Στό βιβλίο τού αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς υπάρχει ένας διάλογος ενός ζητιάνου μέ ένα διάσημο θεολόγο. Ο θεολόγος επί οκτώ έτη ακατάπαυστα παρακαλούσε τό Θεό νά τού φανερώσει κάποιον άνθρωπο, πού θά μπορούσε νά τού δείξει τόν πιό σίγουρο δρόμο γιά τή Βασιλεία τών Ουρανών. Κάποια μέρα πού έφθασε στό αποκορύφωμα τής προσευχής άκουσε μιά φωνή «Πήγαινε καί στήν έξοδο τής Εκκλησίας θά βρείς τόν άνθρωπο πού ζητάς».
Πηγαίνει βιαστικά στήν Εκκλησία, όπου βρίσκει ένα γέρο ζητιάνο μέ κουρελιασμένα ρούχα καί πληγωμένα γόνατα καί τόν χαιρετά.
- «Ποτέ δέν είχα κακό καί δυστυχισμένο πρωινό».
(ο άλλος εν αμηχανία διορθώνει)
- «Είθε νά σού στείλει ο Θεός κάθε αγαθό»!
- «Ουδέποτε μού εστάλη κάτι μή αγαθό»!
(ο θεολόγος παραξενεύεται καί τού λέει)
- «Τί συμβαίνει μέ σένα, γέροντα; Εγώ σού εύχομαι
κάθε ευτυχία».
- «Μά ποτέ δέν είμαι δυστυχής. Ζώ σύμφωνα μέ τό
θέλημα τού Θεού. Γιά τό ζυγό πού μού έδωσε ο Θεός ποτέ δέν δυσανασχέτησα καί
είμαι πάντοτε ευχαριστημένος».
- «Από πού ήλθες εσύ, γέροντα, εδώ»;
- «Από τόν Θεό».
- «Καί πού Τόν βρήκες»;
«Εκεί πού Τόν άφησα στήν αγαθή θέληση».
- «Ποιός είσαι, γέροντα, καί σέ ποιά τάξη
ανήκεις»;
- «Οποιος κι άν είμαι, είμαι ικανοποιημένος μέ
τήν κατάστασή μου, γιατί βασιλεύς είναι αυτός πού κυβερνά καί διευθύνει τόν
εαυτό του».
Ο θεολόγος αποδέχθηκε τελικά πώς ο δρόμος τού
ζητιάνου ήταν ο μόνος σίγουρος γιά τόν Ουρανό, δηλ. η τελεία παράδοση στό
θέλημα τού Θεού».