Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Δὲν μπορεῖτε νὰ σκοτώσετε τὸ παιδί μου!

 

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, διάσημον ἰατρὸν - χειρουργόν, ἐπεσκέφθη μία νεαρὰ κυρία, ἴνα ζητήση τὴν ἰατρικὴν τοῦ βοήθειαν. Ἦτο σύζυ­γος ἰατροῦ, εἶχε δύο τέκνα, πέντε καὶ τριῶν ἐτῶν, εὐρίσκετο δὲ εἰς τὸν τέταρτον μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης. Ὁ σύζυγός της εἶχεν ἐπιστρατευθῆ καὶ εὐρίσκετο εἰς τὸ Ἀνατολικὸν Μέτωπον. Ἡ κυρία εἶχε πόνους εἰς τὸ ἀριστερὸν στῆθος, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην τῆς εἶχε διαπιστώνει σχηματισμὸν μικροῦ σκληροῦ ὄγκου. Ὁ ἰατρός, ἀφοῦ τὴν ἤκουσεν, ἤρχισε τὴν ἐξέτασιν. Ἀλλ' ἃς συνεχίση τὸ βιβλίον:

«...Ψηλάφησα καὶ ἔνιωσα ἕναν πολὺ σκληρό, πραγματικὰ ἐκφυλισμένο λεμφαδένα - ὄχι μποροῦσε κάνεις νὰ νιώση μιὰ ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἀπὸ τέ­τοιους ἀδένες! Χωρὶς νὰ δείξω καμμιὰ ἔκπληξι ψηλάφησα ὁλόκληρό το ἀριστερὸ στῆθος, ποὺ τὸ περιέβαλε ἕνα λεπτὸ μελανὸ φλεβικὸ πλέγμα... Ἔνιωσα φρίκη. Κατόπιν ἐξήτασα, γιὰ νὰ συγκρίνω καὶ νὰ ἐλέγξω -ὅπως κάνω πάντα- το δεξί της στῆθος καὶ διεπίστωσα μὲ πολὺ φόβο ὅτι καὶ σ' αὐτὸν τὸν μαστὸ μποροῦσε νὰ ψηλαφίση κάνεις σκληροὺς ὄγκους. Σὲ μιὰ θέσι τὸ δέρμα φάνηκε ἐπικίνδυνα τραβηγμένο. Καὶ στὴ δεξιὰ μασχάλη ἔνιωθε κανείς, κάτω ἀπ’ τὸ δέρμα, μικροὺς σκληροὺς ἀδένες καὶ δύο μεγα­λύτερους ὄγκους κοντὰ στὰ ἀγγεῖα ποὺ ὁδηγοῦν στὸ χέρι. Αὐτὸ ἦταν φρικια­στικό! Ἕνας ἀμφοτερόπλευρος, ταχύτατα αὐξανόμενος, καρκίνος τοῦ μα­στοῦ...

Ἐνῶ ἡ ἄρρωστη ξαναντυνόταν σκεπτόμουν μέσα μου πὼς θὰ μποροῦσα νὰ τῆς πῶ τὴν πικρὴ ἀλήθεια μὲ τὸν πιὸ καλύτερο τρόπο...

Εἶπα λοιπὸν στὴν ἄρρωστή μου ἀμέσως μόλις κάθησε ντυμένη ξανὰ στὴν καρέκλα:

- Κυρία μου! Τὸ ὅτι τὰ πράγματα εἶναι πολὺ σοβαρά το γνωρίζετε καὶ μόνη σας. Τὸ ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σε δύσκολες ἀποφάσεις δὲν μπορῶ, οὔτε πρέπει, νὰ σᾶς τὸ κρύψω.
Δὲν λύγισε, οὔτε ἔκλαψε...

- Πρέπει ἀμέσως νὰ μιλήσω μὲ τὸν ἄνδρα σας! Πρέπει νὰ τὸν καλέσουμε ἀμέσως ἀπ' τὸ Μέτωπο.
Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως τὰ μάτια τῆς δάκρυσαν.

