Πολύ συχνά καί γιά πολλούς ἀνθρώπους, ἡ γκρίνια δέν εἶναι
μονάχα μιά ἰδιορρυθμία ἤ ἰδιοπροσωπία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀλλ᾽ εἶναι μιά
νοσηρή κατάσταση, μέ ἐπικίνδυνες συνέπειες στίς διαπροσωπικές καί διανθρώπινες
σχέσεις.
Εἶναι ψυχολογικό συναίσθημα, πού δέν κρύβεται. Ὁ
γκρινιάρης ἤ γογγυστής καί μεμψίμοιρος - ὅπως τόν ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφή - δέν
κρατάει μέσα του τίς ἐσωτερικές ἀντιδράσεις, γιά ὅποιοδήποτε ζήτημα, ἀλλά καί
τίς ἐξωτερικεύει κάποτε, ἔντονα καί ἐπαναστατικά.
Μετά τήν Πεντηκοστή, ὅταν οἱ χριστιανοί ἄρχισαν νά πληθαίνουν, "ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν" (Πράξ. ΣΤ´ 1).
Οἱ Ἑβραῖοι πού μιλοῦσαν ἑλληνικά, παραπονέθηκαν στούς ὑπεύθυνους
τῆς διακονίας τῶν κοινῶν τραπεζιῶν ὅτι δέν κοίταζαν τίς δικές τους χῆρες. Στίς
διαπροσωπικές σχέσεις, τά παράπονα καί οἱ μεμψιμοιρίες εἶναι συχνές καί πρός ὅλες
τίς κατευθύνσεις.
Οἱ γογγυσμοί αὐτοί καί οἱ γκρίνιες καί τά παράπονα, ὅταν δέν προηγεῖται αὐτογνωσία καί αὐτοσυγκράτηση, πολύ εὔκολα καί γρήγορα ξεσποῦν σέ καταιγίδες καί ἀστραπόβροντα. Καί ὄχι μόνο. Ὅταν ὁ γογγυσμός ἔχει γιά
στόχο τόν ἴδιο τό Θεό, τότε κανένας δέ μπορεῖ νά κατασιγάσει τήν ὀργή Του,
γιατί ὁ γογγυσμός τοῦτος, εἶναι βλασφημία καί ἀχαριστία.
Παράδειγμα, οἱ Ἑβραῖοι. Φεύγοντας ἀπό τήν Αἴγυπτο, τά ῾βαλαν
μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἀαρών. Σάν τυφλωμένοι καί ἀναίσθητοι, ρωτοῦσαν εἰρωνικά
καί χλευαστικά: «Ἱνατί ἀνηγάγετε τήν συναγωγήν Κυρίου εἰς τήν ἔρημον ταύτην ἀποκτεῖναι
ἡμᾶς;» (Ἀριθμ. Κ´ 4). Κι αὐτό γινόταν γιά 40 χρόνια. Ὁ Μωϋσῆς τούς ἔδωσε τήν
καλύτερη ἀπάντηση: «Οὐ γάρ καθ᾽ ἡμῶν ἐστιν ὁ γογγυσμός ὑμῶν, ἀλλ᾽ ἢ κατά τοῦ
Θεοῦ» (Ἔξοδ. ΙΣΤ´ 8). Ὁ γογγυσμός σας δέ στρεφόταν σέ μᾶς, γιατί ὄργανα τοῦ Θεοῦ
εἴμαστε. Στρεφόταν ἐνάντια στόν ἴδιο τό Θεό.
Συχνά καί οἱ ἀπόστολοι
συμ- βουλεύουν τούς χριστιανούς νά ἀποβάλλουν τούς γογγυσμούς καί τίς
μεμψιμοιρίες καί ὅ,τι παράπονα ἔχουν μέ τούς συνανθρώπους τους, γιά νά μή
προκληθοῦν χειρότερα κακά. Καί ἄν στερεῖστε κάποια ἀγαθά, καί ἄν περνᾶτε οἰκονομικές
κρίσεις, ν᾽ ἀγαπᾶτε τή λιτότητα "ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσι", καί
"πάντα ποιεῖτε χωρίς γογγυσμῶν καί διαλογισμῶν" (Φιλιπ. Β´ 14). Οἱ
συνεχεῖς μάλιστα μεμψιμοιρίες καί γκρίνιες καί τά παράπονα, ἀποδεικνύουν ἀπιστία,
ἀχαριστία καί ἀσέβεια πρός τό Θεό.
Ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας, μεταξύ ἄλλων, χαρακτηρίζει τούς ἁμαρτωλούς
"γογγυστάς, μεμψιμοίρους, πορευομένους κατά τάς ἐπιθυμίας αὐτῶν" (Ἰούδ.
16). Ὁ ἀληθινός καί πιστός χριστιανός προσπαθεῖ καί ἀγωνίζεται νά παραμένει εἰρηνικός
πρός ὅλους.
Δέ γογγύζει,δέν παραπονιέται, δέ γκρινιάζει καί δέ
μεμψιμοιρίζει σέ ὅποια στιγμή καί ὅποια περίσταση. Ἡ καλύτερη ἄμυνα εἶναι ἡ
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν".
Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1998, 15 Νοεμβρίου 2013, Ἀναβάσεις