στὴν προκοπή μας. Ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρέπει νὰ περιμένωμε πειρασμοὺς κι ἐπιβουλὲς. Βλέπεις ὅτι τοῦτο γίνεται ἀπὸ τὰ σπάργανα. Μόλις γεννήθηκε, μανιάζει ὁ τύραννος, ἀκολουθεῖ ἡ φυγὴ κι ἡ ἐγκατάσταση σὲ χώρα ἐξορίας κι ἐξορίζεται ἡ ἀθώα μητέρα σὲ χώρα βαρβαρική. Ἀκούοντας τα αὐτὰ, ὅταν ἀξιωθῆς ν’ ἀναλάβης κάποια πνευματικὴ διακονία κι ἔπειτα δῆς νὰ σὲ βρίσκουν ἀθεράπευτες συμφορὲς καὶ νὰ ὑπομένης ἀμέτρητους κινδύνους, πρόσεξε νὰ μὴν ταραχτῆς. Καὶ κυρίως νὰ μὴν πῆς· Τί σημαίνει τοῦτο; Ἔπρεπε νὰ στεφανωθῶ καὶ νἀ ἀνακηρυχτῶ νικητής, νὰ ἀποχτήσω ὄνομα καὶ δόξα, ἀφοῦ ἔπραξα τὴν ἐντολἠ τοῦ Κυρίου. Ἀντίθετα νὰ τὰ δεχτῆς ὅλα μὲ γενναιότητα, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀκολουθία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔχει δεμένους τοὺς πειρασμοὺς μαζί της. Κοίταξε πῶς δὲ συμβαίνει τοῦτο στὸ παιδὶ μόνο καὶ στὴ μητέρα του ἀλλὰ καὶ στοὺς βαρβάρους ἐκείνους. Κι ἐκεῖνοι κρυφά, σὰ φυγάδες, ἀναχωροῦν. Κι ἐκείνη πάλι, ποὺ δὲν εἶχε διασκελίσει ποτὲ τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, παίρνει ἐντολὴ νὰ ὑπομείνη τόσο μακρινὸ δρόμο, γεμᾶτο ταλαιπωρίες, ἐξ αἰτίας τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ τῆς καὶ τῆς πνευματικῆς γέννας της. Πρόσεξε κι ἐδῶ τὸ παράδοξο. ἡ Παλαιστίνη καταδιώκει, κι ἡ Αἴγυπτος ὑποδέχεται καὶ σώζει αὐτὸν ποὺ καταδιώκεται. Γιατὶ δὲν ἐγίνονταν μόνο στὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ προεικονίσεις ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ προμηνοῦσαν ὅσα θὰ ἐξελίσσονταν ἀργότερα. Ὅπως ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ ὄνου καὶ τοῦ πουλαριοῦ. Παρουσίαστηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ δὲν ἀπευθύνεται στὴ Μαρία ἀλλὰ στὸν Ἰωσὴφ. Καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του. Δὲ λέει ἐδῶ τὴ γυναῖκα σου ἀλλὰ τὴ μητέρα του. Ἐπειδὴ γεννήθηκε τὸ παιδὶ, εἶχε διαλυθῆ ἡ ὑποψία κι εἶχε βεβαιωθῆ ὁ Ἰωσὴφ, μιλάει ἀπροκάλυπτα ὁ ἄγγελος καὶ δὲ μιλάει οὔτε γιὰ παιδὶ δικό του, οὔτε γιὰ γυναῖκα του. Ἀλλὰ τοῦ λέει· Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὴν Αἴγυπτο. Συμπληρώνει μὲ τὴν αἰτία τῆς φυγῆς. Ὁ Ἡρώδης θὰ ζητήση νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ.

γ. Δὲ σκανδαλίστηκε, ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰωσήφ, οὔτε εἶπε Μοῦ λὲς αἰνίγματα· δὲν ἔλεγες πρῶτα, ὅτι θὰ σώση τὸ λαό του; Τώρα μήτε τὸν ἑαυτὸ του δὲ σώζει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγωμε, ν’ ἀποδημήσωμε καὶ νὰ ζήσωμε ἀλλοῦ πολὺν καιρό. Τὰ πράγματα εἶναι ἀντίθετα μὲ τὶς ὑποσχέσεις. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ λέει. Ἐπίστευε στὸ Θεό. Οὔτε γιὰ τὸ χρόνο τῆς ἐπιστροφῆς δὲ δείχνει περιέργεια, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος μίλησε πολὺ ἀόριστα γι’ αὐτὸν. Νὰ εἶσαι ἐκεῖ, ὥσπου νὰ σοῦ πῶ. Οὔτε σὲ τοῦτο δὲν ἔδειξε ἀπροθυμία. Ὑπακούει, τὸν πιστεύει κι ὑπομένει μὲ χαρὰ ὅλους τοὺς πειρασμούς. Συνεδύασε μὲ τὰ ὀδυνηρὰ τοῦτα ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ εὐχάριστα, ὅπως κάνει σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· δὲ δίνει οὔτε τοὺς κιδνύνους οὔτε τὰ εὐχάριστα, συνέχεια, ἀλλὰ καὶ μ’ αὐτὰ καὶ μ’ ἐκεῖνα μαζὶ ὑφαίνει τὸ βίο τῶν δικαίων. Τὸ ἴδιο ἔκαμε κι ἐδῶ. Ὅταν πρόσεξε ὁ Ἰωσὴφ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου, ταράχτηκε καὶ βρέθηκε στὴν ἔσχατη ἀμηχανία. Ὑποπτεύθηκε τὴν κόρη γιά μοιχεία. Ἦρθε ὅμως εὐθὺς ὁ ἄγγελος ποὺ διέλυσε τὴν ὑποψία κι ἔδιωξε τὸ φόβο. Ὅταν εἶδε τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε, δοκίμασε τὴν πιὸ μεγάλη χαρά. Τὴ χαρὰ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχτηκε κίνδυνος καὶ μάλιστα ὄχι μικρός· ἡ πόλη ἦταν ἀνάσταστη, ὁ βασιλιὰς μανιασμένος ἀναζητοῦσε τὸ νεογέννητο. Τὴν ταραχὴ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχται ἄλλη χαρά, τὸ ἀστέρι καὶ ἡ προσκύνηση τῶν μάγων. Κι ἄλλη μιὰ φορὰ μετὰ τὴν εὐχαρίστηση αὐτὴ ἐπακολουθεῖ φόβος καὶ κίνδυνος. Ζητεῖ ὁ Ἡρώδης νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ· κι εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγη καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινο νὰ μετοικήση. Δὲν ἔπρεπε νὰ θαυματουργήση ἀπὸ τότε. Ἄν ἔκαμε θαύματα ἀπὸ μκρὴ ἡλικία, δὲ θὰ θεωροῦνταν ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ δὲ δημιουργεῖται ἀμέσως τέλειος ναὸς ἀλλὰ προηγεῖται ἡ κυοφορία, διάστημα ἐννέα μηνῶν, πόνοι τοῦ τοκετοῦ, γέννα, θηλασμὸς, πολύχρονη ἡσυχία, περιμένοντας τὴν ἀνδρικὴ ἡλικία. Μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνη εὔκολα παραδεχτὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Γιὰ ποιόν λοιπὸν ἔγιναν αὐτὰ τὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχή; ρωτᾶ. Γιὰ τὴ μητέρα, γιὰ τὸν Ἰωσὴφ, γιὰ τὸ Συμεών, ποὺ περίμενε νὰ πεθάνη, γιὰ τοὺς βοσκούς, γιὰ τοὺς μάγους, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἄν ἤθελαν νὰ προσέξουν σ’ αὐτὰ, δὲ θὰ ἀποκόμιζαν μικρὴ ὠφέλεια γιὰ τὴ μελλοντικὴ ζωή. Ἄν οἱ προφῆτες δὲν κάνουν λόγο γιὰ τοὺς μάγους, μὴν ταραχτῆς. Δὲν ἐμιλησαν βέβαια γιὰ ὅλα οὔτε καὶ γιὰ ὅλα ἐκράτησαν σιγή. Ὅπως τὸ νὰ δῆς νὰ ἔρχωνται τὰ πράγματα χωρὶς νὰ ἔχης ἀκούσει τίποτα, προκαλεῖ μεγάλη ἔκπληξη καὶ ταραχὴ, ὅμοια καὶ ἡ πληροφορία γιὰ ὅλα ἔκαμε τὸν ἀκροατὴ νὰ κοιμᾶται καὶ δὲν ἄφηνε τίποτα στοὺς Εὐαγγελιστάς. Κι ἄν ἀμφιβάλλουν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὴν προφητεία λέγοντας ὅτι γι’ αὐτοὺς ἐλέχθηκε ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, θὰ τοὺς ἀπαντήσωμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς προφητείας· πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρονται συχνὰ γιὰ ἄλλα πράγματα κι ἐκπληρώνονται σὲ ἄλλα. Ὅπως ἡ προφητεία γιὰ τὸ Συμεὼν καὶ τὸ Λευί. Θὰ τοὺς μοιράσω, ἀναφέρει, μέσα στὴ γενιὰ τοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ τοὺς σκορπίσω σ’ ὅλους τοὺς Ἰσραηλῖτες. Αὐτὸ ὅμως ἐκπληρώθηκε στὰ ἐγγόνια τους. Κι αὐτὸ ποὺ ὁ Νῶε εἶπε γιὰ τὸ Χαναάν, ἐκπληρώθηκε στοὺς Γαβωνῖτες τοὺς ἐγγόνους τοῦ Χανναάν. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὸν Ἰακώβ. Οἱ ὑποσχέσεις ποὺ ἔλεγαν Γίνου Κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου κι ἄς σὲ προσκυνήσουν οἱ γιοὶ τοῦ πατέρα σου, δὲν ὁλοκληρώθηκαν σ’ αὐτὸν ἀλλὰ στὰ ἐγγόνια του. Πῶς θὰ ὡλοκληρώνονταν σ’ αὐτὸν ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν προσκυνοῦσε ἀμέτρητες φορές; Τὸ ἴδιο μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ κι ἐδῶ. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστῆ γνησιώτερος γιὸς τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ πορσκυνᾶ τὸ μόσχο, ποὺ ἀφιερώνεται στὸ Βεελφεγὼρ καὶ θυσιάζει τοὺς γιούς του στὰ δαιμόνια ἤ ὁ καταφύση Γιός, ποὺ τιμᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐγέννησε. Ὥστε ἄν δὲν ἔρχόταν ὁ Χριστός, ἡ προφητεία δὲ θὰ λάβαινε τὴν ἐκπλήρωση ποὺ ἔπρεπε.

