Σὲ αὐτὴ τὴν ἀνάρτηση θὰ δοῦμε τα ήθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν
Χριστουγέννων, ὅπως τὰ συναντοῦμε σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς πατρίδας μας. Ἀξίζει
τὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ συνεχίσουμε νὰ τὰ τηροῦμε!
Ἡ
ἱστορία τοῦ Χριστουγεννιάτικου δέντρου
Τὸ
Χριστουγεννιάτικο δέντρο ὡς σύμβολο
Ὁ Ἄγγλος ἱερομόναχος Ἅγιος Βονιφάτιος ἦταν αὐτὸς ποὺ καθιέρωσε τὸ
Χριστουγεννιάτικο δέντρο ὡς σύμβολο τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση
γιὰ νὰ ἐξαλείψει τὴν ἱερότητα ποὺ ἀπέδιδαν οἱ εἰδωλολάτρες στὴ δρῦ, ἔβαλε στὴ
θέση τοῦ τὸ ἔλατο σὰν σύμβολο χριστιανικὸ καὶ εἰδικότερα σὰν σύμβολο τῶν
Χριστουγέννων.
Ἡ παράδοση θέλει τὸ ἱδρυτὴ τοῦ Προτεσταντισμοῦ Μαρτίνο Λούθηρο νὰ εἶναι
αὐτὸς ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τὸ στόλισμα τοῦ Χριστουγεννιάτικου δέντρου ἐνῷ τὸ 1882
στὴν Νέα Ὑόρκη στολίστηκε τὸ πρῶτο ἠλεκτρικὰ φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο
ἀπὸ ἕνα συνάδελφο τοῦ Τόμας Ἔντισον.
Τὸ ἔθιμο τοῦ Χριστουγεννιάτικου δέντρου τὸ ἔφεραν στὴν χώρα μας οἱ Βαυαροὶ
καὶ στὴν Ἑλλάδα γιὰ πρώτη φορὰ στολίστηκε δέντρο στὰ Ἀνάκτορα τοῦ Ὄθωνα τὸ
1833.
Πρόδρομος τοῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου στὴν Ἑλλάδα ἦταν τὸ παραδοσιακὸ
Χριστόξυλο ἢ Δωδεκαμερίτης ἢ Σκαρκάνζαλος κυρίως στὰ χωριὰ τῆς Βορείου Ἑλλάδος.
Κάθε Χριστούγεννα ἔβαζαν ἕνα μεγάλο κούτσουρο ἀπὸ ἄγρια κερασιά, πεῦκο ἢ
ἐλιὰ στὸ τζάκι...
ὅπου θὰ ἔκαιγε γιὰ ὅλο τὸ 12ήμερο τῶν γιορτῶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ὡς τὰ Φῶτα. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση φέρνει καλοτυχία καὶ κυρίως προστατεύει τὸ σπίτι ἀπὸ τοὺς καλικάντζαρους ποὺ μπαίνουν ἀπὸ τὶς καμινάδες καὶ κλέβουν ἢ κάνουν ζημιὲς στὸ νοικοκυριό.
ὅπου θὰ ἔκαιγε γιὰ ὅλο τὸ 12ήμερο τῶν γιορτῶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ὡς τὰ Φῶτα. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση φέρνει καλοτυχία καὶ κυρίως προστατεύει τὸ σπίτι ἀπὸ τοὺς καλικάντζαρους ποὺ μπαίνουν ἀπὸ τὶς καμινάδες καὶ κλέβουν ἢ κάνουν ζημιὲς στὸ νοικοκυριό.
Τὸ ἑλληνικὸ καραβάκι
Τὸ ἔθιμο τοῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, δὲν εἶναι
ἑλληνικό. Ἑλληνικὸ εἶναι τὸ καραβάκι ποὺ ἐμφανίστηκε λίγο μετὰ τὴν
τουρκοκρατία. Μὲ τὴν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, οἱ Ἕλληνες προσπὰ- θησαν νὰ
ἀναπτύξουν τὴ ναυτιλία καὶ τὸ ἐμπόριο. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴν περίο- δὸ τῶν
Χριστουγέννων, οἱ ναυτικοὶ γύριζαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς γιορτές, οἱ
νοικοκυρὲς στόλιζαν ἕνα καράβι.