- Δὲν ξέρω ποὺ εἶναι ὁ ἄνδρας μου. Ἀρκετοὺς μῆνες τώρα δὲν ἔχουμε πιὰ νέα του.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔκανε πιὸ δύσκολη τὴν κατάστασι, γιατί τώρα θὰ εἶχε ἡ φτωχὴ γυναίκα νὰ ἀντιμετώπιση μόνη της τὴν ἀπόφασι ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρη, μιὰ ἀπόφασι, ποὺ θὰ σήμαινε τὸ θάνατο ἢ τὴν ζωὴ γιὰ τὸ παιδάκι ποὺ εἶχε κάτω ἀπ’ τὴν καρδιά της. Ἔπρεπε νὰ τῆς ἐξηγήσω πὼς ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρη μίαν ἀπόφασι καὶ γι' αὐτὸ συνέχισα μὲ ἕνα σκληρὸ τόνο:

- Εἶσθε βαρειὰ ἄρρωστη, κυρία μου, καὶ βρίσκεσθε ἀναμφισβήτητα σὲ μεγάλο κίνδυνο. Οἱ μεταβολὲς στὸ στῆθος σᾶς ἐξαρτῶνται ἐξάπαντος ἀπὸ τὴν ἐγκυμοσύνη. Οἱ ἀδένες σᾶς βρίσκονται σὲ ἀνωμαλία ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι ὠρισμένων ὁρμονῶν τῆς κυήσεως καὶ ἔχουν ἐκφυλισθῆ. Πρέπει νὰ κατα­λάβετε, σᾶς παρακαλῶ, ὅτι γι' αὐτὸ τὸ λόγο πρέπει νὰ σᾶς προτείνω τὴν διακοπὴ τῆς κυήσεως. Ὅπως εἶναι ἡ κατάστασίς σας δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸ παιδί. Πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀναχαιτίσουμε τοὺς ὄγκους αὐτοὺς στοὺς μαστοὺς καὶ ὅσο τὸ δυνατὸ νὰ τοὺς σταματήσουμε. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνη, ὅταν κυκλοφοροῦν στὸ σῶμα σᾶς μεγάλες ποσότητες ὁρμονῶν τῆς κυήσεως, ποὺ ναὶ μὲν εἶναι χρήσιμες γιὰ τὸ παιδί, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ἀποτελοῦν σχεδὸν ἕνα θανάσιμο κίνδυνο. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ διακοπῆ ἡ ἐγκυμοσύνη. Κατὰ τὴν γνώμη μου δὲν ἔχουμε νὰ διαλέξουμε τίποτε ἄλλο!
Μὲ κύτταξε τρομαγμένα καὶ κατόπιν κίνησε ἀρνητικά το κεφάλι της καὶ μοῦ ἐξήγησε μὲ σταθερὴ φωνή:

- Ὄχι! Ποτέ! Τὸ παιδὶ δὲν ἀνήκει μονάχα σὲ μένα ἀλλὰ καὶ στὸν ἄνδρα μου! Ποτὲ δὲν θὰ δώσω τὴν συγκατάθεσί μου νὰ μοῦ τὸ πάρουν. Μοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορό το τί μπορεῖ νὰ συμβῆ σὲ μένα. Εἴ­ναι μιὰ κληρονομιὰ γιὰ τὸν ἄνδρα μου· ἀπ' αὐτὸ τὸ πράγμα δὲν μπορῶ νὰ παραιτηθῶ. Ξέρω ὅτι ἡ ζωή μου κινδυνεύει· ἃς τὸ ποῦμε ἤρεμα, ξέρω ὅτι εἶμαι χαμένη. Αὐτὸ τὸ νιώθω καὶ μονάχα γι' αὐτὸ σας παρακαλῶ: κρατή­στε μὲ στὴ ζωὴ μέχρις ὅτου ἔλθει τὸ παιδί. Αὐτὸ σας ἰκε­τεύω!

