1. Μερικοί συνηθίζουν, όταν μιλάνε περί των παθών
και των λογισμών, να κατατάσσουν την κενοδοξία σε ιδιαίτερη τάξη, χωριστά από
την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και λέγουν ότι είναι οκτώ οι πρώτοι και κυρίαρχοι
πονηροί λογισμοί. Αντιθέτως ο Θεολόγος Γρηγόριος και άλλοι από τους διδασκάλους
τούς μέτρησαν επτά. Σ’ αυτούς περισσότερο πείθομαι και εγώ· διότι ποιος μπορεί
να έχει υπερηφάνεια, αφού νίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν
μεταξύ τους, όση έχει εκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον
άρτο. Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος. Τώρα λοιπόν που το
καλεί η περίσταση ας μιλήσουμε με συντομία για την αρχή και την ολοκλήρωση των
παθών, δηλαδή την ανίερη οίηση. Λέω με συντομία, διότι όποιος επιχειρεί να
φιλοσοφήσει γι’ αυτήν σε μήκος, μοιάζει με εκείνον που ματαιοπονεί προσπαθώντας
να ζυγίσει τους ανέμους.
2. Η κενοδοξία είναι ως προς μεν τη μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρηση κάθε αξιόμεμπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των κόπων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέφτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφάνειας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, το οποίο είναι μεν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψει αθόρυβα όλο τον καρπό και τον κόπο του γεωργού.
3. Το μυρμήγκι περιμένει να γίνει το σιτάρι, και η
κενοδοξία να συναχθεί ο πνευματικός πλούτος. Και το μεν μυρμήγκι τρέχει για να
κλέψει η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίσει. Το πνεύμα της απογνώσεως
χαίρεται, όταν βλέπει να πληθαίνει η κακία, ενώ το πνεύμα της κενοδοξίας
χαίρεται, όταν βλέπει να πληθαίνει η αρετή. Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη
των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.
4. Παρατήρησε και θα δεις ότι αυτή η ανίερη, δηλαδή
η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι τον τάφο. Θα τη δεις στα ρούχα και στα μύρα
και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα.
5. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε
έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω
για να μη φανεί η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν
φορώ λαμπρά ρούχα νικιέμαι απ’ αυτήν, αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά
πάλι κενοδοξώ. Όταν μιλάω νικιέμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικιέμαι. Όπως και
αν το ρίξεις αυτό το τριβόλι αγκάθι, όρθιο στέκεται το κεντρί του.
6. Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι
ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μεν σέβεται το Θεό, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί
να αρέσει στους ανθρώπους και όχι στο Θεό. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός
άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και
άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής
είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννάει, και μισθό δεν
παίρνει.
7. Ποιος δεν θα γελάσει με τον εργάτη της
κενοδοξίας που παρίσταται στην ψαλμωδία και επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε
γελά και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων;
8. Αποκρύπτει πολλές φορές ο Θεός από τα μάτια μας
και τα καλά που έχουμε αποκτήσει. Ήλθε όμως αυτός που συνηθίζει να επαινεί, ή
μάλλον να πλανά, και με τους επαίνους μάς άνοιξε τα μάτια. Και μόλις αυτά
άνοιξαν, εξαφανίσθηκε από μέσα μας ο πνευματικός πλούτος.
9. Εκείνος που κολακεύει είναι υπηρέτης των
δαιμόνων, οδηγός προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, αφανιστής
των καλών έργων, αποπλανητής από το σωστό δρόμο. «Οι μακαρίζοντες υμάς, λέγει ο
προφήτης, πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄ 12).
10. Χαρακτηριστικό των προχωρημένων στην αρετή
είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Χαρακτηριστικό όμως των
αγίων και των οσίων είναι να παρέρχονται αβλαβώς τους επαίνους.
11. Είδα ανθρώπους που πενθούσαν να τους επαινούν
και να εξοργίζονται γι’ αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το
πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.