Ἡ προέλευση τῶν καλάντων
Τὴν ὀνομασία τους, τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν λατινικὴ λέξη calenda, ποὺ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ρῆμα καλῶ. Παιδιά,
κατὰ ὁμάδες, περιφέρονταν καὶ περιφέρονται στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, στὰ
καταστήματα καὶ τραγουδοῦν μὲ εἰδικὸ ὄργανο τραγούδια, ποὺ ἀφοροῦν τὰ
Χριστούγεννα, τὴ γιορτὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, τὴ γιορτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ μερικὰ
καὶ τὴν Περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ ἔθιμο αὐτὸ προϋπῆρχε στὴν Ἑλλάδα, πρὶν ἀπὸ τὴν Ρώμη.
Τὰ παιδιὰ κρατοῦσαν ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς ἢ δάφνης, στολισμένο μὲ καρποὺς καὶ
ἄσπρο μαλλὶ (ἡ λεγόμενη εἰρεσιώνη, ἀπὸ τὸ ἔριο = μαλλί), γύριζαν καὶ
τραγουδοῦσαν καὶ τοὺς ἔδιναν δῶρα.
Μετά, πῆρε τὸ ἔθιμο αὐτὸ καὶ ἡ Ρώμη. Στὸ Βυζάντιο κρατοῦσαν ραβδιά, ἢ
φανάρια, ἢ ὁμοιώματα πλοιαρίων ἢ καὶ κτιρίων, στολισμένα καὶ τραγουδώντας,
συνόδευαν τὸ τραγοῦδι μὲ κρούση τριγώνου ἢ τύμπανου… (περίφημος ὁ σχετικὸς
πίνακας τοῦ Νικηφόρου Λύτρα ὁ τυμπανιστὴς – 1832 – 1927).
Σήμερα ἡ βάση, καὶ μάλιστα στοὺς Πόντιους, διασῴζεται ἄθικτη. Ἀκοῦμε
κάλαντα πολλὰ καὶ ποικίλα, μὲ πολλὲς παραλλαγὲς καὶ ἀποχρώσεις, στὰ διάφορα
διαμερίσματα τῆς χώρας μας.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἤθη, ἔθιμα καί… ἄλλα» τοῦ π. Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
Τὰ Κόλιεντα (Καστοριὰ)
Τὰ τοπικὰ παραδοσιακὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα τῆς Καστοριᾶς ἐξακολουθοῦν
νὰ τραγουδιοῦνται καὶ σήμερα τὰ χαράματα τῆς 23ης Δεκεμβρίου ἀπὸ τὶς παρέες
μικρῶν καὶ μεγάλων καὶ ἀπὸ τὰ μέλη πολιτιστικῶν σωματείων, τὰ ὁποία, νιώθοντας
τὴν περιθωριοποίηση ποὺ δέχονται τὰ τελευταία χρόνια ἀπὸ κάλαντα ἄλλων
περιοχῶν, κατορθώνουν κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων νὰ μᾶς τὰ θυμίζουν,
προστατεύοντας τὰ ἀπὸ τὴ λησμονιὰ καὶ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου.
Χαρὰ καὶ συγκίνηση προσφέρουν οἱ στίχοι τους, γιατί ἀπευθύνονται σ’ ὅλα τὰ
μέλη τῆς οἰκογένειας, ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο ἕως τὸν πιὸ μικρό.
Τὰ παλαιότερα χρόνια, οἱ νοικοκυραίοι ἔδιναν γιὰ δῶρο στὰ παιδιὰ ποὺ
τραγουδοῦσαν τὰ κάλαντα, καρύδια, μῆλα καὶ μπιλίτσκες (μικρὰ χοιρινὰ λουκάνικα)
καὶ σπανιότερα χρήματα.