Γιὰ πολὺ ὥρα σώπασα, κατανικημένος ἀπ' τὰ λόγια της.
Κατόπιν δοκίμασα ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ τὴν μεταπείσω. Τονίζοντας τὰ λό­για μοῦ τῆς εἶπα:

- Δὲν πρέπει νὰ μιλᾶτε ἔτσι. Βρίσκεσθε σὲ μεγάλο κίνδυνο· αὐτὸ εἶναι βέ­βαιον, ἀλλὰ δὲν εἶσθε ἀκόμη χαμένη. Κάνεις δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ ἕνα τέτοιο πράγμα. Ἔχουμε μιὰ δυνατότητα. Αὐτὸ εἶναι. Ἴσως θὰ μπορού­σα νὰ τὸ διατυπώσω ὡς ἑξῆς: Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σᾶς σώζαμε, ἂν ἐλαττώ­ναμε τὴν ἐνέργεια τῶν ὁρμονῶν τῆς ἐγκυμοσύνης μὲ μιὰ ἄμεση διακοπή της ἢ καὶ νὰ τὶς σταματούσαμε καὶ κατόπιν νὰ ἐγχειρίζαμε. Εἶναι βέβαιον ὅμως ὅτι βαδίζετε πρὸς τὴν καταστροφὴ ἂν δὲν γίνη αὐτὸ τὸ πράγμα, ἔστω κι' ἂν ἀπεμάκρυνα ριζικὰ καὶ τοὺς δυὸ μαστούς...
Ὅταν τελείωσα, μὲ κύτταξε κατ' εὐθείαν στὸ πρόσωπο καὶ ἀπήντησε σχεδὸν ἐχθρικά:

- Αὐτὸ τὸ πράγμα δὲν τὸ θέλω! Δὲν μπορεῖτε νὰ μοῦ πάρετε τὸ παιδί μου. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ!

Ποτὲ μέσα στὰ πολλὰ χρόνια της χειρουργικῆς μου Πράξεως δὲν εἶχα συν­αντήσει κάτι παρόμοιο. Συγκινημένος ἐπίασα τὸ χέρι της.