12. «Ουδείς γινώσκει τα του ανθρώπου, ει μη το
πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ» (Α΄ Κορ. β΄ 11). Γι΄ αυτό ας αισχυνθούν και ας
κλείσουν το στόμα τους, όσοι εγκωμιάζουν τους άλλους μπροστά τους.
13. Όταν ακούσεις ότι ο πλησίον σου ή ο φίλος σου
σε περιγέλασε πίσω σου ή εμπρός σου, εσύ να του δείξεις αγάπη και να τον
επαινέσεις.
14. Είναι μεγάλο πράγμα το να αποδιώξεις από την
ψυχή σου τον έπαινο των ανθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι το να αποδιώξεις τον
έπαινο των δαιμόνων.
15. Δεν έδειξε ταπεινοφροσύνη αυτός ο οποίος
εξευτέλισε τον εαυτό του∙ γιατί πώς να μην αντέξει κανείς τα δικά του λόγια;
αλλά εκείνος ο οποίος εξυβρίσθηκε από άλλον και παρά ταύτα δεν ελάττωσε
απέναντί του την αγάπη του.
16. Επεσήμανα το δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρει
λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνει αυτούς και σ’ έναν
άλλο. Και εν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψει στον πρώτο τα μυστικά
της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζει ως προορατικό. Μερικές φορές ο
ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας αγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί
διάφορες κινήσεις και παλμούς.
Μην τον παραδεχθείς τον δαίμονα αυτόν, όταν σου
μιλάει για επισκοπές ή ηγουμενίες ή διδασκαλικά αξιώματα. Πρόσεξε γιατί είναι
δύσκολο να απομακρύνεις το σκύλο από το τραπέζι του κρεοπωλείου. Μόλις αυτός
αντιληφθεί ότι έχομε κάποια ειρηνική κατάσταση, μας προτρέπει αμέσως να
εγκαταλείψουμε την έρημο και να αναχωρήσουμε για τον κόσμο. «Πήγαινε, μας
λέγει, να σώσεις ψυχές οι οποίες χάνονται»!
17. Άλλη είναι η μορφή των Αιθιόπων και άλλη η
μορφή των ανδριάντων. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλη είναι η μορφή της κενοδοξίας των
κοινοβιατών και άλλη των ερημιτών.
18. Τις επισκέψεις των κοσμικών στη Μονή τις
αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία και προτρέπει τους πιο ελαφρούς μοναχούς να
εξέλθουν να υποδεχθούν τους ερχομένους. Τους κάνει να πέφτουν στα πόδια τους,
και έτσι φορεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης αυτή που ξεχειλίζει από
υπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο και ταπεινό τον τρόπο της συμπεριφοράς και τον
τόνο της φωνής και κοιτάζει στα χέρια των επισκεπτών για να λάβει τα δώρα τους.
Επί πλέον τους αποκαλεί κυρίους και προστάτες και ότι σ’ αυτούς χρωστούν μετά
τον Θεό την ζωή τους οι μοναχοί.
Εν συνεχεία ενώ κάθισαν στην τράπεζα, τους
προτρέπει να εγκρατεύονται και να επιπλήττουν αυστηρά τους κατωτέρους, διότι
δήθεν αυτοί δεν εγκρατεύονται. Ενώ ήλθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ράθυμους τους
έκανε προθύμους, τους άφωνους καλλίφωνους και τους νυσταλέους άγρυπνους. Τους
προτρέπει ακόμη να καλοπιάνουν τον κανονάρχη και να τον εκλιπαρούν να τους
παραχωρήσει τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Τους κάνει να τον αποκαλούν πατέρα και
διδάσκαλο. Και όλα αυτά έως ότου αναχωρήσουν οι ξένοι! Όσους τιμώνται και
προτιμώνται τους οδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στην
μνησικακία.
19. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή
προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν εξ αιτίας της οι μαθητές της, και
έτσι τους ντρόπιασε αφάνταστα μπροστά στους άλλους. Η κενοδοξία τους οξύθυμους
κατά την παρουσία ανθρώπων τούς μετέβαλε σε πράους. Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους
έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευομένη αυτά οδήγησε πολλές φορές τους
αθλίους στην πτώση.
20. Είδα έναν δαίμονα που λύπησε και έδιωξε τον
αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν οργισμένος, έφθασαν κοσμικοί
επισκέπτες, οπότε μεταπουλήθηκε ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή
εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύει
συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.
21. Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζει διπλή
ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζει ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως
σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός.
22. Εάν σπεύδομε γρήγορα να πετύχουμε την άνω
ευαρέστηση, ας φροντίζουμε πολύ να γευθούμε και την άνω δόξα. Διότι αυτός που
γεύτηκε εκείνη τη δόξα, θα καταφρονήσει κάθε επίγεια δόξα. Απορώ δε πώς θα
μπορούσε κάποιος να καταφρονήσει την δεύτερη, χωρίς να γευτεί την πρώτη.
23. Πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία,
γυρίσαμε και την κλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς που άρχισαν
κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν
αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν
την κακή σκέψη.
24. Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα,
δηλαδή οξύνοια, ευκολία στην μάθηση, στην ανάγνωση και στην προφορά, ευφυΐα και
άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήσει τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι αυτός που
είναι άπιστος στα λίγα θα φανεί και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος.
25. Για την απόκτηση της τελείας αγάπης και
πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί
βασανίζουν και καταπονούν αδίκα το σώμα τους. Λησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι
οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωση είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί
πνευματικά δώρα σαν αντάλλαγμα στους κόπους του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος
όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από τον Θεό
ανέλπιστο πνευματικό πλούτο.
26. Μην πείθεσαι στον λικμήτορα, στο δαίμονα δηλ.
που λιχνίζει και καταστρέφει, όταν σου προτείνει να παρουσιάζεις τις αρετές
σου, για να ωφεληθούν δήθεν όσοι σε ακούν. «Τι γάρ ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν
όλον τον κόσμο κερδήση ή ωφελήση, εαυτόν δε ζημιώση»; (Ματθ. ις΄ 26). Τίποτε
δεν ωφελεί περισσότερο αυτούς που μας βλέπουν από την ταπεινή και ειλικρινή
συμπεριφορά και τον ανεπιτήδευτο λόγο. Έτσι δίδεται και στους άλλους παράδειγμα
να μην υπερηφανεύονται ποτέ, πράγμα από το οποίο τι υπάρχει περισσότερο
ωφέλιμο;
27. Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρας πρόσεξε
τα εξής τα οποία και διηγείτο: «Ενώ καθόμουν σε σύναξη μοναχών, ήλθαν οι
δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφανείας και κάθησαν δεξιά και αριστερά
μου. Και ο πρώτος μού κεντούσε την πλευρά με το δάχτυλο της κενοδοξίας και με
προέτρεπε να πω κάποιο όραμα ή κάτι που επετέλεσα στην έρημο.
Μόλις όμως τον απέκρουσα, λέγοντας, «αποστραφείησαν
είς τα οπίσω και καταισχυθείησαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλ. ξθ΄ 3), αμέσως
ο δεύτερος από αριστερά μού ψιθύριζε στο αυτί: «Εύγε! Πολύ καλά έκανες! Έγινες
μέγας, αφού νίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου».
Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο
του Ψαλμού, απήντησα: «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι∙
εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ΄ 4).
Όταν ερώτησα αυτόν τον προορατικόν, «πώς η
κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφανείας», μου απήντησε:
«Οι μεν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φούσκωμα∙
όταν δε εξυψωθεί η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει
αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς΄ 26).
28. Υπάρχει δόξα που μας έρχεται από τον Κύριο.