Κόλλιντα καὶ Καλαντάρηδες (Φυλακτὸ)
Ἀντίστοιχο ἔθιμο μὲ τὰ κάλαντα σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας, οἱ
καλαντάρηδες τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἀφοροῦν στὴν περιφορὰ τῶν νεαρῶν
ποὺ πρόκειται νὰ πᾶνε φαντάροι, κατὰ τὴν ὁποία τραγουδοῦν τὸ παραδοσιακὸ
τραγοῦδι: “Σαράντα μέρες ἔχουμι Χριστὸν ποὺ καρτερούμι, κι αὐτὲς σαράντα τώρα
θέλω νὰ τὸν τραγουδήσω. Χριστούγεννα, νὰ Χριστούγεννα, Χριστὸς τώρα γεννιέται.
Γεννιέτι καὶ βαφτίζετι, στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα. Τὸ μέλι τὸ τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ
γάλα οἱ ἀφεντάδες. Καὶ μεῖς νὰ σᾶς τραγουδήσουμι, Χριστὸς νὰ σᾶς φυλάει, Καὶ
τοῦ χρόνου”. Σκοπὸς τῶν καλαντάρηδων εἶναι ἡ συλλογὴ κάποιου χρηματικοῦ ποσοῦ,
ποὺ θὰ ἔχουν στὴ διάθεσή τους ὅσο διαρκεῖ ἡ θητεία τους, ἡ ὁποία θεωρεῖται προθάλαμος
τῆς ὡρίμανσής τους. Ἔτσι, τὸ ἔθιμο συνδυάζει τὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων μὲ
τὸ πέρασμα τῶν νεαρῶν στὴν ἐνηλικίωση.
«Καληνεσπέρα» (Χωριὰ τῆς Ἔξω Μάνης)
Τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, μὲ τὸ ἡλιοβασίλεμα βγαίναμε στὴν
“Καληνεσπέρα”. Ὅλα τὰ παιδιὰ εἶχαν φτιάξει τὶς παρέες τους, εἶχαν σχηματίσει
ὁμαδοῦλες καὶ εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὰ κάλαντα μὲ πολλὲς πρόβες.
Μπαίναμε στὰ σπίτια, ποὺ ἦταν ὅλα ἀνοιχτὰ καὶ περίμεναν, καὶ ἀφοῦ
χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:
- Νὰ τὰ ποῦμε; νὰ τὰ ποῦμε;
- Πέστε τά.
Ἦταν πάντοτε καταφατικὴ ἡ ἀπάντηση. Ἀρχίζαμε τότε δυνατὰ καὶ πολλὲς φορὲς
παράτονα “Καλὴν ἑσπέρα ἄρχοντες…” καὶ τελειώναμε: “σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι ποῦ ‘ρθαμε
πέτρα νὰ μὴ ραγίσει…”. Οἱ νοικοκυρὲς μᾶς εὔχονταν “καὶ τοῦ χρόνου” καὶ μᾶς
ἔδιναν χρήματα ἢ μᾶς ἔριχναν ἀπὸ τὸ ρογὶ τοῦ σπιτιοῦ, λάδι στὸ ντενεκάκι ποὺ
κάποιος ἀπὸ μᾶς κρατοῦσε… Φυσικὰ τὸ ὕψος τῆς ἀμοιβῆς ἦταν πάντα σχετικὸ μὲ τὴν
οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ τὴν… τσιγκουνιὰ τοῦ καθενός. Στὰ λυπημένα σπίτια δὲν
λέγαμε τὰ κάλαντα. Ὅταν τελείωνε ἡ γύρα καὶ περνούσαμε ὅλα τὰ σπίτια τοῦ
Χωριοῦ, πηγαίναμε καὶ πουλάγαμε τὸ λάδι στὸν μπακάλη καὶ κάναμε δίκαιη μοιρασιὰ
σὲ ὅλα τὰ ἔσοδα.
(Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Μάνη, χθές, σήμερα, αὔριο»)
«Τὸ Χριστόψωμο» (Ἔθιμο Κρήτης)
Τὸ ζύμωμα τοῦ χριστόψωμου θεωρεῖται ἔργο θεῖο καὶ εἶναι ἔθιμο καθαρὰ
Χριστιανικό. Οἱ γυναῖκες φτιάχνουν τὴ ζύμη μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ ὑπομονή.