δ. Πρόσεξε πῶς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς κάνει γι’ αὐτὸ ὑπαινιγμό· Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ. Δείχνει ἔτσι ὅτι δὲν θὰ ἐκπληρωνόνταν, ἄν δὲν ἐρχόταν ἐκεῖνος. Καὶ δὲν προσδίδει αὐτὸ τυχαία λάμψη στὴν Παρθένο καὶ δόξα. Αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καύχημά του ὅλος ὁ λαός, μποροῦσε νὰ τὸ ἔχη κι ἐκείνη. Μεγαλοφρονοῦσαν ἐπειδὴ ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ γι’ αὐτὸ καυχιόταν. Αὐτὸ ὑπονοῶντας ὁ προφήτης ἔλεγε· Δὲν ἐλευθέρωσα τοὺς ἀλλοφύλους ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τὸ λάκκο; Ἀποδίδει καὶ στὴν Παρθένο τὸ πλεονέκτημα τοῦτο. Ἤ μᾶλλον ὁ λαὸς καὶ ὁ πατριάρχης, ἀφοῦ πῆγαν ἐκεῖ καὶ γύρισαν ἐκπληρωσαν τὸν τύπο αὐτῆς τῆς ἀπαλλαγῆς. Κι ἐκεῖνοι κατέβαιναν ξεφεύγοντας τὸ θάνατο ἀπὸ πεῖνα, κι αὐτὸς θάνατο ἀπὸ ἐπιβουλή. Ἐκεῖνοι ὅμως μὲ τὴν κάθοδο τους ἐκεῖ, ἐσώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα· ἐνῶ ὁ Χριστὸς πηγαίνοντας ἐκεῖ ἁγίασε ὅλη τὴ χώρα. Πρόσεξε πῶς γίνεται ἡ ἀποκάλυψη ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ τὴ θεότητα. Ὅταν ὁ ἄγγελος εἶπε Φεῦγε στὴν Αἴγυπτο, δὲν ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοὺς συνοδεύση, οὔτε ὅταν πήγαιναν οὔτε ὅταν θὰ γύριζαν. Αὐτὸ ἦταν ὑπαινιγμὸς ὅτι θὰ εἶχαν μεγάλο συνοδοιπόρο, τὸ νεογέννητο παιδί. Αὐτὸς ἔφερε γενικὴ ἀλλαγὴ σὲ ὅλα κι ἔκαμε τοὺς ἐχθροὺς νὰ βοηθήσουν πολὺ τὴν οἰκονομία αὐτή. Καὶ βλέπομε τοὺς βαρβάρους μάγους νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν προγονικὴ δεισιδαιμονία τους καὶ νὰ ἔρχωνται νὰ προσκυνήσουν. Ὑπηρετεῖ καὶ ὁ Αὔγουστος τὴ γέννηση στὴ Βηθελεὲμ μὲ τὸ πρόσταγμα τῆς ἀπογραφῆς. Ἡ Αἴγυπτος τὸν δέχεται, ὅταν φεύγη κυνηγημένος ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ τὸν σώζει. Βρίσκε ἔτσι μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μὴν τοῦ  εἶναι ξένος. Ἔτσι θὰ ἀκούση νὰ τὸν κηρύττουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ θὰ χαίρεται ποὺ αὐτὴ τὸν δέχτηκε πρώτη.

Τὸ πλεονέκτημα τοῦτο ἀνῆκε βέβαια στὴν Παλαιστίνη μόνη· ἔγινε ὅμως ἡ Αἴγυπτος θερμότερη. Καὶ ὅταν ἔρθης τώρα στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, θὰ τὴν εὕρης καλύτερη ἀπὸ κάθε παραδεισένιο κῆπο, γεμάτη ἀπὸ ἀμέτρητους χοροὺς ἀγγέλων μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα κι ἀπὸ λαὸ μαρτύρων καὶ μελίσσια παρθένων. Ὅλη ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἔχει ἐκεῖ καταλυθῆ, ἐνῶ κυριαρχεῖ ὁλόλαμπρη ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὴ μητέρα τῶν ποιητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν μάγων, αὐτὴν ποὺ βρῆκε κάθε εἴδος μαγείας καὶ τὸ διέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους, αὐτὴν θὰ τὴ δῆς τώρα νὰ τοὺς περιφρονῆ ὅλους αὐτοὺς καὶ νὰ θεωρῆ καλλωπίσματά της τοὺς ἁλιεῖς, νὰ περιφέρη παντοῦ τὸν τελώνη καὶ τὸ σκηνοποιὸ καὶ νὰ προβάλλη τὸ σταυρό. Καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν μόνο στὶς πόλεις· περισσότερο στὶς ἐρημιὲς. Σὲ κάθε μέρος τῆς χώρας ἐκείνης μπορεῖς νὰ δῆς τὸ στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ποίμνιο τὸ βασιλικὸ, τὴν πολιτεία τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Κι αὐτὰ δείχνονταν μὲ τοὺς ἄνδρες ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς γυναῖκες. Κι ἐκεῖνες δὲν ἐπιδίδονται λιγώτερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες στὴν πνευματικὴ ζωή. Δὲν παίρνουν βέβαια τὴν ἀσπίδα, οὔτε καβαλικεύουν τὸ ἄλογο, ὅπως ὁρίζουν οἱ τρανοὶ νομοθέτες καὶ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων. Ἀποδέχονται ὅμως ἄλλο βαρύτερο ἀγῶνα. Εἶναι ὁ κοινὸς σ’ αὐτὲς καὶ στοὺς ἄνδρες πόλεμος πρὸς τὸ διάβολο καὶ τὶς δυνάμεις του. Καὶ πουθενὰ στὶς συγκρούσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ δὲν ἐμποδίζει ἡ φυσική τους ἀσθένεια. Γιατὶ δὲν κρίνονται μὲ τὴ δύναμη τοῦ σώματος ἀλλὰ μὲ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς οἱ ἀγῶνες αὐτοί. Ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ πολλὲς ἀγωνίσθηκαν μὲ περισσότερη δύναμη ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καὶ ἔστησαν λαμπρότερα τρόπαια. Δὲν εἶναι τόσο λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἀσκητικῶν χορῶν, ὅπως ἡ ἔρημος τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ἀπὸ παντοῦ μᾶς παρουσιάζει τὰ σκηνώματα τῶν μοναχῶν.

