ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ
ΦΙΛΑΥΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ
Φιλαυτία εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ τρέφουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Φοβόμαστε μὴν πάθουμε κάποιο κακό, μὴν ἐκτεθοῦμε σὲ κάποιον κίνδυνο! Θέλουμε νὰ τὰ ἔχουμε ὅλα δικά μας, νὰ μὴ μᾶς λείπει ἀπολύτως τίποτε! Θέλουμε τὰ πάντα νὰ γίνονται γιὰ τὴ δική μας διευκόλυνση!
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Ὁ ἅγιος Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε μὲ πάθη. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» του. Μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας ἁμαρτήσαμε! Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ μετανοήσουμε γιὰ τὴν παρακοή μας, θελήσαμε μὲ νοσηρὸ τρόπο νὰ προστατεύσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ πρῶτο πάθος, τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας, ποὺ μοιάζει μὲ μεγάλο κορμὸ δένδρου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεπετάγονται σὰν λαίμαργα βλαστάρια καὶ ἄλλα πάθη.
Ὁ φίλαυτος ζεῖ ἐγωκεντρικά. Ἐπιθυμεῖ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα νὰ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ αὐτόν. Ἂν εἶναι δυνατὸν ἀκόμη καὶ ὁ Θεός. Ἀκόμη καὶ ὅταν προσεύχεται, δὲν προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὸν ἑαυτό του, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Νὰ θυμηθοῦμε τὴν προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου. «Σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο» (Λουκ. ιη΄ 11).
Ἐπίσης ὁ φίλαυτος εἶναι ἀτομιστής. Προκρίνει πάντοτε τὸ δικό του συμφέρον, τὴ δική του ἄνεση, τὴ δική του καλοπέραση. Δὲν ξέρει νὰ κάμνει θυσίες γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἀξιώνει οἱ ἄλλοι νὰ γίνονται θυσία γι’ αὐτόν.
Ἀκόμη ὁ φίλαυτος ἔχει πολὺ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καλλιεργεῖ αἴσθημα ὑπεροχῆς ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Θέλει σὲ κάθε δραστηριότητα νὰ γίνεται τὸ δικό του θέλημα, νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ κυρίαρχος. Δὲν ἀνέχεται νὰ τὸν ἀμφισβητοῦν οἱ ἄλλοι. Ἂν κάποιος τολμήσει νὰ τοῦ κάνει παρατήρηση, ἐνοχλεῖται καὶ ὑπεραμύνεται ὅτι εἶναι σὲ ὅλα σωστός.
Τέλος ὁ φίλαυτος ἀποξενώνεται κι ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ κόσμος νὰ χαλάει γύρω του, δὲν ἁπλώνει τὸ χέρι του νὰ βοηθήσει. Φοβερὸ πάθος ἡ φιλαυτία! Πέτρα τὴν κάνει τὴν καρδιά. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν χωρίζει καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω ἐννοοῦμε ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἀσθένεια πολὺ βαριὰ καὶ δυσθεράπευτη. Εἶναι ὁ γίγαντας τῶν παθῶν. Μοιάζει μὲ ἐπιθετικό, καθολικὸ καρκίνο ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὰ πλοκάμια του! Παραμορφώνει τόσο πολὺ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴν κάνει τελείως ἀγνώριστη! Ξεκινάει ὡς ἀγάπη καὶ ἐξελίσσεται ὡς ἔχθρα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ φίλαυτος καταστρέφει μόνος του τὸν ἑαυτό του.
Πῶς ὅμως θεραπεύεται τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαυτίας; Δὲν θεραπεύεται εὔκολα, διότι ἔχει πολὺ βαθιὲς ρίζες. Καλούμαστε νὰ νεκρώνουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας μαζὶ μὲ τὰ θελήματα καὶ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες του. Νὰ μὴν τοῦ κάμνουμε τὰ θελήματα, ἀλλὰ τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπ’ ὅσα μᾶς ζητάει. Νὰ καλλιεργοῦμε τὴ θεμελιώδη ἀρετὴ τῆς αὐταπαρνήσεως, ποὺ εἶναι ἡ παντελὴς λήθη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Νὰ βλέπουμε τὴν ἔνδεια καὶ τὴν ἀδυναμία μας καὶ νὰ ταπεινώνουμε τὸν λογισμό μας λέγοντας: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, Κύριε, καὶ ποιὸς μὲ λογαριάζει;
Ἐπίσης, γιὰ νὰ ὑπερνικήσουμε τὴ φιλαυτία μας, χρειάζεται νὰ κόβουμε τὸ θέλημά μας, νὰ παραιτούμεθα ἀπὸ τὴ δική μας προτίμηση. «Αὐταπάρνησίς ἐστιν... ἡ τῶν θελημάτων ἑαυτοῦ ἀναχώρησις», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 8, 214). Νὰ καλλιεργοῦμε φρόνημα τελωνικὸ ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε, νὰ τὸ ἀποδίδουμε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α΄ Κορ. ιε΄ 10). Νὰ μὴ στενοχωρούμαστε ὅταν δὲν μᾶς ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι. Ἂν θέλουν νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν, ἂς μᾶς ἀναγνωρίσουν. Ἂν δὲν θέλουν νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν, ἂς μὴ μᾶς ἀναγνωρίσουν. Ἐμᾶς νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἂν μᾶς ἀναγνωρίζει ὁ Θεός, πῶς θὰ βροῦμε ἔλεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας πολεμεῖται μὲ τὴν ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δὲν θὰ προκρίνουμε τὸ δικό μας συμφέρον ἀλλὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν. Ὄχι αὐτὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὸ σύνολο. Ἡ καρδιά μας νὰ χτυπάει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ μάθουμε νὰ δινόμαστε στοὺς ἄλλους. Νὰ εἴμαστε διάκονοι καὶ ὑπηρέτες τῶν ἄλλων κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του. Κι ἐμεῖς νὰ ἐξυπηρετοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας μὲ κάθε ταπείνωση.
