Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ἑλληνικὴ Γλώσσα: Ἡ παλαιότερη καταγεγραμμένη ζωντανὴ γλώσσα στὸν κόσμο!


Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ μέλος ἑνὸς ἀνεξάρτητου κλάδου τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογένειας γλωσσῶν. Ἀνήκει ἐπίσης στὸν βαλκανικὸ γλωσσικὸ δεσμὸ (ἢ Balkansprachbund). Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔχουμε γραπτὰ κείμενα ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα π.Χ. μέχρι σήμερα.

Ἡ ἑλληνικὴ ὑπῆρξε στὴν ἀρχαιότητα ἡ πιὸ διαδεδομένη γλώσσα στὴν Μεσόγειο καὶ στὴν Νότια Εὐρώπη κυρίως ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἀποικιῶν ποὺ εἶχαν ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες στὶς ἀκτὲς τῆς Μεσογείου καὶ ἔφτασε νὰ εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ ἐμπορίου ἀκόμα καὶ μέχρι τὰ τέλη τῆς Ἀλεξανδρινῆς περιόδου.

Τὸ πρῶτο μεγάλο πλῆγμα ποὺ δέχθηκε ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἦταν ἡ μεταρρύθμιση τοῦ 1976 μὲ τὴν κατάργηση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ ἡ διὰ νόμου καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς καὶ τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ σήμερα κατάντησε ἀτονικό.

«Ἡ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Κινέζικη εἶναι οἱ μόνες γλῶσσες μὲ συνεχῆ ζῶσα παρουσία ἀπὸ τοὺς ἴδιους λαοὺς καὶ στὸν ἴδιο χῶρο ἐδῶ καὶ 4.000 ἔτη. Ὅλες οἱ γλῶσσες θεωροῦνται κρυφοελληνικές, μὲ πλούσια δάνεια ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν γλωσσῶν, τὴν Ἑλληνική.»,Francisco Adrados, γλωσσολόγος.

Τὸ τέχνασμα ποὺ ἐπινόησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προκειμένου νὰ καταφέρουν νὰ καταγράφουν φωνητικὰ τὶς λέξεις, ἦταν ἡ χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴ μιὰ τόσων γραμμάτων ὅσοι καὶ οἱ φθόγγοι τῶν λέξεων, φωνηέντων καὶ συμφώνων, δηλαδὴ τῶν γραμμάτων: Ἃ(ἅ), Β(β), Γ(γ). καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κάποιων ὁμόφωνων γραμμάτων, δηλαδή των: Ὢ(ὁ) & Ὁ(ὁ), Ἡ(ἡ) & Ὑ(ὑ) & Ἰ(ἰ) μὲ τὰ ὁποῖα, βάσει κανόνων, ἀφενὸς ὑποδείχνεται ἡ ἐτυμολογία (= τὸ μέρος λόγου ἢ ὁ τύπος κ.τ.λ.), ἄρα τὸ ἀκριβὲς νόημα τῶν λέξεων καὶ ἀφετέρου διακρίνονται οἱ ὁμόηχες λέξεις, πρβ π.χ.: τύχη & τείχη & τύχει & τοῖχοι, λίπη & λείπει & λύπη.

Παράβαλε π.χ. ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὸ τελευταῖο φωνῆεν τῶν ρημάτων μὲ τὰ γράμματα – ὤ, εἰ καὶ τῶν πτωτικῶν μὲ τὰ – ὁ,ι,η, ὥστε νὰ διακρίνονται οἱ ὁμόηχοι τύποι: καλῶ & καλό, καλεῖ & καλή, σύκο & σήκω, φιλὶ & φυλή, φιλῶ & φύλο. Παράβαλε ὁμοίως ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὰ κύρια ὀνόματα μὲ κεφαλαῖο γράμμα καὶ τὰ κοινὰ μὲ μικρό, γιὰ διάκριση τῶν ὁμόφωνων λέξεων: νίκη & Νίκη, ἀγαθὴ & Ἀγαθή.