ε. Ἄν γνωρίζη κανένας, τὴν παλαιὰ ἐκείνη Αἴγυπτο, τὴ θεομάχο καὶ μανιασμένη, ποὺ ἦταν δούλη στὶς γάτες, ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὰ κρεμύδια αὐτὸς θὰ καταλάβη καλὰ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἤ μᾶλλον δὲν ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παλιὰ παραμύθια· μένουν ἀκόμα σὰν ἀποδείξεις κάποια ἀπομεινάρια ἀπὸ τὴν παλιὰ κι ἀνόητη ἐκείνη μανία. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ εἶχαν περιπέσει κατὰ τὸ παρελθὸν σὲ τόση μανία φιλοσοφοῦν τώρα γιὰ τὸν οὐρανοὸ καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πραγματικότητα, περιφρονοῦν τὰ προγονικὰ ἔθιμα, οἰκτίρουν τοὺς προγόνους τους καὶ δὲ δίνουν στοὺς φιλοσόφους καμμιὰ σημασία. Διδάχτηκαν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ὅτι οἱ δικές τους δοξασίες ἦσαν ἐπινοήσεις ἀπὸ μεθυσμένες γρηοῦλες, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ποὺ εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν εἶναι αὐτὴ ποὺ τὴν ἐκήρυξαν οἱ ψαράδες. Γι’ αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριβολογία στὰ δόγματα δείχνουν μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὴν πρακτικὴ ζωή. Ἀφοῦ ἀπόθεσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο, προχωροῦν πάλι ἀκόμα περισσότερο, χρησιμοποιοῦν τὴ σωματική τους ἐργασία γιὰ διατροφὴ τῶν πεινασμένων. Οὔτε ἐπειδὴ νηστεύουν κι ἀγρυπνοῦν, ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ ἡσυχάζουν τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ξοδεύουν τὶς νύχτες τους σὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ ὁλονυχτίες, καὶ τὶς ἡμέρες τους πάλι σὲ προσευχὲς μαζί καὶ σὲ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔχοντας πρότυπό τους τὸ ζῆλο τοῦ ἀποστόλου. Γιατὶ ἄν ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο εἶχε στρέψει τὰ βλέμματα ἡ οἰκουμένη γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, μπῆκε σ’ ἐργαστήριο, ἄσκησε τέχνη, καὶ δὲν κοιμόταν οὔτε τὴ νύχτα, εἶναι πολὺ πιὸ δίκαιο νὰ ξοδεύωμε ἐμεῖς τὴ σχολὴ καὶ τὴν ἡσυχία μας σὲ πνευματικὴ ἐργασία, ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἔρημο καὶ δὲ μᾶς ἐμποδίζει καθόλου ἡ ταραχὴ τῶν πόλεων. Αἰσθανόμαστε ντροπὴ ὅλοι, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί, ὅταν ἐκεῖνοι χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια τους, βιάζονται καὶ φιλονικοῦν νὰ ἐξοικονομήσουν μ’ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητά τους, ἐνῶ ἐμεῖς μ’ ὅλη τὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχομε, δὲ διαθέτομε γιὰ τοὺς φτωχοὺς μήτε τὰ ἄχρηστα σ’ ἐμᾶς. Πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε καὶ πῶς θὰ δεχτοῦμε τὴ συγχώρηση; Καὶ νὰ συλλογιστῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἦσαν φιλοχρήματοι καὶ λαίμαργοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἄλλα. Ἐκεῖ ἦταν λεβέτια μὲ τὰ κρέατα, ποὺ θυμοῦνται οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐκεῖ ἡ μεγάλη βασιλειλα τῶν φαγητῶν. Ὅταν ὅμως θέλησαν, ἄλλαξαν, κι ἀφοῦ δέχτηκαν τὴ φλόγα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι μαζί μεταφέρθηκαν στὸ ἀγκυροβόλιο τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἐνῶ ἦσαν πιὸ θερμοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πιὸ πρόχειροι στὸ θυμὸ καὶ στὴ σωματικὴ ἡδονὴ, ἔβαλαν πρότυπά τους τὶς ἀσώματες δυνάμεις στὴ μετριοπάθεια καὶ τὴν ἄλλη πνευματικὴ ἀταραξία. Ὅποιος πῆγε στὴ χώρα, καταλαβαίνει ὅ,τι τοῦ λέγω.

Ἄν ὅμως δὲν πῆγε κάποιος στὶς σκηνὲς ἐκεῖνες, ἄς φέρη στὸ νοῦ του αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα στὰ στόματα ὅλων, ποὺ ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μᾶς ἔδωσε ἡ Αἴγυπτος, τὸ μακάριο καὶ μεγάλο Ἀντώνιο κι ἄς σκεφτῆ ὅτι κι αὐτὸς ἔζησε στὴ ἴδια χώρα ποὺ ἔζησε κι ὁ Φαραώ. Δὲν ἀδικήθηκε ὅμως καθόλου. Ἀλλά καὶ τὸ Θεὸ ἀξιώθηκε νὰ δῆ κι παρουσίασε τέτοια ζωή, ὅπως ζητοῦν οἱ νόμοι τοῦ Χριστοῦ. Λεπτομέρειες θὰ εὔρη  κανένας, ὅταν διαβάση τὴ βιογραφία του, ὅπου θὰ συναστήση κι ἐκδηλώσεις τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος. Προανήγγειλε τὴν ἀρειανική νόσο, καὶ μίλησε γιὰ τὴ βλάβη ποὺ αὐτὴ θὰ προκαλοῦσε, ὅπως τοῦ εἶχε τότε δείξει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶχε ἁπλώσει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλα τὰ μελλοντικά. Εἶναι καὶ τοῦτο μιὰ ἀπόδειξη κοντὰ στὶς ἄλλες, ὅτι οἱ αἱρέσεις δὲν ἔχουν καμμιὰ τέτοια προσωπικότητα. Γιὰ νὰ μὴν τ’ ἀκούσετε ὅμως ὅλα ἀπὸ μένα, σκύψετε στὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου καὶ θὰ τὰ δῆτε ὅλα μὲ ἀκρίβεια καὶ θ’ ἀντλήσετε ἀπὸ κεῖ πολλὴν ὠφέλεια. Σᾶς προτρέπω σὲ τοῦτο, ὄχι γιὰ νὰ διαβάσωμε μόνο τὸ βιβλίο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ μιμηθοῦμε καὶ νὰ μὴν πορτάσσωμε μήτε τὴν πατρίδα μήτε τὴν ἀνατροφή, μήτε τὴν κακία τῶν προγόνων. Ἄν θέλωμε νὰ προσέξωμε τὸν ἑαυτὸ μας, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ μᾶς σταθῆ ἐμπόδιο. Κι ὁ Ἀβραὰμ εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρη, δὲν τὸν διαδέχτηκε ὅμως στὴν παρανομία. Κι ὁ Ἐζεκίας εἶχε πατέρα τὸν Ἄχαζ· ἔγινε ὅμως τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Ἰωσὴφ τότε στὴ μέση τῆς Αἰγύπτου κέρδισε ὡστόσο τὸ στεφάνι τῆς σωφροσύνης. Κι οἱ τρεῖς Παῖδες ἐπίσης, στὴ μέση τῆς Βαβυλῶνος, στὸ κέντρο τοῦ παλατιοῦ, δίπλα σὲ συβαρίτικο τραπέζι ἔδειξαν τὴν πιὸ μεγάλη ἀρετή. Ἐπίσης ὁ Μωυσῆς στὴν Αἴγυπτο κι ὁ Παῦλος στὴν οἰκουμένη. Τίποτα δὲν ἐμπόδισε ὅλους αὐτοὺς στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὰ ἄς ἔχωμε κι ἐμεῖς τὸ νοῦ μας, κι ἄς ἐξοβελίσωμε τὶς περιττὲς αὐτὲς προφάσεις καὶ δικαιολογίες κι ἄς ἀρχίσωμε τὸ μόχθο τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι καὶ τὸ Θεὸ θὰ τὸν προσελκύσωμε σὲ μεγαλύτερη πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη, θὰ τὸν πείσωμε νὰ μᾶς βοηθήση στοὺς ἀγῶνες μας καὶ θ’ ἁπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὰ ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες Ἀμὴν.