Κι ἀκόμη χρειάζεται νὰ ἔχουμε πλατιὰ καρδιὰ ποὺ ὅλους θὰ τοὺς χωράει. Νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς φίλους μας καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ τοὺς ἔχουμε ὅλους στὴν καρδιά μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν φυλακισμένος στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης καὶ ἔγραφε στοὺς Φιλιππησίους: «Καθώς ἐστι δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς...» (Φιλιπ. α΄ 7). Τοὺς εἶχε ὅλους μέσα στὴν καρδιά του, κι ἂς βρισκόταν τοπικὰ πολὺ μακριά τους. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Νὰ δείχνουμε θυσιαστικὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη ποὺ δείχνουμε στοὺς συνανθρώπους μας ἐπιστρέφει σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους. Εὐεργετώντας τοὺς ἄλλους, ὠφελοῦμε στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό μας. Δείχνοντας ἀληθινὴ ἀγάπη στοὺς ἄλλους, ἀγαποῦμε ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό μας.
Τὸ βαθύρριζο πάθος τῆς φιλαυτίας μόνο μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ νεκρώσουμε. Ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι κατορθωτά. Ἂς ζητοῦμε λοιπὸν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φιλαυτίας καὶ νὰ μᾶς βγάλει στὸ ξέφωτο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
Φιλαυτία εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ τρέφουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Φοβόμαστε μὴν πάθουμε κάποιο κακό, μὴν ἐκτεθοῦμε σὲ κάποιον κίνδυνο! Θέλουμε νὰ τὰ ἔχουμε ὅλα δικά μας, νὰ μὴ μᾶς λείπει ἀπολύτως τίποτε! Θέλουμε τὰ πάντα νὰ γίνονται γιὰ τὴ δική μας διευκόλυνση!
Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Ὁ ἅγιος Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε μὲ πάθη. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» του. Μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας ἁμαρτήσαμε! Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ μετανοήσουμε γιὰ τὴν παρακοή μας, θελήσαμε μὲ νοσηρὸ τρόπο νὰ προστατεύσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ πρῶτο πάθος, τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας, ποὺ μοιάζει μὲ μεγάλο κορμὸ δένδρου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεπετάγονται σὰν λαίμαργα βλαστάρια καὶ ἄλλα πάθη.
Ὁ φίλαυτος ζεῖ ἐγωκεντρικά. Ἐπιθυμεῖ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα νὰ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ αὐτόν. Ἂν εἶναι δυνατὸν ἀκόμη καὶ ὁ Θεός. Ἀκόμη καὶ ὅταν προσεύχεται, δὲν προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὸν ἑαυτό του, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Νὰ θυμηθοῦμε τὴν προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου. «Σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο» (Λουκ. ιη΄ 11).
Ἐπίσης ὁ φίλαυτος εἶναι ἀτομιστής. Προκρίνει πάντοτε τὸ δικό του συμφέρον, τὴ δική του ἄνεση, τὴ δική του καλοπέραση. Δὲν ξέρει νὰ κάμνει θυσίες γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἀξιώνει οἱ ἄλλοι νὰ γίνονται θυσία γι’ αὐτόν.
Ἀκόμη ὁ φίλαυτος ἔχει πολὺ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καλλιεργεῖ αἴσθημα ὑπεροχῆς ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Θέλει σὲ κάθε δραστηριότητα νὰ γίνεται τὸ δικό του θέλημα, νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ κυρίαρχος. Δὲν ἀνέχεται νὰ τὸν ἀμφισβητοῦν οἱ ἄλλοι. Ἂν κάποιος τολμήσει νὰ τοῦ κάνει παρατήρηση, ἐνοχλεῖται καὶ ὑπεραμύνεται ὅτι εἶναι σὲ ὅλα σωστός.