Τὸ ζύμωμα εἶναι μία ἱεροτελεστία. Χρησιμοποιοῦν ἀκριβὰ ὑλικά, ὅπως
ψιλοκοσκινισμένο ἀλεῦρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα καὶ γαρίφαλα, καὶ κατὰ
τὴ διάρκεια τοῦ ζημώματος λένε: “Ὁ Χριστὸς γεννιέται, τὸ φῶς ἀνεβαίνει, τὸ
προζύμι γιὰ νὰ γένει.” Πλάθουν τὸ ζυμάρι καὶ παίρνουν τὴ μισὴ ζύμη καὶ
φτιάχνουν μία κουλούρα. Μὲ τὴν ὑπόλοιπη φτιάχνουν σταυρὸ μὲ λουρίδες ἀπ’ τὴ
ζύμη. Στὸ κέντρο βάζουν ἕνα ἄσπαστο καρύδι ἢ ἕνα αὐγό, συμβολίζοντας τὴ
γονιμότητα. Στὴν ὑπόλοιπη ἐπιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα μὲ τὸ μαχαῖρι ἢ μὲ τὸ
πιροῦνι, ὅπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Σὲ πολλὰ μέρη τὰ χριστόψωμα,
τὰ ἐφτίαχναν κεντημένα μὲ ὡραῖα σχήματα ποὺ γίνονταν πάνω στὸ ζυμάρι μὲ διάφορα
ποτήρια, μικρὰ ἢ μεγάλα ἢ κοῦπες ἀπὸ βελανίδια ποὺ συμβόλιζαν τὴν ἀφθονία ποὺ
ἤθελαν νὰ ἔχουν στὴν παραγωγὴ τῶν ζῴων καὶ τῆς σοδειᾶς τοῦ σπιτιοῦ τους.
Γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τὸ Χριστόψωμο εἶναι εὐλογημένο ψωμί, ἀφοῦ
αὐτὸ θὰ στηρίξει τὴ ζωὴ τοῦ νοικοκύρη καὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὸ κόβουν
ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, δίνοντας πολλὲς εὐχές. Ἀπαραίτητος ἐπάνω, χαραγμένος ὁ
σταυρός. Τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, ὁ νοικοκύρης παίρνει τὸ χριστόψωμο, τὸ
σταυρώνει, τὸ κόβει καὶ τὸ μοιράζει σ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά του καὶ σὲ ὅσους
παρευρίσκονται στὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μερικοί, ἐδῶ βλέπουν ἕνα
συμβολισμὸ τῆς Θείας κοινωνίας, ὅπως ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς σὲ ὅλη
τὴν ἀνθρώπινη οἰκογένειά του.
Ἀπὸ τὶς προετοιμασίες τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων πιὸ χαρακτηριστικὴ
εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναφέρεται στὸ ζύμωμα τοῦ χριστόψωμου. Κατὰ τόπους φτιάχνεται
σὲ διάφορες μορφὲς καὶ ἔχει διαφορετικὲς ὀνομασίες ὅπως: “τὸ ψωμὶ τοῦ Χριστού”,
“Σταυροί”, “βλάχες” κ.α.”
«Τὸ Χριστόξυλο» (Ἔθιμο Μακεδονίας)
Στὰ χωριὰ τῆς βόρειας Ἑλλάδας, ἀπὸ τὶς παραμονὲς τῶν ἑορτῶν ὁ νοικοκύρης
ψάχνει στὰ χωράφια καὶ διαλέγει τὸ πιὸ ὄμορφο, τὸ πιὸ γερό, τὸ πιὸ χοντρὸ ξύλο
ἀπὸ πεῦκο ἢ ἐλιὰ καὶ τὸ πάει σπίτι του. Αὐτὸ ὀνομάζεται Χριστόξυλο καὶ εἶναι τὸ
ξύλο ποὺ θὰ καίει γιὰ ὅλο τὸ δωδεκαήμερο τῶν ἑορτῶν, ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι
καὶ τὰ Φῶτα, στὸ τζάκι τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ στάχτη τῶν ξύλων αὐτῶν προφύλασσε τὸ
σπίτι καὶ τὰ χωράφια ἀπὸ κάθε κακό.Πρὶν ὁ νοικοκύρης φέρει τὸ Χριστόξυλο, κάθε
νοικοκυρὰ φροντίζει νὰ ἔχει καθαρίσει τὸ σπίτι καὶ μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ τὸ
τζάκι, ὥστε νὰ μὴ μείνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὴν παλιὰ στάχτη. Καθαρίζουν ἀκόμη καὶ
τὴν καπνοδόχο, γιὰ νὰ μὴ βρίσκουν πατήματα νὰ κατέβουν οἱ καλικάντζαροι, τὰ
κακὰ δαιμόνια, ὅπως λένε στὰ παραδοσιακὰ χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Τὸ βράδυ
τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὅταν ὅλη ἡ οἰκογένεια θὰ εἶναι μαζεμένη γύρω
ἀπὸ τὸ τζάκι, ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ ἀνάβει τὴν καινούρια φωτιὰ καὶ μπαίνει
στὴν ἑστία τὸ Χριστόξυλο. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, καθὼς καίγεται τὸ
Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ὁ Χριστὸς στὴ φάτνη Του. Σὲ κάθε σπιτικό, οἱ
νοικοκυραίοι προσπαθοῦν τὸ Χριστόξυλο νὰ καίει μέχρι τὰ Φῶτα.