Θ΄

α’. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ ὀργιστῆ ἀλλὰ νὰ φοβηθῆ καὶ νὰ περιοριστῆ καὶ νὰ παραδεχθῆ ὅτι ἐπιδιώκει ἀκατόρθωτα πράγματα. Δέν ἡσυχάζει ὅμως. Ὅταν εἶναι ἡ ψυχὴ ἀχάριστη καὶ ἀθεράπευτη, δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα ποὺ δίνει ὁ Θεός. Πρόσεξε πῶς τοῦτος συναγωνίζεται μὲ τοὺς παλιούς, προσθέτει φόνους σὲ φόνους καὶ τρέχει ἀπὸ παντοῦ πρὸς τὸν κρημνό. Σὰ νὰ τὸν εἶχε συνεπάρει κάποιος δαίμονας τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους, δὲ λογαριάζει κανένα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ φύση μανιάζει καὶ τὴν ὀργή του ἀφήνει νὰ ξεσπάση κατὰ τῶν μάγων ποὺ τὸν γέλασαν καὶ τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἀδίκησαν καθόλου ἀποτολμῶντας στὴν Παλαιστίνη δρᾶμα συγγενικὸ μ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε στὴν Αἴγυπτο τότε. Ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ σκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴν περιοχή της, ἀπὸ δύο χρόνων καὶ κάτω, κατὰ τὶς πληροφορίες ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μάγους. Πρόσεξε μὲ σχολαστικότητα. Ἀκούγονται πολλὲς φλυαρίες γι’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἀπὸ πολλοὺς, ποὺ ἀπόδιδαν τὴν ἀδικία στοὺς γονεῖς. Καὶ μερικῶν ἡ ἀπορία εἶναι πιὸ μετρημένη, ἐνῶ ἄλλη θρασύτερη καὶ πιὸ μανιασμένη. Γιὰ ν’ ἀπαλλάξωμε λοιπὸν τοὺς ἄλλους πρώτους ἀπὸ τὴν ἀπορία καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴ μανία, ἀνεχθῆτε με λίγο νὰ σὰς μιλήσω γιὰ τὸ θέμα τοῦτο. Ἄν κατηγοροῦν τοῦτο, ὅτι ἐδείχθηκε ἀδιαφορία γιὰ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν, ἄς κατηγορήσουν καὶ τὴν σφαγὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλαγαν τὸν Πέτρο. Ἐδῶ ὅταν ἔφυγε τὸ παιδὶ, σφάζουν ἄλλα παιδιὰ στὴ θέση του. Ἔτσι καὶ τότε. Ὅταν ὁ ἄγγελος ἀπάλλαξε τὸν Πέτρο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὶς ἁλυσίδες, ἕνας ὁμώνυμος καὶ ὁμοτροπος τοῦ τυράννου τούτου, ὅταν ζήτησε καὶ δὲν τὸν βρῆκε, σκότωσε στὴ θέση του τοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν φρουροῦσαν. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι βέβαια λύση ἀλλὰ περιπλοκὴ τοῦ προβλήματος, θὰ πῆ κάποιος. Τὸ γνωρίζω κι ἐγὼ καὶ γι’ αὐτὸ ἀνακινῶ πάντοτε τὰ θέματα τοῦ εἴδους αὐτοῦ, γιὰ νὰ φέρω τὴ μοναδικὴ λύση σὲ ὅλα. Ποιὰ εἶναι ἡ λύση τους καὶ ποιὰ ἠ εὐπρόσωπη γι’ αὐτὰ δικαιολογία μας; Ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος τῆς σφαγῆς ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἡ σκληρότητα τοῦ βασιλιᾶ. Ὅπως καὶ στοὺς στρατιῶτες δὲν ἦταν αἰτία ὁ Πέτρος παρὰ ἡ ἀνοησία τοῦ Ἡρώδη. Ἄν εἶχε δεῖ ἕνα τοῖχο ἀνοιγμένο, ἤ πόρτες παραβιασμένες, θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ ἀμέλεια τοὺς στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν. Τώρα ὅμως ἔμεναν ὅλα στὴ θέση τους, κλεισμένες οἱ πόρτες κι οἱ ἁλυσίδες κλειδωμένες στὰ χέρια τῶν φρουρῶν –γιατὶ ἦσαν δεμένοι μαζί τους. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ συλλογιστῆ ἀπ’ αὐτά, ἄν ἔκρινε ὀρθὰ τὰ γεγονότα, ὅτι δὲν ἦταν ἔργο ἀνθρώπου, οὔτε μιὰ παράνομη ἀπόδραση ἀλλὰ ἐκδήλωση μιᾶς θείας καὶ θαυματουργῆς δυνάμεως. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ προσκυνήση τὸν αἵτιο τούτων κι ὄχι νὰ στραφῆ κατὰ τῶν φρουρῶν. Μ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὁ Θεὸς ἔκαμε ὅλα ὅσα ἔκαμε· ὄχι μόνο δὲν ἤθελε νὰ θυσιάση τοὺς φρουροὺς ἀλλὰ καὶ τὸ βασιλιὰ νὰ ὁδηγήση πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος στάθηκε ἀπερίσκεπτος, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχη μὲ τὸ σοφὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν, ποὺ πράττει τὰ πάντα πρὸς ὠφέλεια, ἡ ἀταξία τοῦ ἀρρώστου; Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ποῦμε κι ἐδῶ. Γιατὶ ὠργίστηκες, Ἡρώδη, ἐπειδὴ ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους; Δὲν ἐκάλεσες τοὺς ἀρχιερεῖς; Δὲν συγκέντρωσες τοὺς γραμματεῖς; Δὲν σοῦ ἔφεραν ἐκεῖνοι στὸ δικαστήριό σου, ὅταν τοὺς ἐκάλεσες, καὶ τὸν προφήτη μαζί τους, ποὺ τὸν προανήγγειλε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ; Δὲ διαπίστωσες ὅτι τὰ παλιὰ συμφωνοῦσαν μὲ τὰ νέα; Δὲν ἄκουσες ὅτι ἀκόμη καὶ ἀστέρι ἦρθε νὰ τοὺς ὑπηρετήση; Δὲ σεβάστηκες τὸ ζῆλο τῶν βραβάρων; Δὲν ἐθαύμασες τὸ θάρρος τους; Δὲ σοῦ ἔκαμε ἐντύπωση ἡ ἐπαλήθευση τοῦ προφήτη; Δὲν ἐξήγησες τὰ νέα μὲ βάση τὰ παλιὰ; Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔκαμες μέσα σου τὴ σκέψη ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν ἦταν μιὰ ἀπάτη τῶν μάγων· ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία δύναμη οἰκονομοῦσε τὰ πάντα πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε; Ἀλλὰ καὶ ἄν ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους, γιατὶ στράφηκες στὰ παιδιὰ, ποὺ δὲν εἶχαν κάμει καμμιὰ ἀδικία;

β’. Μάλιστα, παρατηρεῖ. Ὡραῖα ἄφησες ἀναπολόγητο τὸν Ἡρώδη. Δὲν ἀνασκεύασες ὅμως ἀκόμα τὴν ἔνταση τῆς ἀδικίας γιὰ ὅσα εἶχαν γίνει. Ἄν ἐκεῖνος ἐνεργοῦσε ἄδικα, γιατὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός; Τί θἀ ἀπαντήσωμε σ’ αὐτό; Ὅ,τι πάντοτε καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ παντοῦ δὲ σταματῶ νὰ ἐπαναλαμβάνω. Αὐτὸ θέλω καὶ σεῖς μὲ ἀκρίβεια νὰ τηρῆτε. Εἶναι κάποιος κανόνας ποὺ ἁρμοζει σὲ κάθε ἀπορία σας. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ κανόνας καὶ ποιά ἡ αἰτία; Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦν, κι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται κανένας. Γιὰ νὰ μῆ σᾶς ἀνησυχῆ τὸ αἴνιγμά μου, φέρνω γρήγορα καὶ τὴ λύση του. Ὅ,τι κι ἄν πάθωμε ἄδικα ἀπὸ κάποιον· ὁ Θεὸς μᾶς λογαριάζει τὴν ἀδικία αὐτὴ ἤ γιὰ νὰ μᾶς χαρίση ἁμαρτήματα ἤ γιὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώση μισθό. Ἄς χρησιμοποιήσωμε παράδειγμα γιὰ ν’ ἀποσαφηνιστῆ τὸ πρᾶγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ὑπηρέτης ὀφείλει στὸν κύριό του πολλὰ χρήματα. Ἔπειτα ὅτι ἔπεσε σὲ χέρια κακῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ πῆραν μέρος ἀπὸ τὰ δικά του. Ἄν λοιπὸν ὁ κύριος, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὸν ἅρπαγα καὶ τὸν πλεονέκτη, δὲν διαγράψη τὸ χρέος ἐκεῖνο, ἀλλὰ ἐκπέση ἀπὸ τὴν ὀφειλὴ τοῦ δούλου ὅσα τοῦ ἀφαίρεσαν ἔχει τάχα ὁ δοῦλος ἀδικηθῆ; Καθόλου βέβαια. Κι ἄν τοῦ ἀποδώση ἀκόμα περισσότερα; Δὲν ἔχει μεγαλύτερο κέρδος; Εἶναι φανερὸ σ’ ὅλους. Ἄς σκεφτοῦμε τοῦτο καὶ σχετικὰ μὲ ὅσα ὑποφέρομε. Ὅτι γιὰ ὅσα ἀδικηθοῦμε ἤ ἁμαρτήματα μᾶς χαρίζονται ἥ κερδίζομε λαμπρότερα στεφάνια, ἄν δὲν ἔχωμε ἀρκετὰ ἁμαρτήματα. Ἄκουσε τὸν Παῦλο νὰ λέη σὲ κεῖνον ποὺ ἔχει πορνεύσει· Παραδώσετέ τον στὸν Σατανᾶ, πρὸς καταστροφὴ τοῦ σώματός του γιὰ νὰ σωθῆ ἡ ψυχή. Τί σχέση ἔχει τοῦτο; Ὁ λόγος εἶναι γιὰ ὅσους ἀδικοῦνται ἀπὸ ἄλλους, ὄχι γιὰ ὅσους διορθώνουν οἱ διδάσκαλοι. Δὲν ὑπάρχει κοινὸ σημεῖο μεταξύ τους· τὸ ζήτημά μας εἶναι ἄν ἡ ἀδικία δὲν εἶναι βλάβη γιὰ κεῖνον ποὺ ἀδικήθηκε. Γιὰ νὰ φέρω τὸ λόγο μου ἀκόμη πλησιέστερα πρὸς τὸ θέμα, θυμηθῆτε τὸ Δαυΐδ. Ὅταν εἶδε τὸν Σεμεῒ νὰ ὁρμᾶ ἐναντίον του καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθεται καὶ νὰ τὸν περιλούη μὲ ἀμέτρητες βρισιές, ἐνῶ οἱ στρατηγοὶ ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἐμπόδιζε λέγοντας· Ἀφήσετέ τον νὰ καταριέται, γιὰ νὰ δῆ τὸν ἐξευτελισμὸ μου ὁ Κύριος καὶ νὰ μοῦ ἀνταποδώση ἀγαθὰ στὴ θέση τῆς σημερινῆς κατάρας. Καὶ στοὺς Ψαλμούς του μελετῶντας ἔλεγε· Κοίταξε τοὺς ἐχθροὺς μου ποὺ πλήθυναν καὶ μὲ μισοῦν ἄδικα καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο πῆρε κι ὁ Λάζαρος τὴν ἀμοιβὴ του, ἐπειδὴ δοκίμασε στὴ ζωή του ἀμέτρητα δεινά. Δὲν ἀδικοῦνται λοιπὸν ὅσοι ἀδικήθηκαν, ἄν δείξουν γενναιότητα σὲ ὅλα· πολὺ περισσότερα κερδίζουν εἴτε ὁ Θεὸς τοὺς παιδεύει, εἴτε ὁ διάβολος τοὺς βασανίζει. Ποιὰ ἁμαρτία ὅμως εἶχαν τὰ παιδιὰ, γιὰ νὰ διαλυθῆ; ἀντιτείνει κάποιος. Γιὰ ὅσους εἶναι σὲ ἡλικία κι ἔχουν διπαράξει πολλὰ σφάλματα μπορεῖ κανεὶς νὰ προβάλη δικαιολογημένα τέτοιο ἰσχυρισμό. Ὅποιοι ὅμως εἶχαν ἕνα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποιά ἁμαρτήματα ἐξώφλησαν μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν; Μὰ δὲν ἀκούσατε ποὺ εἶπα ὅτι κι ἄν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, γίνεται ἐκεῖ ἀνταπόδοση ἀμοιβῆς σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐδῶ δεινοπαθοῦν; Μὲ μιὰ τέτοια σκέψη, ποιά ζημία ἔπαθαν τὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, καὶ γρήγορα μεταφέρθηκαν στὸ γαλήνιο λιμάνι; Ἴσως ἄν ζοῦσαν θὰ μποροῦσαν νὰ κατορθώσουν πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τοὺς δὲν προκαταβάλλεται μικρὸς μισθὸς, ἐπειδὴ ἔκλεισαν τὴ ζωή τους, ἐνῶ ὑπῆρχε μιὰ τέτοια προοπτική. Ἀλλιῶς δὲ θ’ ἄφηνε νὰ ἁρπάξη πρόωρα ὁ θάνατος τὰ παιδιὰ, ἄν ἦταν ν’ ἀποχτήσουν κάποια σημασία. Ἄν ἀνέχεται μὲ τὸση μακροθυμία αὐτοὺς ποὺ ἦταν νὰ ζήσουν σὲ ἀδιάκοπη πονηρία, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ ἐπέτρεπε τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν αὐτῶν, ἄν ἐγνώριζε ὅτι θὰ ἐπιτύχαιναν κάτι μεγάλο.