- Καλά, νικήσατε! Θὰ ἐκπληρωθῆ ἡ ἐπιθυμία σας. Σᾶς παρακαλῶ, τακτοποιῆστε τὰ ὅλα στὸ σπίτι σᾶς ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖτε κι ἐλᾶτε ὕστερα ἀμέσως στὴν κλινική. Δὲν μποροῦμε νὰ χάνουμε καιρό.
Δυὸ μέρες ἀργότερα ἦταν στὴν κλινική μας σ' ἕνα ὄμορφο μοναχικὸ δωμάτιο. Στὴν πρώτη μου ἐπίσκεψι τὴν βρῆκα ἤρεμη, μὲ μιὰ σχεδὸν χα­ρούμενη ἀταραξία. Δυστυχῶς ἦταν καθῆκον μου νὰ τῆς κάνω καινούργιες πικρὲς ἀνακοινώσεις. Τῆς εἶπα ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ διακινδυνεύσω νὰ ἀφαιρέσω μαζὶ καὶ τοὺς δυὸ μαστούς. Τὴν μεθεπομένη στὶς 7 ἡ ὥρα θὰ ἐγ­χειρίζαμε τὴν μιὰ πλευρὰ καὶ ἂν θὰ πήγαινε καλά, ὕστερα ἀπὸ δυὸ - τρεῖς ἑβδομάδες, θὰ ἐγχειρίζαμε κατὰ τὸ δυνατὸν ριζικὰ τὴν ἄλλη πλευρά....
Ὁ ὀργανισμὸς τῆς νεαρᾶς γυναίκας ἦταν πρὸς τὸ παρὸν ἀκόμη σὲ σχετι­κῶς καλὴ κατάσταση. Οἱ ὄγκοι ποὺ μεγάλωναν τόσο γρήγορα, παρ' ὅλον ὅτι προκαλοῦσαν μίαν ἐξασθένησι, δὲν εἶχαν ἀκόμη ἐπιδράσει δυσμενῶς στὴ γενική της κατάσταση.
Κουβέντιασα γιὰ τὴν ἐγχείρησι μὲ τὸν ἐπιμελητή μου διεξοδικώτατα καὶ διάλεξα τοὺς καλύτερους βοηθούς... Ὅλα αὐτὰ τὰ μέτρα θὰ ἐξυπηρετοῦσαν στὸ νὰ προφυλάξουν τὴ μητέρα καὶ τὸ ἔμβρυο...
Ὅταν μπῆκα ἀποστειρωμένος στὸ χειρουργεῖο, ὅλα ἦταν ἕτοιμα. Τὸ χει­ρουργικὸ πεδίο ἦταν ξέσκεπο. Τὸ ἐξήτασα ἄλλη μιὰ φορά, ἐπῆρα τὰ λαστι­χένια γάντια, τὰ φόρεσα καὶ ἄρχισα. Κατ’ εὐθείαν ἔκοψα γύρω ὁλόκληρό το ἀριστερὸ στῆθος προσεκτικὰ μαζὶ μὲ τὸ δέρμα ποὺ θὰ τὸ χρειαζόμαστε ἀρ­γότερα. Πιάσαμε ἀμέσως μὲ λαβίδες τὰ αἱμοραγούντα ἀγγεῖα. Προχώρησα βαθύτερα, ἄφησα ἀνέπαφο ὁλόκληρο τὸν ἀδένα τοῦ μαστοῦ, προσκολλημένον ἐπάνω στοὺς μεγάλους μῦς τοῦ στήθους καὶ τὰ ἀπεχώρισα ὅλα μαζὶ ἀπὸ τὸ θωρακικὸ τοίχωμα...
Κατόπιν ἄρχισε τὸ δεύτερο μέρος: θὰ ξεκαθαρίζαμε τελείως τοὺς μασχα­λιαίους ἀδένας καὶ τοὺς ὑποκλειδίους. Ἦταν μιὰ κουραστικὴ δουλειὰ γιατί ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ εἶχε γεμίσει μὲ μικρὰ καρκινωματώδη ὀγκίδια. Ὅλοι οἱ προσβεβλημένοι ἱστοὶ ξεχωρίστηκαν καὶ ὁλοκλήρωσα τὴν δουλειά μου φθάνοντας μέχρι τὰ χείλη τῶν μυῶν ποὺ κλείνουν πρὸς τὰ πίσω τὴ μασχα­λιαία κοιλότητα. Ἐδῶ ὑπάρχουν σχεδὸν πάντοτε ἐπικίνδυνοι ἀδένες κι' αὐτοὶ ἔπρεπε ἐξάπαντος νὰ ἀπομακρυνθοῦν...

Ὁλόκληρη τὴν πρώτη μέρα παρακολουθούσαμε συνεχῶς τὴν νεαρὰ γυ­ναίκα. Ἐγὼ ὁ ἴδιος πήγαινα κάθε τόσο στὸ κρεβάτι της γιὰ νὰ πεισθῶ ὅτι δὲν εἶχε συμβῆ τίποτε στὸ παιδί. Ἀλλὰ εὐτυχῶς πέρασαν οἱ τέσσαρες πρῶτες ἡμέρες καὶ τὸ παιδὶ ἦταν ἐν τάξει. Ἔτσι περιορίσθηκε πρὸς τὸ πα­ρὸν αὐτὸς ὁ κίνδυνος...
Ἔνιωθα πραγματικὰ σὰν νὰ πετοῦσε μὲς στὸ δωμάτιο μιὰ ἀνείπωτη ἐρώτησι. Καὶ μετά, κάποια ἡμέρα, ἔθεσε, γελώντας ἀθώα, τὸ ἑξῆς ἐρώτη­μα:

- Πόσο περίπου θὰ ζήσω ἀκόμη, κύριε καθηγητά;
Ἀμέσως κατάλαβα: ἤθελε νὰ μάθη ἂν τῆς ἔμενε ἀκόμη ἀρκετὸς καιρὸς γιὰ νὰ φέρη τὸ παιδὶ στὸν κόσμο. Μὲ φθηνὸ τρόπο οὔτε μποροῦσα οὔτε ἤθε­λα νὰ τὴν παρηγορήσω. Γι’ αὐτὸ τῆς εἶπα μονάχα:

- Αὐτὸ μὴ μοῦ τὸ ρωτᾶτε, ἀγαπητὴ κυρία.
Μὲ τὸν καιρὸ παρατηρήσαμε μὲ φόβο ὅτι διαρκῶς ἀδυνάτιζε...
Τὸ θέμα τῆς συζητήσεώς μας ἦταν σχεδὸν πάντοτε γύρω ἀπ' τὸ παιδὶ ποὺ περίμενε καὶ ὅταν δοκίμαζα νὰ φέρω τὴν κουβέντα σὲ ἄλλα πράγματα, τὴν ξαναγύριζε πάλι ἐπίμονα στὸ ἴδιο σημεῖο γύρω ἀπ’ τὸ ὁποῖον, ὅπως φαίνε­ται, περιστρέφονταν διαρκῶς ὅλες της οἱ σκέψεις. Μὲ πραγματικὴ συγκίνησι ἀντιλαμβανόμουν διαρκῶς ὅτι ἦταν γαντζωμένη στὴν ἰδέα ν' ἀφήση αὐτὸ τὸ παιδὶ σὰν κληροδότημα τῆς ἀγάπης της στὸν ἄνδρα της, ὅταν ἐκεῖνος θὰ γύριζε ἀπ' τὸ Μέτωπο.
Δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἀφήσω νὰ μαντέψη ὅτι δὲν ἤμουν εἰς θέσιν νὰ συμ­μεριστῶ τὴν ἐλπίδα της. Κρυφὰ ἐζήτησα γιὰ νὰ μάθω ποὺ βρισκόταν ὁ ἀν­δράς της καὶ ἀπὸ τὴν Γενικὴ Διοίκησι ἔμαθα ἐμπιστευτικὰ ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὁμάδα, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε, εἶχε χαθῆ στὸ Ἀνατολικὸ Μέτωπο.

Κάποια μέρα τῆς εἶπα ὅτι τὴν ἑπομένην ἤθελα νὰ κάνω τὴν δεύτερη ἐγ­χείρησι. Κίνησε μονάχα τὸ κεφάλι της.
Αὐτὴ ἡ δεύτερη ἐγχείρησις εἶχε μεγαλύτερες ἀπαιτήσεις καὶ ἦταν πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἐπειδὴ ἡ γενικὴ κατάστασις εἶχε ἐπιδεινωθῆ. Κάθε κίνδυνος γιὰ τὴν μητέρα καὶ τὸ παιδὶ εἶχε διπλασιασθῆ...
Δουλεύαμε γρήγορα καὶ προσεκτικὰ ὅσο μπορούσαμε. Μὲ πολὺ περισσό­τερη φροντίδα σταματοῦσα τὶς αἱμοραγγίες γιὰ νὰ προφυλάξω τὴν κυκλο­φορία. Βρισκόμαστε στὸν ἕκτο μήνα καὶ τὸ παιδὶ ἑπομένως, ἂν προκαλεῖτο ἕνας πρόωρος τοκετός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ζήση. Ἀλλά, παρ’ ὅλη μας τὴν ὑπερέντασι, χρειάσθηκα αὐτὴ τὴ φορὰ πιὸ πολὺ χρόνο γιὰ ν' ἀποχωρίσω τὸ στῆθος καὶ νὰ ξεκαθαρίσω τὴ μασχάλη καὶ τοὺς ὑποκλείδιους ἀδένας: Οἱ ἱστοὶ εἶχαν γίνει ἕνας σβῶλος καὶ διαρκῶς ἄγγιζα στὸ βάθος καὶ καινούρ­γιες ὕποπτες καρκινωματώδεις μάζες.
Τελείωσα, ἔρραψα τὴ μεγάλη πληγὴ καὶ τοποθέτησα τὴν παροχέτευσι. Προχωροῦσα μὲν χωρὶς νὰ παρουσιάζωνται ἐπιπλοκές, ἀλλὰ ἀμφέβαλα ἂν θὰ εἴχαμε μιὰ πλήρη ἴασι, γιατί τὸ λεύκωμα στὸ αἷμα ἦταν, παρ' ὅλες μας τὶς προσπάθειες, κατεβασμένο. Ἔτσι μείναμε νιώθοντας μιὰ βαθειὰ κατάθλιψι ὅταν πῆραν ἔξω ἀπ’ τὸ χειρουργεῖο τὴν ἄρρωστη: τὸ πράγμα ἦταν φο­βερὸ καὶ ἡ συναίσθησις ὅτι στὸ τέλος ὅλα θὰ πήγαιναν χαμένα μᾶς βάραινε ὅλους.