«Ἡ κοτόσουπα» (Ἔθιμο
Κρήτης)
Κύριο πιάτο τὴν ἥμερα τῶν
Χριστουγέννων εἶναι ἡ γαλοποῦλα. Τὴν πρωτοχρονιὰ ἡ συνήθεια ἦταν νὰ φτιάχνουν
κότα ἢ “κοῦρκο” (γαλοποῦλα) γεμιστὸ μὲ κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά,
κρεμμύδι, πιπέρι καὶ μαϊντανό, ὅλα καβουρδισμένα. Τὸ ἔθιμο τῆς γαλοπούλας
ἔφτασε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὸ Μεξικὸ τὸ 1824 μ.Χ. Ἕνα ἄλλο συνηθισμένο πιάτο εἶναι
τὸ ψητὸ χοιρινὸ κρέας (τὸ ψήσιμο γινόταν στὴ χόβολη τοῦ τζακιοῦ). Ὑπῆρχε ὅμως
καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ τὴ μέρα αὐτὴ ἔτρωγαν χοιρινὸ μὲ πρασοσέλινο ἢ ὅποιο ἄλλο κρέας
μὲ πιλάφι.
Ὡστόσο, σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς τῆς
χώρας μᾶς διατηρεῖται τὸ ἔθιμο τῆς κοτόσουπας, ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλία καὶ στὴν
Κρήτη. Παλαιότερα ἡ κοτόσουπα ἀποτελοῦσε τὸ κυρίως πιάτο ποὺ ἔτρωγαν οἱ Ἕλληνες
ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.
«Τὸ ἀναμμένο πουρνάρι» (Ἔθιμο Ἠπείρου)
Μία ὡραία συνήθεια ποὺ βασίζεται σὲ μία παλιὰ παράδοση. Ὅταν γεννήθηκε ὁ
Χριστὸς καὶ πῆγαν, λέει, οἱ βοσκοὶ νὰ προσκυνήσουν, ἦταν νύχτα σκοτεινή. Βρῆκαν
κάπου ἕνα ξερὸ πουρνάρι κι ἔκοψαν τὰ κλαδιά του. Πῆρε ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα κλαδὶ
στὸ χέρι, τοῦ ἔβαλε φωτιὰ καὶ γέμισε τὸ σκοτεινὸ βουνὸ χαρούμενες φωτιὲς καὶ
τριξίματα καὶ κρότους. Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἔχουν τὴ συνήθεια στὰ χωριὰ τῆς Ἄρτας,
ὅποιος πάει στὸ σπίτι τοῦ γείτονα, γιὰ νὰ πεῖ τὰ χρόνια πολλά, καθὼς καὶ ὅλα τὰ
παιδιὰ τὰ παντρεμένα, ποὺ θὰ πᾶνε στὸ πατρικό τους, γιὰ νὰ φιλήσουν τὸ χέρι τοῦ
πατέρα καὶ τῆς μάνας τους, νὰ κρατοῦν ἕνα κλαρὶ πουρνάρι, ἢ ὅ,τι ἄλλο δεντρικὸ
ποὺ καίει τρίζοντας. Στὸ δρόμο τὸ ἀνάβουν καὶ τὸ πηγαίνουν ἔτσι ἀναμμένο στὸ
πατρικό τους σπίτι καὶ γεμίζουν χαρούμενες φωτιὲς καὶ κρότους τὰ σκοτεινὰ
δρομάκια τοῦ χωριοῦ.
