Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ αὐτογνωσία


Ἀγάπη καθαρὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ κάθε ἐγωιστικὸ στοιχεῖο, χωρὶς τὴν προσδοκία ὁποιασδήποτε ὠφέλειας, ὑλικῆς ἢ πνευματικῆς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, ἔστω καὶ ἑνὸς «εὐχαριστῶ», ἔστω καὶ μὲ εἴσπραξη πικρίας ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἢ ἀκόμη καὶ προδοτικῆς συκοφαντίας γιατί αὐτὸ σημαίνει μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀγάπησε πρῶτος Αὐτὸς τὴν Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ὑπολογίσει καθόλου τὸν ἑαυτὸ Τοῦ θυσιαζόμενος πρὸς χάριν της. Μόνον ἡ ἀγάπη κατὰ μίμηση καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ὡς ἄνθρωπος πλήρως καὶ τελείως τὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ δέχθηκε τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο καὶ ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ ἀκόλουθοί του Κυρίου Ἰησοῦ, πρέπει νὰ μαθητεύουμε πάντα παρὰ τοὺς πόδας Του γιὰ νὰ μαθαίνουμε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ συνεπέστερα νὰ ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίσει, ἀφοῦ τὸ ἔργο αὐτὸ θέλησε νὰ ἀσκεῖται ἀδιάλειπτα καὶ πάντοτε καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Ἃ’ Κορ. ἰγ’ 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Ἃ’ Ἰω. δ’ 8).

[…] Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ ἐαυτοῦ μας καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἔναντί του θὰ μᾶς πείσει, ὅτι βασικὰ ἔχουμε μιὰ σχεδὸν ἀκατανίκητη τάση νὰ ἀναζητοῦμε φανερὰ ἢ ὄχι, συνειδητὰ ἢ ὄχι, θεληματικὰ ἢ ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ μᾶς διὰ μέσου της ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ δική μας συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ μιὰ συγκινησιακὴ ἔκσταση, μιὰ εὐχαρίστηση προσωπικὴ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης, πράγμα, ποὺ ἄλλοι θὰ ἐπεδίωκαν μὲ ἄλλα μέσα. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ γενικὰ ἀγαποῦμε, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ εὐάρεστο συναίσθημα, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, καὶ αὐτὸ θέλουμε μόνο καὶ ὄχι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου; Καὶ μπορεῖ ἔτσι νὰ κάνουμε τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης π.χ. μόνο γιὰ νὰ ἀκοῦμε εὐχαριστίες, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς εὐεργέτες, γιὰ νὰ κάνουν λόγο γιὰ μᾶς, καὶ νὰ ἀποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις ἀγάπης καὶ κόπους καὶ θυσίες, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνωρισθοῦν. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ μάθουμε καὶ νὰ κάνουμε φρόνημά μας, πὼς τὸ κύριο χαρακτηριστικό της ἀγάπης εἶναι ἡ αὐτολησμοσύνη καὶ τὸ «μὴ ζητεῖν τὰ ἐαυτῆς». Γι' αὐτὸ ἄλλωστε συνιστᾶ ὁ Κύριος το «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά (μας) τί ποιεῖ ἡ δεξιά» μας καὶ τὴν ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη ἐπιμέλεια «ἐν τῷ κρυπτῶ» διενέργειά της.

Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἀπαιτεῖ γιὰ τὴν ἐξάσκησή της κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἐσωτερικὴ καθαρότητα, μὲ ἄλλα λόγια ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν «παλαιότητα» καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ μολύνουν κάθε ἐνέργειά μας, ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ εὐγενικὴ κατ’ ἄνθρωπον. Καὶ αὐτὸ σημαίνει διαρκῆ ἀνίχνευση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας καὶ ἀνακάλυψη ὅλων των ἀρνητικῶν στοιχείων, ποὺ κρύβονται ἐπιμελῶς μέσα μας. Ἡ αὐτοεξέταση θὰ μᾶς πληροφορήσει γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς παλαιότητός μας, ὅπως εἶναι ἡ ἐγωιστικότητα καὶ ἡ αὐτοφιλία ἢ φιλαυτία. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ θείου φωτισμοῦ, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει καθαρά το ἐσωτερικό μας.

Ἔτσι δὲν εἶναι δύσκολο νὰ ἀνακαλύψουμε πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξη στοιχεῖα, ποὺ δὲν τὰ φανταζόμασταν νὰ ὑπάρχουν σὲ τέτοιο βαθμό. Ἂν προσέξουμε μὲ τέτοια διάθεση καὶ ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ, θὰ διαπιστώσουμε π.χ. πόσο εὔκολα δὲν θέλουμε νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι. Πόσο μᾶς εἶναι δυσάρεστο νὰ μᾶς μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιὰ τὶς δυσκολίες τους, τὶς ἀνάγκες τους, τὶς θλίψεις τους, τὸν πόνο τους, τὰ ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα, ἂν ὑποπτευόμαστε, ὅτι πιθανὸν θὰ ζητήσουν καὶ τὴ δική μας συμπαράσταση. Πολὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ μὴ μᾶς χαλάσουν τὴν ἡσυχία μᾶς κατὰ τὸν χρόνο, ποὺ θέλουμε ἀπολύτως νὰ τὸν ἔχουμε δικό μας. Δὲν μᾶς εὐχαριστεῖ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι, μάλιστα ἂν δὲν εἶναι εὐχάριστοι τύποι.

Συγκεντρωμένοι στὰ δικά μας προβλήματα, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγὰ σιγὰ ἀναίσθητοι ἔναντί των ἄλλων, ἀδιάφοροι, σκληροὶ καὶ τελικὰ ἀνάπηροι πνευματικὰ ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους. Μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ κυρίαρχη αὐτὴν τὴν κατάσταση μέσα μας, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα ὅ,τι ἔχει σημασία μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ ὅ,τι μᾶς βολεύει καὶ γιὰ ὅ,τι μᾶς κολακεύει φανερὰ ἢ κρυφά.

[...] Ἐφόσον ὑπάρχουν στὴν ψυχὴ μᾶς τέτοια ἐπιθέματα καὶ τὴν παραμορφώνουν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε διαφανεῖς, διαυγεῖς καὶ πεντακάθαροι στὶς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ἂν τυχὸν προβαίνουμε καὶ ὅσες φορὲς μπορεῖ νὰ προβαίνουμε σὲ τέτοιες; Ἂν εἶναι γυαλιὰ μαυρισμένα ἀπὸ τὴν κάπνα τῶν παθῶν μας, πῶς θὰ διαπεράσουν φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ φωτίσουν ἄλλες καρδιὲς καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπεμφθεῖ θερμότητα γιὰ νὰ τὶς θερμάνει; Πῶς μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια νὰ εἶναι ἁγνή, φωτεινὴ καὶ θερμουργὸς ἡ ἀγάπη μας, ὅταν ἔχουμε τόσο καταλερωμένο ἐσωτερικό;

Πηγή: Ἱερομ. Εὐσέβιος Βίττης, Ἐμεῖς καὶ ἡ ἀγάπη μας, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Ἡ ἀγάπη πάντα ἐλπίζει