γ’. Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ μποροῦμε νὰ προσκομίσωμε ἐμεῖς. Δὲν εἶναι ὅμως ὅλοι τοῦτοι, ὑπάρχουν κι ἄλλοι βαθύτεροι, ποὺ τοὺς γνωρίζει λεπτομερῶς ἐκεῖνος ποὺ τὰ ρυθμίζει τοῦτα. Ἄς ἀφήσωμε σ’ ἐκεῖνον τὴ λεπτομερέστερη κατανόηση κι ἄς κρατηθοῦμε ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα· οἱ συμφορὲς τῶν ἄλλων ἄς μᾶς διδάξουν νὰ τὰ ὑποφέρωμε ὅλα μὲ γενναιότητα. Γιατὶ δὲν ἔπεσε τότε στὴ Βηθλεὲμ μικρὴ τραγωδία, νὰ ἁρπάξουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ στῆθος τῶν μητέρων καὶ νὰ τὰ ὁδηγοῦν  στὴν ἄδικη σφαγή. Ἄν λιγοψυχῆς καὶ σὲ καταβάλλη ἡ ἀναγκαιότητα τῆς σφαγῆς, πληροφορήσουν τὸ τέλος ἐκείνου ποὺ τὴν ἐτόλμησε καὶ πάρε μικρὴ ἀναπνοή. Γρήγορα τὸν βρῆκε ἡ δίκη γι’ αὐτὰ κι ἔδωσε τὴν τιμωρία ποὺ ταίριαζε γιὰ τὸ ἀποτρόπαιο ἔγκλημά του. Τελείωσε τὴ ζωὴ του μὲ θάνατο πικρὸ, χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τολμήσει εἰς βάρος τῶν παιδιῶν. Ἔπαθε κι ἄλλα ἀμέτρητα δεινὰ ποὺ θὰ μάθετε, ὅταν διαβάσετε τὴ σχετικὴ ἱστορία τοῦ Ἰωσήπου. Δὲν κρίναμε ἀπαραίτητο νὰ τὰ παρεμβάλωμε στὴν ὁμιλία μας, γιὰ νὰ μὴν μακρύνη πολὺ καὶ διακοπῆ ἡ συνέχειά της. Τότε ἐκπληρώθηκε ὅ,τι εἶχε πεῖ ὁ Ἱερεμίας ὁ προφήτης· Φωνὴ ἀκούστηκε στὴ Ραμὰ, ἡ Ραχὴλ ἔκλαιγε τὰ παιδιὰ της καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Ἐπειδὴ πλημμύρισε μὲ φρίκη τὸν ἀκροατὴ ἐκθέτοτνας αὐτὰ ὅλα, τὴν ἄγρια σφαγή, τὴν ἄδικη, τὴν σκληρότατη, τὴν παράνομη, τὸν παρηγορεῖ πάλι. Τοῦ λέει ὅτι δὲν ἐγνινα αὐτὰ ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐμποδίση ἤ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἐγνώριζε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πρωτύτερα τὰ ἐγνώριζε καὶ ἔκαμε τὴν προαγγελία τους μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. Μὴν ταραχθῆς λοιπόν καὶ μὴν ἀπογοητευθῆς ἀποβλέποντας στὴν ἀνεξερεύνητη πρόνοιά του, ποὺ ἄριστα μπορεῖ νὰ τὴ διαπιστώσωμε καὶ ἀπὸ ὅσα ἐνεργεῖ καὶ ἀπὸ ὅσα συγχωρεῖ, πρᾶγμα ποὺ ἀφήνει ν’ ἀντιληφθοῦμε καὶ στὴν ὁμιλία του μὲ τοὺς μαθητὰς. Ἐπειδὴ τοὺς προανήγγειλε τὰ δικαστήρια, τὶς ἀπαγωγὲς, τοὺς πολέμους τῆς οἰκουμένης, τὴν ἀνειρήνευτη μάχη, ἀνακουφίζοντας τῆν ψυχή τους τοὺς λέει· Δυὸ σπουργίτια δὲν τὰ πουλοῦν γιὰ ἕνα ἀσσάριο; Μήτε τὸ ἕνα λοιπὸν ἀπ’ αὐτὰ δὲν πέφτει χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη ὁ πατέρας μας ὁ οὐράνιος. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ, γιὰ νὰ τοὺς δείξη ὅτι τίποτε δὲ γίνεται ποὺ ἐκεῖνος νὰ τὸ ἀγνοῆ, τὰ γνωρίζει ὅλα κι ἄς μὴν τὰ ἐνεργῆ. Μὴν ταράζεστε λοιπὸν καὶ μὴν ἀνησυχῆτε. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅσα ὑποφέρετε καὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἐμποδίση, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὰ ἐμποδίζει, ἐπειδὴ προνοεῖ κι ἐνδιαφέρεται γιὰ σᾶς. Αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ κάνωμε καὶ γιὰ τοὺς δικούς μας πειρασμοὺς καὶ θὰ νιώσωμε ἀπ’ αὐτὸ παρηγοριὰ σημαντική. Καὶ τὶ κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Βηθλεὲμ; Θὰ ρωτήση κανείς. Κι ἀνάμαενσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Ραμά; Ἡ Ραχὴλ ἦταν μητέρα τοῦ Βενιαμὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατό της τὴν ἔθαψαν στὸν ἱππόδρομο, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ μέρος αὐτὸ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τάφος ἦταν κοντὰ καὶ τὸ μέρος ἦταν στὸν κλῆρο τοῦ γιοῦ της Βενιαμίν. Δικαιολογημένα ὀνομάζει δικά της, τὰ σφαγμένα παιδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς κι ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ταφῆς. Κι ἔπειτα δείχοντας ὅτι τὸ γεγονὸς ἦταν πληγὴ ἀθεράπευτη κι ὀδυνηρὴ λέει· Δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Κι ἀπὸ ἐδῶ πάλι διδασκόμαστε αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔλεγα· Νὰ μὴν ταραζώμαστε ποτέ, ὅταν ὅσα γίνονται εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Νὰ λοιπὸν ποιὰ ἦσαν τὰ προοίμια τοῦ ἐρχομοῦ του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ ἤ καλύτερα τῆς οἰκουμένης. Ὑποχρεώνεται σὲ φυγὴ ἡ μητέρα του, πέφτει σὲ ἀθεράπευτα δεινὰ ἡ πατρίδα του κι ἀποτολμᾶται ἔγκλημα ἀπὸ κάθε ἄλλο σκληρότερο, θρῆνος καὶ κλάμα πολὺ καὶ παντοῦ κραυγὲς. Μὴν ταραχτῆς. Συνηθίζει νὰ ἐκπληρώνη τὰ σχέδιά του μὲ τὰ ἀντίθετα, δίνοντας ἔτσι σ’ ἐμᾶς μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἔτσι ὡδηγοῦσε καὶ τοὺς μαθητὰς του καὶ τοὺς προετοίμαζε νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰ πάντα, πραγματοποιῶντας τὰ ἀντίθετα μὲ ἀντίθετα, γιὰ νὰ γίνη τὸ θαῦμα μεγαλύτερο. Μαστιγωμένοι κι ἐκεῖνοι, καὶ διωγμένοι, ὑποφέροντας ἄπειρα δεινὰ, ἐνίκησαν ἐκείνους ποὺ τοὺς μαστίγωναν καὶ τοὺς καταδίωκαν. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν Ἰωσὴφ, στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὰ χώματα τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν τοῦ λέει, Φῦγε ἀλλὰ πήγαινε.