Ἀκόμη καὶ στὰ Γιάννενα τὸ ἴδιο κάνουν. Μόνο ποὺ ἐκεῖ δὲν κρατοῦν ὁλόκληρο
τὸ κλαρὶ τὸ πουρνάρι ἀναμμένο στὸ χέρι τοὺς – εἶναι μεγάλη πολιτεία τὰ Γιάννενα
– ἀλλὰ κρατοῦν στὴ χοῦφτα τοὺς μία χεριὰ δαφνόφυλλα καὶ πουρναρόφυλλα, ποὺ τὰ
πετοῦν στὸ τζάκι, μόλις μποῦνε καὶ καλημερίζουν. Κι ὅταν τὰ φύλλα τὰ ξερὰ πιάσουν
φωτιὰ κι ἀρχίσουν νὰ τρίζουν καὶ νὰ πετᾶνε σπίθες, εὔχονται: «Ἀρνιά, κατσίκια,
νύφες καὶ γαμπρούς!» Αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη εὐχὴ γιὰ κάθε νοικοκύρη. Νὰ
προκόβουν τὰ κοπάδια του, νὰ πληθαίνει ἡ φαμελιά του, νὰ μεγαλώνουν τὰ κορίτσια
καὶ τὰ παλικάρια του, νὰ τοῦ φέρνουν στὸ σπίτι νύφες καὶ γαμπρούς, νὰ τοῦ
δώσουν ἐγγόνια ποὺ δὲ θ’ ἀφήσουν τ’ ὄνομα τὸ πατρικὸ νὰ σβήσει.
Οἱ καλικάντζαροι
Οἱ καλικάντζαροι εἶναι μία παλιὰ παράδοση στὴν πατρίδα μας. Καὶ σὲ κάθε
τόπο, καὶ πιὸ πολὺ στὰ χωριά, ὑπάρχουν χίλιοι θρῦλοι καὶ ἔθιμα γῦρο ἀπὸ αὐτούς.
Ἐμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοὶ λένε ὅτι εἶναι πνεύματα, ἄλλα καλὰ καὶ
ἄλλα κακά. Ἄλλοι πάλι πιστεύουν ὅτι εἶναι παράξενα ὄντα, μαλλιαρὰ καὶ ὅτι
τρυπώνουν στὰ σπίτια ἀπὸ τὶς καμινάδες. Τὶς νύκτες πηγαίνουν καὶ κλέβουν τὰ
φαγητὰ ποὺ βρίσκουν καὶ πιὸ πολὺ τὰ σῦκα γιατί τοὺς ἀρέσουν πολύ. Ὅταν
τελειώσουν τὸ φαγητὸ τοὺς ἀρχίζουν νὰ χορεύουν.
Ὅλοι οἱ χωρικοί, ὅταν πλησιάζει βράδυ, φοβοῦνται νὰ ξεμυτίσουν ἀπὸ τὸ σπίτι
τους, προπάντων τὰ μικρὰ παιδιά, ὡς ὅτου ἔρθει ἡ γιορτὴ τῶν Φώτων, ποὺ ρίχνουν
τὸ σταυρὸ καὶ οἱ καλικάντζαροι ἐξαφανίζονται. Τότε πᾶνε καὶ ζοῦνε κάτω ἀπὸ τὴ
γῆ. Καὶ ἐμφανίζονται πάλι τὰ ἄλλα Χριστούγεννα.
Σὲ πολλὰ χωριὰ ρίχνουνε ἀναμμένα κάρβουνα στὰ πηγάδια, γιὰ νὰ μὴν
μαγαρίσουν οἱ καλικάντζαροι.
Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἐξηγήσω καλύτερα, τί εἶναι ἕνας Καλικάντζαρος, γιατί
ἁπλούστατα δὲν ὑπάρχουν.
(Ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Χάρη Πάτση)