Ἐμένα μὲ βασάνιζε ἀκόμη μιὰ τελείως διαφορετικὴ φροντίδα, ποὺ μὲ προσοχὴ τὴν ἔκρυβα ἀπὸ ἐκείνη: τὸ μικρὸ πλασματάκι θὰ μποροῦσε νὰ πεθάνη μέσα της. Γι' αὐτό, ἀμέσως ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐγχείρησι, πῆγα ἐπάνω στὸ δωμάτιό της καὶ ἀκροάσθηκα τὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ. Τὰ κτυπήματα ἦταν ἀδύνατα, ἀλλὰ ἀρκετὰ αἰσθητά. Καὶ ἔμειναν ἔτσι καὶ τὶς ἑπόμενες ἠμέ­ρες. Ἕνα πρωί μου ἀνακοίνωσε, ἀκτινοβολώντας ἀπ' τὴν χαρά της: τὸ παιδὶ εἶχε κινηθῆ μέσα της. Εἶχε νιώσει καθαρά τα κτυπήματα, ποὺ ἔκαναν τὰ μικρά του ποδαράκια...

Πλησιάζαμε στὸν ἕβδομο μήνα. Ἄρχιζε ὁ τελευταῖος ἀγώνας μὲ τὸν χρό­νο. Τῆς πρότεινα ἀκτινοβολίες γιὰ νὰ ἐξουδετερώσουμε μερικὰ κακοήθη κύτταρα ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Ἐπειδὴ προέβλεψα ὅτι θὰ φοβόταν μήπως βλάψουν τὸ παιδί, τὴ διαβεβαίωσα, χωρὶς νὰ μὲ ρωτήση, ὅτι μπορούσαμε νὰ ἀπομονώσουμε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν ἀκτίνων. Ἀλλὰ δὲν συνεφώνησε καὶ μοῦπε:

- Γιὰ ποιὸ λόγο; ξέρω ποὺ βρίσκομαι.
Ἀπὸ μέρα σὲ μέρα φαινόταν πιὸ κουρασμένη... Ἡ πληγὴ δὲν ἔκλεινε. Τὸ μέρος ποῦ εἶχε μείνει ἀνοικτὸ δὲν θεραπευόταν. Οἱ ἀναγεννητικὲς δυνάμεις τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς εἶχαν φθάσει στὸ τέλος...
Ὁ ἕβδομος ὅμως μήνας τελείωσε. Ἔτσι κάποια μέρα πῆγα καὶ τῆς εἶπα:

- Ἐὰν ἔλθη τώρα τὸ παιδί, μπορεῖ νὰ διατηρηθῆ στὴ ζωή!
Ποτὲ δὲν θὰ ξεχάσω τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ἀκολούθησαν τὴν εἴδησι. Δά­κρυα χαρᾶς λαμπύριζαν στὰ μάτια της καὶ τὸ ὠχρὸ ἐξασθενημένο πρόσωπο φάνηκε νὰ φωτίζεται ἀπὸ μέσα μὲ μιὰ ἀκτινοβολία εὐτυχίας. Γιὰ λίγες μέρες καλυτέρευσε καὶ ἡ κατάστασίς της. Ἔκανε λίγο χρῶμα, ἀλλὰ κατόπιν προ­χώρησε ἀδυσώπητα ἡ σωματικὴ κατάπτωσις.