δ’. Παρατήρησες τὸ χαλάρωμα μετὰ τὸν πειρασμό; Καὶ πάλι μετὰ τὸ χαλάρωμα τὸν κίνδυνον; Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξορίας, ξαναγύρισε στὴν δική του χώρα κι εἶδε σφαγμένο τὸ φονιὰ τῶν παιδιῶν. Πάλι ὅμως βρίσκει ἀπομεινάρια τῶν παλαιῶν κινδύνων, καθὼς ζοῦσε καὶ βασίλευε ὁ γιὸς τοῦ τυράννου. Καὶ πῶς βασίλευε στὴν Ἰουδαία ὁ Ἀρχέλαος, ἐνῶ ἦταν ἡγεμόνας ὁ Πόντιος Πιλάτος; Ἦταν πρόσφατος ὁ θάνατος καὶ δὲν εἶχε μοιραστῆ σὲ πολλὰ ἡ βασιλεία. Ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει πρόσφατα ὁ πατέρας, πῆρε τὴν ἐξουσία ὁ γιὸς στὴ θέση τοῦ Ἡρώδη τοῦ πατέρα του. Ἦταν ἴδιο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του, γι’ αὐτὸ πρόσθεσε ὁ εὐαγγελιστής· Ἀντὶ τοῦ Ἡρώδη, τοῦ πατέρα του. Ἀλλὰ ἄν φοβόταν νάρθῆ στὴν Ἰουδαία γιὰ τὸν Ἀρχέλαο, ἔπρεπε νὰ φοβηθῆ γιὰ τὸν Ἡρώδη καὶ τὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἄλλαξε τὸ μέρος, δημιουργοῦνταν κάποια σύγχυση· τὸ πάθος ὅλο ἦταν κατὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς περιοχῆς της. Ἀφοῦ εἶχε λοιπόν ἐκτελστῆ ἡ σφαγή, νόμιζε ὁ νέος Ἀρχέλαος ὅτι εἶχε συντελεσθεῖ τὸ πᾶν καὶ μέσα στὰ πολλὰ ὅτι εἶχε σκοτωθῆ κι αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν. Ἀφοῦ ἐξ ἄλλου εἶδε καὶ τὸ τέλος τοῦ πατέρα του, ἔγινε δισταχτικώτερος νὰ προχωρήση περισσότερο καὶ νὰ τὸν συναγωνισθῆ στὴν παρανομία. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ στὴ Ναζαρὲτ κι ἀποφεύγει ἔτσι τὸν κίνδυνο, ἐνῶ συνάμα ἐγκαθίσταται μὲ χαρὰ στὴν πατρίδα του. Γιὰ νὰ ἔχη περισσότερο θάρρος, δέχεται καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀγγέλου γι’ αὐτὸ ὁ Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦρθε ἐκεῖ ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη του ἀγγέλου, ἀλλὰ ὅτι ἀφοῦ ἔκαμαν ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν καθαρμὸ τοῦ παιδιοῦ, γύρισαν στὴ Ναζαρέτ. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στὸ χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴ φυγὴ στὴν Αἰγυπτο. Δὲν ἦταν δυνατὸ πρὶν γίνη ὁ καθαρισμὸς νὰ τοὺς ὁδηγήση ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴ διαπραχθῆ τίποτα παράνομο. Ἔμεινε νὰ γίνη ὁ καθαρισμὸς καὶ νὰ ἔρθη στὴ Ναζαρὲτ καὶ τότε μονάχα νὰ κατεβοῦν στὴν Αἴγυπτο. Κι ἀφοῦ γύρισαν πίσω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο δέχονται τὸ χρηματισμὸ νὰ γυρίσουν στὴ Ναζαρέτ. Προηγούμενα δὲν εἶχαν ὑπόδειξη νὰ ἔρθουν ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὴν πατρίδα τους, τὸ ἐπραγματοποιοῦσαν αὐτόματα. Ἐπειδῆ δὲν εἶχαν ἔρθει παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἀπογραφὴ κι ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ποῦν νὰ μείνουν, ἀφοῦ ἐκπλήρωσαν τὸ σκοπὸ τους γύρισαν στὴ Ναζαρὲτ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἄγγελος ξεκουράζοντάς τους τοὺς ἀποδίδει στὴν πατρίδα τους. Καὶ δὲν τὸ κάμει ἁπλᾶ, παρὰ τὸ συνδυάζει μὲ προφητεία. Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ, λέει, ὁ λόγος τῶν προφητῶν, ὅτι θὰ ὀνομασθῆ Ναζωραῖος.

Ποιὸς προφήτης τὸ εἶπε τοῦτο; Μὴ δείχνης περιέργεια καὶ μὴ ρωτᾶς πολλὰ. Πολλὰ προφητικὰ βιβλία ἔχουν ἐξαφανισθῆ κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση κανένας ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ βιβλία τῶν Παραλειπομένων. Καθὼς ἦσαν ράθυμοι καὶ ἀδιάκοπα ἔπεφταν στὴν ἀσέβεια, ἄλλα ἀπὸ τὰ βιβλία τ’ ἄφηναν νὰ χάνωνται κι ἄλλα τὰ ἔκαιαν καὶ τὰ ἔσχιζαν οἱ ἴδιοι. Ἕνα περιστατικὸ διηγεῖται ὁ Ἱερεμίας καὶ ἕνα ἄλλο ὁ συνθέτης τοῦ τετάρτου βιβλίου τῶν Βασιλειῶν. Αὑτὸς ἀναφέρει ὅτι ὕστερ’ ἀπὸ πολὺν καιρὸ βρέθηκε χωμένο κάπου καὶ ἐξαφανισμένο τὸ Δευτερονόμιο. Κι ἄν εἶχαν ἔτσι ἐγκαταλείψει τὰ βιβλία χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βάρβαροι, πολὺ περισσότερο θὰ ἔγινε τοῦτο, ὅταν οἱ βάρβαροι ἔκαμαν τὶς ἐπιδρομὲς τους. Αὐτὸ ποὺ εἶπαν πρωτύτερα οἱ προφῆτες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ πολλὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀποκαλῶντας τον Ναζωραῖο. Τοῦτο λοιπὸν παραμέριζε τὴν προφητεία γιὰ τὴ Βηθλεέμ; Θὰ πῆ κάποιος. Καθόλου. Ἀλλὰ αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ κεντοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ἔρευνα ὅσων ἐλέγονταν γι’ αὐτό. Ἔτσι καὶ ὁ Ναθαναήλ συμμετέχει στὸ ζήτημα λέγοντας· Εἶναι δυνατὸ νὰ προέλθη κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Ἦταν μηδαμινὸ τὸ μέρος κι ὄχι μονάχα τὸ χωριὸ τοῦτο ἀλλὰ κι ὅλη ἡ Γαλιλαία. Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔχει προέλθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Αὐτὸς ὅμως δὲν τὸ θεωρεῖ ὑποτιμητικὸ νὰ λέη ὅτι κατάγεται ἀπὸ κεῖ, δείχνοντας ὅτι ἔχει διαλεχτῆ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Ἔτσι ἀφαιρεῖ τὶς δικαιολογίες ἐκείνων ποὺ ζητοῦν τὴν ἡσυχία τους καὶ ἀποδεικνύοντας ὅτι κανένα ἐξωτερικὸ στοιχεῖο δὲν μᾶς χρειάζεται, ἄν ἀσκήσωμε τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ δὲν φροντίζει οὔτε γιὰ σπίτι. Ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, λέει, δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρη τὸ κεφάλι του. Ὅταν τὸν ἐπιβουλεύεται ὁ Ἡρώδης, φεύγει καὶ ὅταν γεννήθηκε, τὸν βάζουν νὰ πλαγιάση στὴ φάτνη, μένει μέσα στὸ χάνι, διαλέγει σὰν μητέρα του κόρη ταπεινή. Μᾶς διδάσκει νὰ μὴ θεωροῦμε κανένα ἀπ’ αὐτὰ ταπεινωτικό, καταπατεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κάθε ἀνθρώπινο ἐγωϊσμό, μᾶς διδάσκει νὰ γίνωμε ἐργάτες τῆς ἀρετῆς.