Ἱστορικὴ Συνέχεια

Τὰ Ἑλληνικὰ εἶναι ἡ μόνη γλώσσα στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται καὶ γράφεται συνεχῶς ἐπὶ 4.000 τουλάχιστον συναπτὰ ἔτη, καθὼς ὁ Arthur Evans διέκρινε τρεῖς φάσεις στὴν ἱστορία τῆς Μινωικῆς γραφῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ 2000 π.Χ. ἕως τὸ 1650 π.Χ.

«Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία Ἑλληνικὴ γλώσσα. Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καὶ σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχιλόχος, δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Στὰ Ἀρχαῖα.», Ὀδυσσέας Ἐλύτης.

Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους Ἀδαμάντιος Κοραὴς εἶχε πεῖ: «Ὅποιος χωρὶς τὴν γνώση τῆς Ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νὰ μελετήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν Νέαν, ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾶ». Παρ’ ὅτι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ὅλες οἱ Ὁμηρικὲς λέξεις ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερα. Μπορεῖ νὰ μὴν διατηρήθηκαν ἀτόφιες, ἄλλα ἔχουν μείνει στὴν γλώσσα μᾶς μέσω τῶν παραγώγων τους. Μπορεῖ νὰ λέμε νερὸ ἀντὶ γιὰ ὕδωρ ἀλλὰ λέμε ὑδροφόρα, ὑδραγωγεῖο καὶ ἀφυδάτωση. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ρῆμα δέρκομαι (βλέπω) ἀλλὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη ὀξυδερκής. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη αὐδὴ (φωνὴ) ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ λέμε ἄναυδος καὶ ἀπηύδησα.

Σήμερα δὲν λέμε λῶπος τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ λέμε τὴν λέξη «λωποδύτης» ποὺ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ βυθίζει (δύει) τὸ χέρι τοῦ μέσα στὸ ροῦχο σου γιὰ νὰ σὲ κλέψει.

Ἡ Γραμμικὴ Β’ εἶναι καὶ αὐτὴ καθαρὰ Ἑλληνική, γνήσιος πρόγονος τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Ἄγγλος ἀρχιτέκτονας Μάικλ Βέντρις, ἀποκρυπτογράφησε βάση κάποιων εὐρημάτων τὴν γραφὴ αὐτὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν Ἑλληνικότητά της. Μέχρι τότε φυσικὰ ὅλοι ἀγνοοῦσαν πεισματικὰ ἔστω καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἦταν Ἑλληνική. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει τεράστια σημασία καθὼς πάει τὰ Ἑλληνικὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀκόμα πιὸ πίσω στὰ βάθη τῆς ἱστορίας. Αὐτὴ ἡ γραφὴ σίγουρα ξενίζει, καθὼς τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ Ἀλφάβητο.

Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ προφορὰ εἶναι παραπλήσια, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ Νέα Ἑλληνικά. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «Τοξότα» (κλητική). Εἶναι γνωστὸ ὅτι «κ» καὶ σ» στὰ Ἑλληνικά μας κάνει «ξ» καὶ μὲ μιὰ ἁπλὴ ἐπιμεριστικὴ ἰδιότητα ὅπως κάνουμε καὶ στὰ μαθηματικὰ βλέπουμε ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ ἐδῶ καὶ τόσες χιλιετίες δὲν ἄλλαξε καθόλου.
Ἀκόμα πιὸ κοντὰ στὴν Νεοελληνική, ὁ «ἄνεμος», ποὺ στὴν Γραμμικὴ Β’ γράφεται «ANEMO», καθὼς καὶ «ράπτης», «ἔρημος» καὶ «τέμενος» ποὺ εἶναι ἀντίστοιχα στὴν Γραμμικὴ Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», καὶ πολλὰ ἄλλα παραδείγματα.