Τέλος ὁ φίλαυτος ἀποξενώνεται κι ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ κόσμος νὰ χαλάει γύρω του, δὲν ἁπλώνει τὸ χέρι του νὰ βοηθήσει. Φοβερὸ πάθος ἡ φιλαυτία! Πέτρα τὴν κάνει τὴν καρδιά. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν χωρίζει καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω ἐννοοῦμε ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἀσθένεια πολὺ βαριὰ καὶ δυσθεράπευτη. Εἶναι ὁ γίγαντας τῶν παθῶν. Μοιάζει μὲ ἐπιθετικό, καθολικὸ καρκίνο ποὺ ἁπλώνει παντοῦ τὰ πλοκάμια του! Παραμορφώνει τόσο πολὺ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴν κάνει τελείως ἀγνώριστη! Ξεκινάει ὡς ἀγάπη καὶ ἐξελίσσεται ὡς ἔχθρα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ φίλαυτος καταστρέφει μόνος του τὸν ἑαυτό του.
Πῶς ὅμως θεραπεύεται τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαυτίας; Δὲν θεραπεύεται εὔκολα, διότι ἔχει πολὺ βαθιὲς ρίζες. Καλούμαστε νὰ νεκρώνουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας μαζὶ μὲ τὰ θελήματα καὶ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες του. Νὰ μὴν τοῦ κάμνουμε τὰ θελήματα, ἀλλὰ τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπ’ ὅσα μᾶς ζητάει. Νὰ καλλιεργοῦμε τὴ θεμελιώδη ἀρετὴ τῆς αὐταπαρνήσεως, ποὺ εἶναι ἡ παντελὴς λήθη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Νὰ βλέπουμε τὴν ἔνδεια καὶ τὴν ἀδυναμία μας καὶ νὰ ταπεινώνουμε τὸν λογισμό μας λέγοντας: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, Κύριε, καὶ ποιὸς μὲ λογαριάζει;
Ἐπίσης, γιὰ νὰ ὑπερνικήσουμε τὴ φιλαυτία μας, χρειάζεται νὰ κόβουμε τὸ θέλημά μας, νὰ παραιτούμεθα ἀπὸ τὴ δική μας προτίμηση. «Αὐταπάρνησίς ἐστιν... ἡ τῶν θελημάτων ἑαυτοῦ ἀναχώρησις», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 8, 214). Νὰ καλλιεργοῦμε φρόνημα τελωνικὸ ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε, νὰ τὸ ἀποδίδουμε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α΄ Κορ. ιε΄ 10). Νὰ μὴ στενοχωρούμαστε ὅταν δὲν μᾶς ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι. Ἂν θέλουν νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν, ἂς μᾶς ἀναγνωρίσουν. Ἂν δὲν θέλουν νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν, ἂς μὴ μᾶς ἀναγνωρίσουν. Ἐμᾶς νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἂν μᾶς ἀναγνωρίζει ὁ Θεός, πῶς θὰ βροῦμε ἔλεος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας πολεμεῖται μὲ τὴν ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δὲν θὰ προκρίνουμε τὸ δικό μας συμφέρον ἀλλὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν. Ὄχι αὐτὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὸ σύνολο. Ἡ καρδιά μας νὰ χτυπάει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ μάθουμε νὰ δινόμαστε στοὺς ἄλλους. Νὰ εἴμαστε διάκονοι καὶ ὑπηρέτες τῶν ἄλλων κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του. Κι ἐμεῖς νὰ ἐξυπηρετοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας μὲ κάθε ταπείνωση.
Κι ἀκόμη χρειάζεται νὰ ἔχουμε πλατιὰ καρδιὰ ποὺ ὅλους θὰ τοὺς χωράει. Νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς φίλους μας καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ τοὺς ἔχουμε ὅλους στὴν καρδιά μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν φυλακισμένος στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης καὶ ἔγραφε στοὺς Φιλιππησίους: «Καθώς ἐστι δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς...» (Φιλιπ. α΄ 7). Τοὺς εἶχε ὅλους μέσα στὴν καρδιά του, κι ἂς βρισκόταν τοπικὰ πολὺ μακριά τους. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Νὰ δείχνουμε θυσιαστικὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη ποὺ δείχνουμε στοὺς συνανθρώπους μας ἐπιστρέφει σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους. Εὐεργετώντας τοὺς ἄλλους, ὠφελοῦμε στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό μας. Δείχνοντας ἀληθινὴ ἀγάπη στοὺς ἄλλους, ἀγαποῦμε ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό μας.
Τὸ βαθύρριζο πάθος τῆς φιλαυτίας μόνο μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ νεκρώσουμε. Ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι κατορθωτά. Ἂς ζητοῦμε λοιπὸν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φιλαυτίας καὶ νὰ μᾶς βγάλει στὸ ξέφωτο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.