Τὸν ὄγδοο μήνα τῆς πρότεινα νὰ τῆς γίνη πρόωρος τοκετός, θὰ πήγαινε στὴν γυναικολογικὴ κλινικὴ καὶ θάφερνε τὸ παιδὶ στὸν κόσμο. Ἀρνήθηκε ὅμως. Ἤθελε νὰ πάη σπίτι της. Ἔτσι ἦλθε ἡ ἡμέρα ποὺ ἄφησε τὴν κλινική μας. Ἐμφανίσθηκε ἡ ἀδελφή της γιὰ νὰ τὴν πάρη...
Τὶς συνώδευσα καὶ τὶς δύο μέχρι τὸ ἁμάξι. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔμεινα ἀκόμη μόνος μὲ τὴν ἄρρωστή μου καὶ ἔνιωσα ὅτι ἀγωνιζόταν μὲ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ στὸ τέλος ξέφυγε ἀπ’ τὰ χείλη της ἡ ἐρώτησις ποὺ φοβόμουν:

- Πόσο θὰ ζήσω ἀκόμη;
Ἀπέφυγα ν' ἀπαντήσω, κουνώντας βουβά το κεφάλι μου. Δὲν ἤθελα τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ πῶ ψέματα.

- Εἰδοποιῆστε μὲ ὅταν γεννηθῆ τὸ παιδί, τὴν παρακάλεσα.
Κι' ἐκείνη μου τὸ ὑποσχέθηκε.

Περίμενα νὰ μοῦ στείλουν καμμιὰ κάρτα καὶ ἐξεπλάγην ὅταν κάποια μέρα πῆρα ἕνα γράμμα, γραμμένο ἀπὸ τὴν ἴδια.