Ὑπολογίζοντας ὅμως ἔστω καὶ μὲ τὶς συμβατικὲς χρονολογίες, οἱ ὁποῖες τοποθετοῦν τὸν Ὅμηρο γύρω στὸ 1.000 π.Χ., ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε ἡ γλώσσα μας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποῦ οἱ ἄνθρωποι τῶν σπηλαίων τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου τὴν πρωτοάρθρωσαν μὲ μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι νὰ φτάσει στὴν ἐκπληκτικὴ τελειότητα τῆς Ὁμηρικῆς ἐπικῆς διαλέκτου, μὲ λέξεις ὅπως «ροδοδάκτυλος», λευκώλενος», «ὠκύμορος», κτλ;

Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Σωκράτους δαιμονίου» μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀγησίλαος ἀνακάλυψε στὴν Ἁλίαρτο τὸν τάφο τῆς Ἀλκμήνης, τῆς μητέρας τοῦ Ἠρακλέους, ὁ ὁποῖος τάφος εἶχε ὡς ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλὰ θαυμαστά, παμπάλαια…» Φανταστεῖτε περὶ πόσο παλαιᾶς γραφῆς πρόκειται, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν χαρακτηρίζουν «ἀρχαία».

Φυσικά, δὲν γίνεται ξαφνικά, «ἀπὸ τὸ πουθενὰ» νὰ ἐμφανιστεῖ ἕνας Ὅμηρος καὶ νὰ γράψει δύο λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα, εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ πολὺ πιὸ πρὶν πρέπει νὰ ὑπῆρχε γλώσσα (καὶ γραφὴ) ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ὅμηρος δὲν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος καὶ διασημότερος μιᾶς μεγάλης σειρᾶς ἐπικῶν ποιητῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν διασωθεῖ (Κρεώφυλος, Προδικός, Ἀρκτίνος, Ἀντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθὼς καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἔργων τοὺς (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αἰθιοπίς, Ἐπίγονοι, Οἰδιπόδεια, Θήβαις…) δὲν ἔχουν ὅμως διασωθεῖ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους.

Δυνατότητα Δημιουργίας Νέων Λέξεων

Ἡ δύναμη τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας βρίσκεται στὴν ἱκανότητά της νὰ πλάθεται ὄχι μόνο προθεματικὰ ἢ καταληκτικά, ἀλλὰ διαφοροποιώντας σὲ μερικὲς περιπτώσεις μέχρι καὶ τὴν ρίζα τῆς λέξης (π.χ. «τρέχω» καὶ «τροχὸς» παρ’ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια ἀποκλίνουν ἐλαφρῶς στὴν ρίζα).

Τὸ διεθνὲς λεξικὸ Webster’s (Webster’s New International Dictionary) ἀναφέρει: «Ἡ Λατινικὴ καὶ ἡ Ἑλληνική, ἰδίως ἡ Ἑλληνική, ἀποτελοῦν ἀνεξάντλητη πηγὴ ὑλικῶν γιὰ τὴν δημιουργία ἐπιστημονικῶν ὅρων», ἐνῶ οἱ Γάλλοι λεξικογράφοι Jean Bouffartigue καὶ Anne-Marie Delrieu τονίζουν: «Ἡ ἐπιστήμη βρίσκει ἀσταμάτητα νέα ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες. Πρέπει νὰ τὰ ὀνομάσει. Ὁ θησαυρὸς τῶν Ἑλληνικῶν ριζῶν βρίσκεται μπροστά της, ἀρκεῖ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ ἐκεῖ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο νὰ μὴν βρεῖ αὐτὲς ποὺ χρειάζεται».

Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ζὰκ Λακαρριέρ, ἔκθαμβος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της Ἑλληνικῆς, εἶχε δηλώσει σχετικῶς: «Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ νὰ προσφέρεται θαυμάσια γιὰ τὴν ἔκφραση ὅλων των ἱεραρχιῶν μὲ μιὰ ἁπλὴ ἐναλλαγὴ τοῦ πρώτου συνθετικοῦ. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ βάλει ἕνα πᾶν – πρῶτο – ἀρχὶ- ὑπὲρ- ἢ μιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη πρόθεση μπροστά σε ἕνα θέμα. Κι ἂν συνδυάσει κανεὶς μεταξύ τους αὐτὰ τὰ προθέματα, παίρνει μιὰ ἀτελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων. Τὰ προθέματα ἐγκλείονται τὰ μὲν στὰ δὲ σὰν μιὰ σημασιολογικὴ κλίμακα, ἡ ὁποία ὀρθώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ τῶν λέξεων».

Στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου ἡ Θέτις θρηνεῖ γιὰ ὅτι θὰ πάθει ὁ υἱὸς τῆς σκοτώνοντας τὸν Ἔκτωρα «διὸ καὶ δυσαριστοτοκείαν αὐτὴν ὀνομάζει». Ἡ λέξη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνα μοιρολόι, δὺς + ἄριστος + τίκτω (=γεννῶ) καὶ σημαίνει ὅπως ἀναλύει τὸ Ἐτυμολογικόν το Μέγα «ποὺ γιὰ κακὸ γέννησα τὸν ἄριστο».

Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν κυκλοφόρησε στὴν Ἐλβετία τὸ λεξικὸ ἀνύπαρκτων λέξεων (Dictionnaire Des Mots Inexistants) ὅπου προτείνεται νὰ ἀντικατασταθοῦν Γαλλικὲς περιφράσεις μὲ μονολεκτικοὺς ὅρους ἀπὸ τὰ Ἑλληνικά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete, ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κλπ. περίπου 2.000 λήμματα μὲ προοπτικὴ περαιτέρω ἐμπλουτισμοῦ.

Ἡ Ἀκριβολογία

Εἶναι προφανὲς ὅτι τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀκριβολογία, γλῶσσες ὅπως τὰ Ἑλληνικὰ ὑπερτεροῦν σαφῶς σὲ σχέση μὲ γλῶσσες σὰν τὰ Ἀγγλικά. Εἶναι λογικὸ ἄλλωστε ἂν κάτσει νὰ τὸ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι μπορεῖ πολὺ πιὸ εὔκολα νὰ καθιερωθεῖ μιὰ γλώσσα διεθνὴς ὅταν εἶναι πιὸ εὔκολη στὴν ἐκμάθηση, ἀπὸ τὴ ἄλλη ὅμως μιὰ τέτοια γλώσσα ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ποιοτική.

Συνέπεια τῶν παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ Ἀγγλικὴ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι λακωνικὴ ὅπως εἶναι ἡ Ἑλληνική, καθὼς γιὰ νὰ μὴν εἶναι διφορούμενό το νόημα τῆς ἑκάστοτε φράσης, πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἐπιπλέον λέξεις. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «drink» ὡς αὐτοτελὴς φράση δὲν ὑφίσταται στὰ Ἀγγλικά, καθὼς μπορεῖ νὰ σημαίνει «ποτό», «πίνω», «πιὲς» κτλ. Ἀντιθέτως στὰ Ἑλληνικὰ ἡ φράση «πιὲς» βγάζει νόημα, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ βασιστεῖς στὰ συμφραζόμενα γιὰ νὰ καταλάβεις τὸ νόημά της.

Στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἐκτὸς ἀπὸ Ἑνικὸς καὶ Πληθυντικὸς ἀριθμός, ὑπῆρχε καὶ Δυϊκὸς ἀριθμός. Ὑπάρχει στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ Δοτικὴ πτώση ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες 4 πτώσεις ὀνομαστική, γενική, αἰτιατικὴ καὶ κλιτική.

Ἡ Δοτικὴ χρησιμοποιεῖται συνεχῶς στὸν καθημερινό μας λόγο (π.χ. Βάσει τῶν μετρήσεων, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι) καὶ εἶναι πραγματικὰ ἄξιον λόγου τὸ γιατί ἐκδιώχθηκε βίαια ἀπὸ τὴν νεοελληνικὴ γλώσσα. Ἀκόμα παλαιότερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐξορισμένη ἀλλὰ ζωντανὴ Δοτικὴ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες τρεῖς ἐπιπλέον πτώσεις οἱ ὁποῖες ὅμως χάθηκαν.