«Τους γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α΄ Βασ. β΄ 30). Και υπάρχει δόξα που
είναι συνέπεια διαβολικής εργασίας και απάτης. «Ουαί γάρ, λέγει, όταν καλώς
υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 26).
29. Θα αντιληφθείς σαφώς την πρώτη δόξα, όταν την
θεωρείς επικίνδυνη, όταν την αποφεύγεις παντοιοτρόπως και όταν αποκρύπτεις την
καλή σου ζωή όπου και αν ευρίσκεσαι. Την δεύτερη δόξα αντιθέτως θα την
αντιληφθείς, όταν και το παραμικρό το κάνης «προς το θεαθήναι τοίς ανθρώποις»
(Ματθ. κγ΄ 5).
Μας υποβάλλει η σιχαμένη κενοδοξία να κάνουμε πως
έχουμε αρετές που δεν έχουμε, παραπλανώντας μας με το ρητό: «Ούτω λαμψάτω το
φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. ε΄ 16).
Πολλές φορές ο Κύριος οδήγησε τους κενοδόξους σε
ακενοδοξία με κάποιο ατιμωτικό γεγονός που επέτρεψε να συμβεί.
30. Αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξη του
στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσο, η απόρριψη κάθε έργου που μας
προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος
στην άβυσσο, το να κάνουμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι που μας εκθέτει.
31. Μην αποκρύπτεις την αισχύνη σου, με τη σκέψη να
μη γίνεις αιτία σκανδάλου. Όμως δεν πρέπει ίσως να χρησιμοποιείται πάντοτε το
ίδιο φαρμακευτικό έμπλαστρο, αλλά να λαμβάνεται υπόψη και το είδος του
σφάλματος.
32. Όταν εμείς επιδιώκουμε τη δόξα και όταν μόνη
της μας στέλνεται από άλλους και όταν επιχειρήσουμε κάτι για χάρη της
κενοδοξίας, τότε ας θυμηθούμε το πένθος μας και την μετά συντριβής και φόβου
προσευχή μας, και τότε οπωσδήποτε θα την εκδιώξουμε την αναίσχυντη κενοδοξία,
εάν βεβαίως καλλιεργούμε πραγματικά την προσευχή. Διαφορετικά, ας φέρουμε
αμέσως στην σκέψη μας την ώρα του θανάτου μας. Και αν επιμένει ακόμη, ας
φοβηθούμε τουλάχιστον την καταισχύνη που ακολουθεί στην δόξα αυτή, εφ’ όσον «ο
υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη΄ 14). «Ταπεινωθήσεται» όχι μόνο στην άλλη
ζωή, αλλά οπωσδήποτε και εδώ.
33. Όταν αυτοί που επαινούν ή μάλλον αποπλανούν
αρχίσουν να μας επαινούν, ας θυμηθούμε αμέσως το πλήθος των ανομιών μας, και
ασφαλώς θα δούμε ότι είμαστε ανάξιοι των επαίνων και των τιμών.
34. Υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι που θεωρούν
υποχρεωμένο τον Θεό να τους εισακούσει σε ορισμένα αιτήματά τους. Ο δε Κύριος
συνηθίζει να τους προλαβαίνει και να πραγματοποιεί ό,τι θα του ζητούσαν στις
προσευχές τους· κι αυτό, για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την
οίησή τους.
35. Ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι δεν
περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού άλλωστε η κενοδοξία είναι διώκτης
της απλότητας και επίπλαστη συμπεριφορά.
36. Υπάρχει κάποιο σκουλήκι που, αφού αυξηθεί,
βγάζει φτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθεί, γεννά την
υπερηφάνεια, που είναι ο αρχηγός και η τελείωση όλων των κακών.
Εικοστό πρώτο σκαλοπάτι! Όποιος από αυτήν, την
κενοδοξία, δεν αιχμαλωτίσθηκε, δε θα περιπέσει στην αντίπαλη του Θεού ακέφαλη
υπερηφάνεια.