ε’. Γιατὶ μεγαλοφρονεῖς γιὰ τὴν πατρίδα σου, ὅταν σὲ προστάζω νὰ εἶσαι ὁ ξένος ὅλης τῆς οἰκουμένης; μᾶς λέει. Ὅταν μπορῆς νὰ γίνης τέτοιος, ποὺ ὁ κόσμος ὅλος νὰ μὴν εἶναι ἄξιος σου; Τόσο μηδαμινὰ εἶναι τοῦτα, ὥστε μήτε οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι δὲν τοὺς ἀποδίδουν καμμιὰ σημασία ἀλλὰ θεωροῦνται ἐξωτερικὰ κι ὅτι κατέχουν τὴν τελευταία θέση. Μόλο ποὺ ὁ Παῦλος συγκατεβαίνει καὶ λέει τὸ ἑξῆς· Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογή τους εἶναι ἀγαπητοὶ γιὰ τοὺς πατέρες τους. Πότε τὸ εἶπε ὅμως καὶ γιατὶ καὶ σὲ ποιούς; Πρὸς τοὺς χριστιανοῦς ἀπὸ εἰδωλοάτρες, ποὺ ἔνιωθαν μεγάλη ὑπερηφάνεια γιὰ τὴν πίστη τους καὶ ποὺ μὲ τὸ νὰ ἔχουν ξεσηκωθῆ ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, τούς ἀπομάκρυναν ἀκόμη περισσότερο. Μ’ αὐτὴ τὴ φράση περιώρισε τὴν περιφάνεια ἐκείνων, ἐνῶ προσείλκυε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς παρακινοῦσε στὸν ἴδιο ζῆλο. Γιατὶ ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους ἐκείνους ἀνθρώπους, ἄκουσε πῶς ἐκφράζεται· Αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ, παρουσιάζουν ὅτι ζητοῦν μὲ πόθο τὴν πατρίδα τους. Κι ἄν ἐννοοῦσαν τὴν πατρίδα τους ἀπ’ ὅπου εἶχαν βγῆ, θὰ εὕρισκαν εὐκαιρία νὰ γυρίσουν σ’ αὐτή. Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν πατρίδα ἀνώτερη. Καὶ ἀλλοῦ. Αὐτοὶ ὅλοι πέθαναν μὲ τὴν πίστη, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὶς ὑποσχέσεις· τὶς εἶδαν ἀπὸ μακριὰ μόνο καὶ γέμισε ἡ ψυχή τους χαρά. Ἀλλὰ κι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σ’ αὐτόν· Μὴν ἔχετε τὴν παραπλανητικὴ ἰδέα, ἔχομε πατέρα τὸν Ἀβραάμ. Καὶ ὁ Παῦλος συμπληρώνει· Δὲν εἶναι Ἰσραηλῖτες ὅσοι κατάγονται ἀπὸ Ἰσραηλῖτες οὔτε τὰ σωματικὰ παιδιὰ εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τί ὠφελήθηκαν, ἀλήθεια, τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμουὴλ ἀπὸ τὴν πατρικὴ γενιὰ, ἀφοῦ δὲν ἔγιναν κληρονόμοι τῆς πατρικῆς ἀρετῆς; Τί κέρδισαν ἐπίσης τὰ παιδιὰ τοῦ Μωυσῆ ποὺ δὲν ἐμιμήθηκαν τὴν πίστη τοῦ πατέρα τους; Δὲν ἔγιναν οὔτε διάδοχοι τῆς ἀρχῆς του. Ἀλλὰ ἐνῶ ἐκεῖνοι τὸν ἐγραφαν τὸν πατέρα τους, ἡ ἀρχηγία τοῦ λαοῦ περνοῦσε σὲ ἄλλον, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε γιός του κατὰ τὴν ἀρετή. Τί ζημιώθηκε ὁ Τιμόθεος, ἄν καὶ καταγόταν ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα; Καὶ πάλι τὶ κέρδισε ὁ γιὸς τοῦ Νῶε ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του, ἀφοῦ ἀπὸ ἐλεύθερος ἔγινε δοῦλος; Βλέπεις πώς δὲ φτάνει ἡ ἀξία τοῦ πατέρα γιὰ νὰ προστατέψη τὰ παιδιὰ; Ἡ κακία τῆς ψυχῆς ἐνίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ δὲν τὸν ἀποξένωσε μόνο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του ἀλλὰ τοῦ ἐστέρησε καὶ τὴν ἐλευθερία. Κι ὁ Ἡσαῦ δὲν ἦταν γιὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ δὲν ἦταν προστάτης του ὁ πατέρας του; Κι ὁ πατέρας του φρόντιζε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κάμη μέτοχο τῶν εὐλογιῶν του καὶ γι’ αὐτὸ πάλι κι ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀπότομος, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸν ὠφέλησε. Κι ἐνῶ ἦταν μεγαλύτερος, κι ὁ πατέρας του τὸν βοηθοῦσε σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ Θεὸ μαζί του, τὰ ἔχασε ὅλα. Καὶ γιατὶ ἀναφέρομαι στοὺς ἀνθρώπους; Γιοὶ τοῦ Θεοῦ ἔγιναν οἱ Ἑβραῖοι καὶ τίποτα δὲν ἐκέρδισαν ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴ συγγένεια. Κι ἄν κάποιος ἔγινε γιὸς τοῦ Θεοῦ, τιμωρῆται περισσότερο, ἄν δὲ δείξη ἀρετὴ ἀνάλογη τῆς ἐξαιρετικῆς ἰδιότητάς του, πῶς μοῦ προβάλλεις τὴν εὐγένεια τῶν προγόνων καὶ τῶν πάππων; Κι ὄχι στὴν Παλαιὰ μονάχα ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη θὰ συναντήσης νὰ ἐπικρατῆ ὁ κανόνας τοῦτος. Ὅσοι τὸν δέχτηκαν, πῆραν τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ ὅμως τοῦτα, λέει, ὁ Παῦλος, πολλὰ δὲν ἀποκομίζουν κανένα κέρδος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἄν περιτέμνεσθε, δὲ θὰ σᾶς ὠφελήση ὁ Χριστός, Κι ἄν δὲν ὠφελήση ὁ Χριστὸς ἐκείνους ποὺ δὲ θέλουν νὰ προσέξουν τὴ ζωὴ τους, πῶς θὰ τοὺς προστατεύση ἄνθρωπος; Ἄς μὴν μεγαλοφρονοῦμε λοιπὸν οὔτε γιὰ τὴν καταγωγὴ οὔτε γιὰ τὰ πλούτη μας ἀλλὰ κι αὐτοὺς ποὺ μεγαλοφρονοῦν ἄς τοὺς περιφρονοῦμε. Μήτε ν’ ἀποθαρρυνώμαστε γιὰ τὴ φτώχεια μας. Ἄς ἀναζητοῦμε τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἔργων κι ἄς ἀποφεύγωμε τὴν φτώχεια, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κακία. Ἡ κακία ἔκανε φτωχὸ καὶ τὸν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπόρεσε οὔτε μιὰ σταγόνα δροσιᾶς ν’ ἀποχτήση μ’ ὅλη τὴν ἱκεσία του. Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τόσο φτωχός, ποὺ νὰ μὴν ἔχη ν’ ἀπολαύση ἀκόμα καὶ τὸ νερό; Κανένας βέβαια. Γιατὶ κι αὐτοὶ ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη πεῖνα, λίγο νερὸ μπορεῖ ν’ ἀπολαύσουν, κι ὄχι νερὸ μονάχα ἀλλὰ καὶ περισσότερη ἀνακούφιση νὰ ἔχουν. Δὲν μποροῦσε ὡστόσο ἐκεῖνος ὁ πλούσιος κι ἦταν ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο φτωχός. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀνακουφίση τὴν φτώχεια του. Γιατὶ λοιπὸν χάσκομε μπροστὰ στὰ χρήματα, ὅταν δὲ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν οὐρανό; Πέστε μου. Ἄν κάποιος ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες τῆς γῆς ὅλης ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ διακριθῆ ὁ πλούσιος στὸ βασίλειό του ἤ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τιμηθῆ, δὲ θὰ πετούσατε τάχα ὅλοι μὲ περιφρόνηση τὰ χρήματά σας; Σὲ τέτοια περίπτωση, ἄν σᾶς στερήσουν τὴν τιμὴ στὰ γήινα τοῦτα βασίλεια, θὰ εἶναι τὰ χρήματα εὐκαταφρόνητα.Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν φωνάζει καθημερινὰ καὶ τονίζει ὅτι εἶναι δύσκολο μαζί μ’αὐτὰ νὰ σταθῆς στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα πρόθυρα, δὲ θὰ τὰ πετάξωμε ὅλα καὶ δὲ θὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὴν περιουσία μας, γιὰ νὰ μποῦμε μὲ θάρρος στὴ Βασιλεία;