Τὸ ἴδιο πρόβλημα, σὲ πολὺ πιὸ ἔντονο φυσικὰ βαθμό, ἔχει καὶ ἡ Κινεζικὴ γλώσσα. Ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Κρητικὸς δημοσιογράφος Α. Κρασανάκης: «Ἐπειδὴ οἱ ἁπλὲς λέξεις εἶναι λίγες, ἔχουν ἀποκτήσει πάρα πολλὲς ἔννοιες, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες τῆς ἔκφρασης, π.χ.: «σὶ» = γνωρίζω, εἶμαι, ἰσχύς, κόσμος, ὅρκος, ἀφήνω, θέτω, ἀγαπῶ, βλέπω, φροντίζω, περπατῶ, σπίτι κ.τ.λ., «πὰ» = μπαλέτο, ὀκτώ, κλέφτης, κλέβω… «πάϊ» = ἄσπρο, ἑκατό, ἑκατοστό, χάνω…»

Ἴσως νὰ ὑπάρχει ἐλαφρὰ διαφορὰ στὸν τονισμό, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ νὰ ὑπάρχει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστήσεις ἕνα σημαντικὸ κείμενο (π.χ. συμβόλαιο) ξεκάθαρο;

Ἡ Κυριολεξία

Στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα, καθὼς ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορὲς μεταξύ τους. Γιὰ παράδειγμα, ἡ λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιεῖται γι’ αὐτὸν ποὺ βυθίζει τὸ χέρι του στὸ ροῦχο μας καὶ μᾶς κλέβει, κρυφὰ δηλαδή, ἐνῶ ὁ «ληστὴς» εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κλέβει φανερά, μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐπίσης τὸ «ἄγειν» καὶ τὸ «φέρειν» ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια. Ὅμως τὸ πρῶτο χρησιμοποιεῖται γιὰ ἔμψυχα ὄντα, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ τὰ ἄψυχα.

Στὰ Ἑλληνικὰ ἔχουμε τὶς λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» καὶ «φύρω» ποὺ ὅλες ἔχουν τὸ νόημα τοῦ «ἀνακατεύω». Ὅταν ἀνακατεύουμε δύο στερεὰ ἢ δύο ὑγρὰ μεταξύ τους ἀλλὰ χωρὶς νὰ συνεπάγεται νέα ἕνωση (π.χ. λάδι μὲ νερό), τότε χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη «μειγνύω» ἐνῶ ὅταν ἀνακατεύουμε ὑγρὸ μὲ στερεὸ τότε λέμε «φύρω». Ἐξοῦ καὶ ἡ λέξη «αἱμόφυρτος» ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε ἀλλὰ δὲν συνειδητοποιοῦμε τί σημαίνει.

Ὅταν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πληγωνόντουσαν στὴν μάχη, ἔτρεχε τότε τὸ αἷμα καὶ ἀνακατευόταν μὲ τὴν σκόνη καὶ τὸ χῶμα.

Τὸ κεράννυμι σημαίνει ἀνακατεύω δύο ὑγρὰ καὶ φτιάχνω ἕνα νέο, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ οἶνος καὶ τὸ νερό. Ἐξ’ οὗ καὶ ὁ «ἄκρατος» (δηλαδὴ καθαρὸς) οἶνος ποὺ λέγαν οἱ Ἀρχαῖοι ὅταν δὲν ἦταν ἀνακατεμένος (κεκραμμένος) μὲ νερό.

Ἡ λέξη «παντρεμένος» ἔχει διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ τὴν λέξη «νυμφευμένος», διαφορὰ ποὺ περιγράφουν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις γιὰ ὅποιον τοὺς δώσει λίγη σημασία.
Ἡ λέξη παντρεμένος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπανδρεύομαι καὶ σημαίνει τίθεμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀνδρὸς ἐνῶ ὁ ἄνδρας νυμφεύεται, δηλαδὴ παίρνει νύφη.
Γνωρίζοντας τέτοιου εἴδους λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορές, εἶναι πραγματικὰ πολὺ ἀστεία μερικὰ ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἀκοῦμε στὴν καθημερινὴ – συχνὰ λαθεμένη – ὁμιλία (π.χ. «ὁ Χ παντρεύτηκε»).

Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει λέξεις γιὰ ἔννοιες οἱ ὁποῖες παραμένουν χωρὶς ἀπόδοση στὶς ὑπόλοιπες γλῶσσες, ὅπως ἅμιλλα, θαλπωρὴ καὶ φιλότιμο. Μόνον ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ξεχωρίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν βίο, τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Μόνον αὐτὴ διαχωρίζει, διατηρώντας τὸ ἴδιο ριζικὸ θέμα, τὸ ἀτύχημα ἀπὸ τὸ δυστύχημα, τὸ συμφέρον ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον.

Γλώσσα – Διδάσκαλος

Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα μᾶς διδάσκει συνεχῶς πὼς νὰ γράφουμε σωστά. Μέσω τῆς ἐτυμολογίας, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ποιὸς εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος γραφῆς ἀκόμα καὶ λέξεων ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ ἢ γράψει. Ἄρα τὸ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ γράμματα γιὰ τὸν ἴδιο ἦχο (π.χ. η, ι, υ, εἰ, οἱ κτλ) ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς δυσκολεύει, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ μᾶς βοηθάει στὸ νὰ γράφουμε πιὸ σωστά, ἐφόσον βέβαια ἔχουμε μιὰ βασικὴ κατανόηση τῆς γλώσσας μας.

Ἐπιπλέον ἡ ὀρθογραφία μὲ τὴν σειρὰ τῆς μᾶς βοηθάει ἀντίστροφα στὴν ἐτυμολογία ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνίχνευση τῆς ἱστορικὴ πορείας τῆς κάθε μίας λέξης. Καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε τὴν καθημερινή μας νεοελληνικὴ γλώσσα περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι ἡ γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι πραγματικὰ συγκλονιστικὸ συναίσθημα νὰ μιλᾶς καὶ ταυτόχρονα νὰ συνειδητοποιεῖς τί ἀκριβῶς λές, ἐνῶ μιλᾶς καὶ ἐκστομίζεις τὴν κάθε λέξη ταυτόχρονα νὰ σκέφτεσαι τὴν σημασία της.

Ἡ Σοφία

Στὴν γλώσσα ἔχουμε τὸ σημαῖνον (τὴν λέξη) καὶ τὸ σημαινόμενο (τὴν ἔννοια). Στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα αὐτὰ τὰ δύο ἔχουν πρωτογενῆ σχέση, καθὼς ἀντίθετα μὲ τὶς ἄλλες γλῶσσες τὸ σημαῖνον δὲν εἶναι μιὰ τυχαία σειρὰ ἀπὸ γράμματα. Σὲ μιὰ συνηθισμένη γλώσσα ὅπως τὰ Ἀγγλικὰ μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε ὅλοι νὰ λέμε τὸ σύννεφο car καὶ τὸ αὐτοκίνητο cloud, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ συμφωνήσουμε καὶ ἐμπρὸς νὰ εἶναι ἔτσι. Στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατον. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο πολλοὶ διαχωρίζουν τὰ Ἑλληνικὰ σὰν «ἐννοιολογικὴ» γλώσσα ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες «σημειολογικὲς» γλῶσσες.

Μάλιστα ὁ μεγάλος φιλόσοφος καὶ μαθηματικὸς Βένερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg) εἶχε παρατηρήσει αὐτὴ τὴν σημαντικὴ ἰδιότητα γιὰ τὴν ὁποία εἶχε πεῖ «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλώσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴν γλώσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».

Ὅπως μᾶς ἔλεγε καὶ ὁ Ἀντισθένης, «Ἀρχὴ σοφίας, ἥ των ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Γιὰ παράδειγμα ὁ «ἄρχων» εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει δική του γῆ (ἄρα=γῆ +ἔχων). Ὁ «βοηθὸς» σημαίνει αὐτὸς ποὺ στὸ κάλεσμα τρέχει. Βοὴ=φωνὴ + θέω=τρέχω. Ὁ Ἀστὴρ εἶναι τὸ ἀστέρι, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ λέξη μᾶς λέει ὅτι κινεῖται, δὲν μένει ἀκίνητο στὸν οὐρανὸ (ἃ + στὴρ ἀπὸ τὸ ἴστημι ποὺ σημαίνει στέκομαι).

Αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον, εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ λέξη περιγράφει ἰδιότητες τῆς ἔννοιας τὴν ὁποίαν ἐκφράζει, ἀλλὰ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἐντυπωσιάζει καὶ δίνει τροφὴ γιὰ τὴν σκέψη. Γιὰ παράδειγμα ὁ «φθόνος» ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα «φθίνω» ποὺ σημαίνει μειώνομαι. Καὶ πραγματικὰ ὁ φθόνος σὰν συναίσθημα, σιγὰ-σιγὰ μᾶς φθίνει καὶ μᾶς καταστρέφει. Μᾶς «φθίνει» – ἐλαττώνει σὰν ἀνθρώπους – καὶ μᾶς φθίνει μέχρι καὶ τὴ ὑγεία μας. Καὶ φυσικὰ ὅταν θέλουμε κάτι ποῦ εἶναι τόσο πολὺ ὥστε νὰ μὴν τελειώνει πῶς τὸ λέμε; Μὰ φυσικὰ «ἄφθονο».

Ἔχουμε τὴν λέξη «ὡραῖος» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν «ὥρα». Διότι γιὰ νὰ εἶναι κάτι ὡραῖο, πρέπει νὰ ἔρθει καὶ στὴν ὥρα του.

Ἀκόμα ἔχουμε τὴν λέξη «ἐλευθερία» γιὰ τὴν ὁποία τὸ «Μέγα Ἐτυμολογικὸν» διατείνεται «παρὰ τὸ ἐλεύθειν ὅπου ἐρά» = το νὰ πηγαίνει κανεὶς ὅπου ἀγαπᾶ. Ἄρα βάσει τῆς ἴδιας της λέξης, ἐλεύθερος εἶσαι ὅταν ἔχεις τὴν δυνατότητα νὰ πᾶς ὅπου ἀγαπᾶς.

Τὸ ἄγαλμα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀγάλλομαι (εὐχαριστιέμαι) ἐπειδὴ ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἀρχαιοελληνικὸ ἄγαλμα ἡ ψυχὴ μᾶς ἀγάλλεται. Καὶ ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ ἐπέρχεται ἡ ἀγαλλίαση. Ἂν κάνουμε ὅμως τὴν ἀνάλυση τῆς λέξης αὐτῆς θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι σύνθετη ἀπὸ ἀγάλλομαι + ἴαση(=γιατρειά). Ἄρα γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἄγαλμα (ἢ ὁτιδήποτε ὄμορφο), ἡ ψυχὴ μᾶς ἀγάλλεται καὶ γιατρευόμαστε.

Οἱ Λατίνοι ὀνόμασαν τὸ ἄγαλμα, statua ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ «ἴστημι» ποὺ ἤδη ἀναφέραμε σὰν λέξη, καὶ τὸ ὀνόμασαν ἔτσι ἐπειδὴ στέκει ἀκίνητο.

Προσέξτε τὴν τεράστια διαφορὰ σὲ φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσῶν, αὐτὸ ποὺ σημαίνει στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τόσο βαθὺ ἐννοιολογικά, γιὰ τοὺς Λατίνους εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀκίνητο πράγμα.

Εἶναι προφανὴς ἡ σχέση ποὺ ἔχει ἡ γλώσσα μὲ τὴν σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει καὶ ὁ George Orwell στὸ ἀθάνατο ἔργο τοῦ «1984», ἁπλὴ γλώσσα σημαίνει καὶ ἁπλὴ σκέψη. Ἐκεῖ το καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ περιορίσει τὴν γλώσσα γιὰ νὰ περιορίσει τὴν σκέψη τῶν ἀνθρώπων, καταργώντας συνεχῶς λέξεις.

«Ἡ γλώσσα καὶ οἱ κανόνες αὐτῆς ἀναπτύσσουν τὴν κρίση», ἔγραφε ὁ Μιχάι Ἐμινέσκου (Mihai Eminesku), ἐθνικὸς ποιητὴς τῶν Ρουμάνων.

