Πολλά πράγματα θέλουμε νά μαθαίνουμε καί νά κατανοοῦμε,
προπαντός ὅμως τόν καιρό πού θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ ἀπο¬στολος Παῦλος,
γιά νά περιορίσει τήν ἄκαιρη αὐτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σέ μίαν ἐπιστολή
του:
«Σχετικά μέ τό χρόνο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου, ἀδελ¬φοί, δέν
χρειάζεται νά σᾶς γράψω, γιατί κι ἐσεῖς τό ξε¬ρετε πολύ καλά, ὅτι ἡ ἡμέρα τοῦ
Κυρίου θά ἔρθει ἀπροειδοποίητα, ὅπως ὁ κλέφτης τή νύχτα» (Ἅ' Θεσ. 5:1-2).
Τί θά κερδίσουμε, δηλαδή, ἄν γνωρίζουμε πότε θά γίνει ἡ
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ; Πέστε μου. Ἅς ὑποθέσουμε ὅτι θά γίνει ὕστερ' ἀπό
εἴκοσι χρόνια ἤ τριάντα ἤ ἑκατό. Ποιά σημασία μπορεῖ νά ἔχει αὐτό γιά μᾶς;
Μήπως γιά τόν καθένα μας ἡ συντέλεια δέν ἔρχεται μέ τό τέλος τῆς ζωῆς του;
Γιατί, λοιπόν, πο¬νοκεφαλιάζεις καί βασανίζεσαι γιά τό τέλος
τοῦ κό¬σμου; Δυστυχῶς, ὅμως, ὅπως συμβαίνει καί σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις,
στίς ὁποῖες ἀδιαφοροῦμε γιά τά ζητήματα πού μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καί
καταπιανόμα¬στε μέ τά ζητήματα τῶν ἄλλων, παραμελοῦμε τίς δικές μας ὑποθέσεις
καί φροντίζουμε γιά τίς ξένες, ἔτσι καί σέ τούτη τήν περιπτωση• ἀντί ὁ καθένας
μας νά ἐνδιαφέρεται γιά τό δικό του τέλος, θέλουμε νά μάθουμε μέ λεπτομέρειες πῶς
καί πότε θά ἔρθει τό κοινό τέλος ὅλων μας.
Ἄν δηλαδή τώρα, ποῦ ὁ φόβος ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ χρόνου τοῦ
θανάτου συγκλονίζει τίς ψυχές μας, ἀφοῦ περάσουμε ὅλη μας τή ζωή μέσα στήν ἁμαρτία,
μόλις στίς τελευταῖες μας στιγμές ἀποφασίζουμε οἱ περισσότεροι νά μετανοήσουμε,
ἐφόσον βέβαια προ¬λάβουμε, ποιός ἀπό μᾶς θά φρόντιζε γιά τήν ἀρετή, ἄν ξέραμε
σίγουρά το πότε θά πεθάνουμε; Τίποτα δέν θά διστάζαμε νά πράξουμε ὡς τήν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἀπό τούς ἐχθρούς μας θά παίρναμε ἐκδίκηση, ὅσους θέλα¬με θά σκοτώναμε, τά ἄγρια
πάθη τῆς ψυχῆς μας θά ἱκανοποιούσαμε σέ βάρος τῶν συνανθρώπων μας, καί μετά,
πρίν πεθάνουμε, θά... μετανοούσαμε!
Πέρα ἀπ' αὐτό, οὔτε πράξεις ἀληθινῆς αὐτοθυσίας θά ὑπῆρχαν οὔτε
οἱ γενναιόψυχοι ἄνθρωποι θά εἶχαν καμιάν ἀνταμοιβή, γιατί, ὅταν θ' ἀντιμετώπιζαν
τολ¬μηρά καί ἀτρόμητά τους διάφορους κινδύνους, θά ἀντλοῦσαν τό θάρρος τους ἀπό
τή βεβαιότητα ὅτι δέν ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνουν. Καί ὁ πιό δειλός ἀκόμα θά
ριχνόταν ἀδίσταχτα στή φωτιά, ἔχοντας τή γνώση ὅτι δέν κινδυνεύει νά πάθει
κανένα κακό. Γιατί αὐτός πού γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νά χάσει τή ζωή του σέ κάποιον
κίνδυνο καί ἐντούτοις δέν διστάζει νά ἐκτεθεῖ στόν κίνδυνο αὐτό, ἀποδεικνύει μέ
ἀσφάλεια τή γενναιό¬τητα καί τήν αὐτοθυσία του.
Ὅποιος ἔχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη καί κατευθύνεται ἀπό
τήν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγα¬θῶν, οὔτε καί τό θάνατο θά θεωρήσει σάν θάνατο. Ὁ
δίκαιος, δηλαδή, πού βαδίζει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί καθημερινά περιμένει νά μπεῖ
στή βασιλεία Του, δέν ταράζεται, δέν ἀναστατώνεται, δέν στενοχωριέται, ὅταν ἔρχεται
ἀντιμέτωπος μέ τό θάνατο, ὅταν λ.χ. ἀντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενῆ ἤ φίλο
του. Γιατί γνω¬ρίζει ὅτι ὁ θάνατος, γι' αὐτούς πού ἔζησαν ἐνάρετα στή γῆ, δέν εἶναι
παρά μετάθεση σέ μιά καλύτερη ζωή, ταξίδι γιά ἕναν καλύτερο τόπο, δρόμος πού ὁδηγεῖ
στά στεφάνια.
Γι' αὐτό μπροστά στίς πόλεις καί στά χωριά ὑπάρ¬χουν τά
κοιμητήρια καί οἱ τάφοι, γιά νά μᾶς θυμίζουν συνέχεια τήν ἀνθρώπινη θνητότητα. Ἔτσι,
καθώς μπαίνουμε σέ μιά μεγάλη καί πλούσια πόλη ἤ σ' ἕνα ὡραῖο καί γραφικό
χωριό, πρίν δοῦμε τίς ὀμορφιές καί τά ἀξιοθέατά τους, βλέπουμε τό τέλος καί τήν
κα¬τάληξη κάθε ὀμορφιᾶς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.