στ’. Καὶ ποιᾶς συγνώμης ἄξιοι θὰ γίνωμε, ὅταν μὲ πολλὴ προθυμία θωρακιζώμαστε μὲ ὅσα κλείνουν τὸ δρόμο πρὸς τὰ ἐκεῖ; Κι ὅταν δὲν τ’ ἀσφαλίζωμε σὲ χρηματοφυλάκια μόνο ἀλλὰ τὰ κρύβωμε στὴ γῆ, ἐνῶ μποροῦμε νὰ τὰ ἐμπιστευτοῦμε στὴ φύλαξη τῶν οὐρανῶν; Κάνεις, ὅ,τι κι ὁ γεωργὸς ποὺ ἀντὶ νὰ σπείρη τὸ γόνιμο χωράφι, χώνει τὸ σιτάρι σὲ λάκκο, γιὰ νὰ μὴν πάρη εἰσόδημα οὔτε ὁ ἴδιος καὶ νὰ καταστραφῆ καὶ τὸ σιτάρι. Κι ὅταν ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε γι’ αὐτό, ποιό εἶναι τὸ τρανταχτὸ ἐπιχείρημά τους; Δὲν ἀποτελεῖ μικρὴ ἀνακούφιση νὰ γνωρίζης ὅτι ἔχεις ἐξασφαλισμένο στήριγμα. Ἄν δὲ φοβᾶσαι τὴν πεῖνα, πρέπει νὰ φοβᾶσαι ἄλλα χειρότερα γιὰ τὴν ἀποθήκη αὐτή, θανάτους, πολέμους ἐπιβουλὲς. Ἄν πάλι πέση πεῖνα, πάλι ὁ κόσμος ἀναγκασμένος, ἀπ’ αὐτή, ὁπλίζει τὸ χέρι του κατὰ τοῦ σπιτιοῦ σου. Ἤ πιὸ καλὰ ὅταν φέρεται ἔτσι, σὺ καὶ τὴν πεῖνα δημιουργεῖς στὶς πόλεις κι ἑτοιμάζεις γιὰ τὸ σπίτι σου μεγαλύτερο βάραθρο ἀπὸ ὅ,τι ἡ πεῖνα. Δὲν γνωρίζω νὰ ἔχουν πεθάνει γρήγορα ἀπὸ τὴν πεῖνα μερικοί, γιατὶ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπινοήση γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κακῶν. Μπορῶ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅμως πολλοὺς ποὺ ἔχουν σκοτωθῆ γιὰ χρήματα εἴτε κρυφὰ εἴτε δημοσία. Ἀπὸ πολλὰ τέτοια παραδείγματα, εἶναι γεμᾶτοι οἱ δρόμοι, τὰ δικαστήρια, οἱ ἀγορὲς. Κι ὄχι μόνο αὐτά. Θὰ δῆς καὶ τὴ θάλασσα γεμάτη ἀπὸ αἵματα. Γιατὶ τὸ τυραννικὸ αὐτὸ πάθος δὲν περιωρίστηκε στὴν κυριαρχία τῆς γῆς ἀλλὰ ὥρμησε καὶ στὴ θάλασσα μὲ μεθύσι μεγάλο κωμαστῶν. Ἔτσι ὁ ἕνας ταξιδεύει γιὰ τὸ χρυσάφι κι ὁ ἄλλος γιὰ τὸ ἴδιο σκοτώνεται· τὸ ἴδιο πάθος μεταβάλλει τὸν ἕνα σὲ ἔμπορο καὶ τὸν ἄλλο σὲ δολοφόνο. Ὑπάρχει λοιπὸν πιὸ ὕπουλο πρᾶγμα ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ, ὅταν γι’ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἀποδημοῦν καὶ κινδυνεύουν καὶ σφάζωνται; Ἀλλὰ ποιὸς θὰ λυπηθῆ γητευτὴ φιδιῶν δαγκωμένον ἀπ’ αὐτά; Ἔπρεπε νὰ γνωρίζωμε τὸ φοβερὸ πάθος καὶ νὰ ἀποφύγωμε τὴ δουλεία σ’ αὐτὸ καὶ νὰ ξερριζώσωμε τὸν καταστρεπτικὸ πόθο του. Πῶς εἶναι δυνατό; Ἄν τὸν ἀντικαταστήσης μὲ τὸν πόθο τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θὰ περιγελάση τὴν πλεονεξία· ὅποιος ἔγινε τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, δὲν εἶναι τοῦ μαμωνᾶ δοῦλος ἀλλὰ κύριος. Συνηθίζει ὁ πλοῦτος νὰ κυνηγᾶ ὅποιον τὸν ἀποφεύγει καὶ ν’ ἀποφεύγη ὅποιον τὸν ἐπιδιώκει. Δὲν τιμᾶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐπιδιώκει, ὅσο αὐτὸν ποὺ τὸν περιφρονεῖ. Κανένα δὲν περιπαίζει τόσο, ὅσο ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιθυμοῦν. Καὶ δὲν τοὺς περιπαίζει μόνο ἀλλὰ τοὺς δεσμεύει καὶ μὲ ἀμέτρητα δεσμά. Ἄς λύσωμε ἔστω καὶ τώρα τὶς βαρειὲς ἁλυσίδες. Γιατὶ ὑποδουλώνει τὴ λογικὴ ψυχή σου στὴν ἄλογη ὕλη, μητέρα ἀμέτρητων δεινῶν. Τί κοροϊδία! Ἐμεῖς τὸν πολεμοῦμε μὲ τὸ λόγο κι ἐκεῖνος μὲ τὰ ἔργα, μᾶς τραβᾶ καὶ μᾶς σέρνει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μᾶς ἐξευτελίζει σὰν ἀγορασμένους κι ἄξιους γιὰ τὸ μαστίγιο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο αἶσχος καὶ ἀτιμία. Ἄν δὲν μποροῦμε νὰ νικήσωμε τὴν ἀναίσθητη ὕλη, πῶς θὰ νικήσωμε τὶς ἀσώματες δυνάμεις; Ἄν δὲν περιφρονοῦμε τὸ ἀνάξιο χῶμα καὶ τὶς πέτρες τὶς πεταγμενες, πῶς θὰ ὑποτάξωμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες; Πῶς θὰ ἀσκήσωμε τὴ σωφροσύνη; Ἄν μᾶς ξαφνιάζη τὸ ἀσήμι ποὺ λάμπει, πότε θὰ μπορέσωμε νὰ προσπεράσωμε τὴν ὁμορφιὰ τοῦ προσώπου; Τόσο εἶναι μερικοὶ ἔκδοτοι σ’ αὐτὸ τὸ τυραννικὸ πάθος, ὥστε νὰ τοὺς ἐπηρεάζη κι ἡ ἴδια ἡ θέα τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ λένε εὐφυολογῶντας ὅτι ὠφελεῖ ἀκόμα καὶ τὰ μάτια ἡ ἐμφάνιση χρυσοῦ νομίσματος. Μὴν παίζης μ’ αὐτά, ἄνθρωπε. Ἀντίθετα, τίποτα δὲν ζημιώνει τόσο τὰ μάτια καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ ἡ ἄγρια ἐπιθυμία τῶν παρθένων τῆς παραβολῆς ἔσβησε τὶς λαμπάδες τους καὶ τὶς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφῶνα. Αὐτὴ ἡ θέα ποὺ ὠφελεῖ τὰ μάτια, ὅπως εἶπες, δὲν ἄφησε τὸ δύστυχο Ἰούδα ν’ ἀκούση τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὸν ὡδήγησε στὴν θηλειὰ καὶ ἔκαμε νὰ σκιστῆ ἡ κοιλιά του κι ἔπειτ’ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν ἔστειλε στὴ γέενα. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτα πιὸ παράνομο ἀπ’ αὐτή. Οὔτε καὶ πιὸ φρικτό. Δὲ λέγω ἀπὸ τὴν ὕλη τῶν χρημάτων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄκαιρη καὶ μανιακὴ ἐπιθυμία τους. Στάζει ἀνθρώπινα αἵματα, βλέπει φόνους μπροστά της κι εἶναι πιὸ φοβερὴ ἀπὸ κάθε θηρίο· κατασπαράζει ὅποιους πέσουν σ’ αὐτὴ καὶ τὸ πιὸ χειρότερο, δὲν ἀφήνει νὰ αἰσθανθοῦν αὐτὸ τὸ κατασπάραγμα. Ἐνῶ πρέπει αὐτοὶ ποὺ παθαίνουν τέτοια πάθη, ν’ ἁπλώνουν τὸ χέρι πρὸς τοὺς περαστικοὺς καὶ νὰ καλοῦν σὲ βοήθεια ἐκεῖνοι ἐκφράζουν εὐχαρίστηση γι’ αὐτὸ τὸ τράβηγμα. Μεγαλύτερη ἀθλιότητα δὲν ὑπάρχει. Αὐτὰ ὅλα ἄς ἔχωμε στὸ νοῦ μας κι ἄς ἀποφύγωμε τὴν δυσβάσταχτη νόσο. Ἄς θεραπεύσωμε τὶς συνέπειές της κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ μόλυσμα. Ἔτσι κι ἐδῶ θὰ ζήσωμε ἀσφαλισμένη κι ἥσυχη ζωὴ καὶ τοὺς μελλοντικοὺς θησαυροὺς θὰ κερδίσωμε. Αὐτοὺς μακάρι νὰ τοὺς ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν, στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.