«Ἀγαπητέ μου κ. καθηγητά, ἔγραφε, ἐπειδὴ συμμερισθήκατε τόσο θερμὰ τὸν ἀγώνα μου, θὰ εἶσθε καὶ ὁ μόνος ποὺ θὰ μάθετε ἀπὸ μένα τὴν ἴδια τὸ εὐ­χάριστο νέο. Γιατί εἶμαι πολὺ ἀδύνατη καὶ πρέπει νὰ κάνω οἰκονομία στὶς ὑπόλοιπες δυνάμεις μου. Λοιπόν: πρὸ δέκα ἡμερῶν ἦλθε τὸ παιδὶ στὸ κό­σμο. Ἕνα ἀγοράκι. Ἕνα μικρούτσικο παιδάκι...
Ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο πολὺ γεμάτη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, πού μου εἶναι ἀδύνατον νὰ βάλω σὲ λέξεις τὰ συναισθήματά μου. Εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εὐγνωμοσύνη καὶ πρὸς ἐσάς, ἀγαπητὲ κ. καθηγητά.
Οἱ τελευταῖες ἑβδομάδες ἦταν ἀρκετὰ ἄσχημες καὶ μερικὲς φορὲς σκε­πτόμουν ὅτι δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κρατήσω μέχρι τέλους. Προσευχόμουν μ' ἕναν τελείως παιδιάστικο τρόπο, ποὺ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ κάνη ἕνα θεο­λόγο νὰ γελάση περιφρονητικά: «Ἂν Ἐσὺ εἶσαι κεῖ πάνω, κι' ἂν Ἐσὺ εἶσαι ἡ Ἀγάπη, τότε χάρισέ μου αὐτὸ τὸ παιδί». Ἔτσι Τοῦ ἔλεγα καὶ Ἐκεῖνος, μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία Του, ἄκουσε τὴν ἱκεσία μου, ποὺ ἦταν σὰν ἕνας ἐξαναγκασμός.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς σημαίνει γιὰ μένα πολλὰ πράγματα. Εἶναι ἡ μεγαλύτερή μου παρηγοριὰ στὸ τελευταῖο κομμάτι τοῦ δρόμου ποὺ βρίσκεται ἀκόμη μπροστά μου. Ὁ θάνατος ἔρχεται... Τὸ τέλος πλησιάζει... Δὲν θέλω νὰ φαίνωμαι πιὸ καλὴ ἀπ’ ὅ,τι εἶμαι: κι ἐγὼ συχνὰ νιώθω φόβο γιὰ τὸν θάνατο. Τὸ βαθὺ φόβο τοῦ πλάσματος προτοῦ φύγει ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ κυρίως τὶς νύχτες ὅταν μένω μόνη μ' ἀνοικτά τα μάτια στὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ τότε μὲ πα­ρηγορεῖ ἡ σκέψις τοῦ παιδιοῦ ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴν ζωντανὴ ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...
Χθὲς ἀναγκάσθηκα νὰ διακόψω ἐδῶ το γράμμα μου. Ἦλθε ἡ ἀδελφή μου καὶ μὲ μάλωσε στὰ γερά. Ἤθελε νὰ μοῦ κάνη ξεκάθαρο ὅτι γιὰ χάρι τοῦ παιδιοῦ εἶχα καθῆκον νὰ μείνω στὴ ζωή. Τώρα, ἐκτός του ὅτι δὲν ἑξαρ­τᾶται καθόλου ἀπ' τὶς δικές μου δυνάμεις το νὰ παρατείνω τὴ ζωή μου, θε­ωρῶ σὰν μιὰ ἀνακουφιστικὴ ἄποψι καὶ τὸ ἑξῆς: στὸ τέλος - τέλος καὶ οἱ πιὸ τρυφεροὶ γονεῖς πολὺ λίγα μόνον πράγματα μποροῦν νὰ κάνουν γιὰ τὰ παιδιά τους. Ἡ τύχη τοὺς ὅπως καὶ ἡ δική μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ σ’ αὐτὰ τὰ πατρικά, τὰ δυνατὰ χέρια ἐμπιστεύομαι τώρα ἀπόλυτα ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀφήνω πίσω μου...
Μόχθησα γιὰ νᾶμαι στὰ παιδιά μου, ποὺ ἦταν γιὰ μένα τὸ ὡραιότερο δῶρο, μιὰ καλὴ μητέρα. Καὶ δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινα συνδεδεμένη μὲ τὸν ἄνδρα μου μὲ μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν δοκίμασε ποτὲ οὔτε καὶ τὴν παραμικρότερη συννεφιά. Τὸ νὰ τὰ’ ἀφήσης ὂλ' αὐτά, δὲν εἶναι εὔκολο, θὰ ἤθελα ὅμως ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ σᾶς διαβεβαιώσω, ἐπειδή μου παρασταθήκατε στὶς δυσκολώτερες ὧρες μου, ὅτι προχωρῶ μὲ τὴν βεβαιότητα πὼς θὰ τὰ ξανα­βρῶ, ἐκεῖ ἐπάνω, ὅλα περιβεβλημένα μὲ μιὰ λαμπρότητα καὶ ἐλευθερωμέ­να ἀπ’ τὴν γήινη μιζέρια. Ἀντίο γιὰ πάντα!

Ν.Ν.

Υ.Γ. Ὅταν γυρίση κάποτε ὁ ἄνδρας μου δῶστε τοῦ σᾶς παρακαλῶ αὐτὸ τὸ γράμμα».

Ὕστερα ἀπὸ 14 ἥμερες πῆρα ἕνα χαρτὶ πού μου ἀνήγγελε τὸ θάνατό της. Τὸ γράμμα δὲν μπόρεσα νὰ τὸ δώσω, γιατί ὁ ἄνδρας της δὲν γύρισε ποτὲ ἀπὸ τὸ Ἀνατολικὸ Μέτωπο».