Μιὰ πολύπλοκη γλώσσα ἀποτελεῖ μαρτυρία ἑνὸς προηγμένου πνευματικὰ πολιτισμοῦ. Τὸ νὰ μιλᾶς σωστὰ σημαίνει νὰ σκέφτεσαι σωστά, νὰ γεννᾶς διαρκῶς λόγο καὶ ὄχι νὰ παπαγαλίζεις λέξεις καὶ φράσεις.

Ἡ Μουσικότητα

Ἡ Ἑλληνικὴ φωνὴ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομαζόταν «αὐδή». Ἡ λέξη αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἄδω» ποὺ σημαίνει τραγουδῶ.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ μεγάλος ποιητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω, ὅπως ἕνα ποταμάκι ποὺ μουρμουρίζει. Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα στοὺς γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς μιλήσω Ἑλληνικά, ἐπειδὴ δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε Μεταξύ τους μὲ μουσική».

Ὁ γνωστὸς Γάλλος συγγραφεὺς Ζὰκ Λακαρριὲρ (Jacques Lacarriere) ἐπίσης μᾶς περιγράφει τὴν κάτωθι ἐμπειρία ἀπὸ τὸ ταξίδι του στὴν Ἑλλάδα: «Ἄκουγα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ συζητοῦν σὲ μιὰ γλώσσα ποὺ ἦταν γιὰ μένα ἁρμονικὴ ἀλλὰ καὶ ἀκατάληπτα μουσική. Αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν πατρίδα – μητέρα τῶν ἐννοιῶν μάς – μου ἀπεκάλυπτε ἕναν ἄγνωστο πρόγονο, ποὺ μιλοῦσε μιὰ γλώσσα τόσο μακρινὴ στὸ παρελθόν, μὰ οἰκεία καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς ἤχους της. Αἰσθάνθηκα νὰ τὰ ἔχω χαμένα, ὅπως ἄν μου εἶχαν πεῖ ἕνα βράδυ ὅτι ὁ ἀληθινός μου πατέρας ἢ ἡ ἀληθινή μου μάνα δὲν ἤσαν αὐτοὶ ποὺ μὲ εἶχαν ἀναστήσει».

Ὁ διάσημος Ἕλληνας καὶ διεθνοῦς φήμης μουσικὸς Ἰάνης Ξενάκης, εἶχε πολλὲς φορὲς τονίσει ὅτι ἡ μουσικότητα τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἐφάμιλλή της συμπαντικῆς.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Γίββων μίλησε γιὰ μουσικότατη καὶ γονιμότατη γλώσσα, ποὺ δίνει κορμὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀφαιρέσεις καὶ ψυχὴ στὰ ἀντικείμενα τῶν αἰσθήσεων. Ἃς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν χρησιμοποιοῦσαν ξεχωριστὰ σύμβολα γιὰ νότες, χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἴδια τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.

«Οἱ τόνοι τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μουσικὰ σημεῖα ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς κανόνες προφυλάττουν ἀπὸ τὴν παραφωνία μιὰ γλώσσα κατ’ ἐξοχὴν μουσική, ὅπως κάνει ἡ ἀντίστιξη ποὺ διδάσκεται στὰ ὠδεῖα, ἢ οἱ διέσεις καὶ ὑφέσεις ποὺ διορθώνουν τὶς κακόηχες συγχορδίες», ὅπως σημειώνει ἡ φιλόλογος καὶ συγγραφεὺς Α. Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.

Εἶναι γνωστὸ ἐξάλλου πὼς ὅταν οἱ Ρωμαῖοι πολίτες πρωτάκουσαν στὴν Ρώμη Ἕλληνες ρήτορες, συνέρρεαν νὰ ἀποθαυμάσουν, ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν γνώριζαν Ἑλληνικά, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «ἐλάλουν ὡς ἀηδόνες». Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἐπεβλήθη ἀβίαστα (στοὺς Λατίνους) καὶ χάρη στὴν μουσικότητά της.

Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ρωμαῖος Ὀράτιος (Quintus Horatius Flaccus), «Ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ γεννήθηκε εὐνοημένη μὲ μία γλώσσα εὔηχη, γεμάτη μουσικότητα».