Όταν άνοιξαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα εκείνο τον Απρίλιο του 2003 με μεγάλη λαχτάρα προσμένανε να αντικρίσουμε ξανά το αγαπημένο μας χωριό, την Άσσια(*), τη γη μας, τα σπίτια μας και να μάθουμε κάτι για την τύχη των αγνοουμένων μας. Ποτέ όμως δεν φανταζόμασταν ότι θα ήμασταν μάρτυρες ενός μεγάλου θαύματος. Ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι εμείς οι ίδιοι θα συμμετείχαμε και θα συμβάλλαμε στη συντέλεση αυτού του θαύματος...
Αρχικά, την πρώτη φορά που πήγαμε ήμουν μόνο εγώ και ο αδερφός μου. Μετά από την πρώτη συγκίνηση, αφού πρωτοείδαμε το χωριό μας μετά από 29 ολόκληρα χρόνια, πήγαμε να επισκεφτούμε τα σπίτια μας. Ποτέ δεν περασε από το μυαλό μας ότι τη μεγαλύτερη ανατριχίλα θα τη νιώθαμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Στο σπίτι μας τώρα κατοικούν έποικοι, οι οποίοι δεν μιλούν Ελληνικά, ωστόσο μας άνοιξαν την πόρτα χωρίς κανένα πρόβλημα δείχνοντας πολλή κατανόηση και έχοντας μια θετική στάση απέναντί μας. Η αναστάτωση και η συγκίνησή μας ήταν τόσο μεγάλη, που ενώ περιεργαστήκαμε όλο το σπίτι, δεν προσέξαμε τίποτα το ιδιαίτερο.
Η δεύτερη επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες αργότερα στο χωριό ήταν με τη μητέρα μας, η οποία αποτελεί βασικά και τον καταλύτη στην εξέλιξη της όλης υπόθεσης, ξετυλίγοντας την αρχή του νήματος. Εκεί που τα μάτια μας, για δεύτερη φορά, περιεργάζονταν κάθε γωνιά του σπιτιού, προβαίνοντας σε μια αναπόφευκτη σύγκριση με το χθες, το χθες προ του '74, ξαφνικά μια κραυγή της μητέρας μας διέκοψε αμέσως τις σκέψεις μας. Πίσω από ένα τραπεζάκι αχνοφαινόταν μια μαυρισμένη μορφή, η οποία μας κίνησε την περιέργεια να μάθουμε τι ήταν. Αρχικά, δεν αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για εικόνα, γιατί ήταν τόσο μαυρισμένη που δεν κινούσε οποιεσδήποτε υποψίες.
Όταν απομακρύναμε το τραπεζάκι αποκαλύφθηκε μπροστά μας μια μορφή που ήταν περισσότερο οικεία στα μάτια της μητέρας μας. Επρόκειτο για την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου του Ιωάννη του Βαπτιστή. Η εκκλησία στην πάνω ενορία του χωριού μας είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο και βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι μας. Η συγκίνησή μας ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι βρισκόταν η εικόνα του πολιούχου προστάτη της ενορίας μας. Συναισθήματα χαράς μας πλημμύρισαν, αλλά ταυτόχρονα νιώθαμε και μια ηθική υποχρέωση που μας καθόριζε και επέβαλλε την ευθύνη να μεταφέρουμε την εικόνα αυτή εκεί όπου έπρεπε, εκεί όπου μπορούσε να λατρευτεί από τους ελληνορθόδοξους πιστούς. Ατελείωτα και βασανιστικά ερωτήματα για το πώς η εικόνα κατέληξε στο σπίτι μας γέμισαν το μυαλό μας...
Ο έποικος Τούρκος που κατοικεί τώρα στο σπίτι μας, μας διηγήθηκε τη δική του ιστορία. Στάληκε ως στρατιώτης στην Κύπρο επί καιρώ εισβολής. Παρέμεινε στο χωριό μας και μετά την εισβολή αφού παντρεύτηκε με Τουρκοκύπρια. Κατοίκησε μαζί της στο σπίτι μας. Κάποια μέρα ενώ βρισκόταν στα χωράφια και όργωνε, είδε ξαφνικά κάτι να λάμπει από την αντανάκλαση του ήλιου μέσα σ' ένα σωρό χωμάτων και σκουπιδιών. Πλησίασε και αντίκρισε μέρος μιας τεράστιας εικόνας, η οποία ήταν εν μέρει θαμμένη στα χώματα και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν την άφησε εκεί, αλλά αντίθετα, την κράτησε και με πολλές δυσκολίες τη μετέφερε κρυφά και την έκρυψε μέσα στον αχυρώνα του σπιτιού μας, με αποτέλεσμα να μείνει στο σπίτι μας για 29 ολόκληρα χρόνια.
Η επιθυμία μας να μεταφέρουμε την εικόνα στις ελεύθερες περιοχές μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Γνωρίζαμε από πριν ότι επρόκειτο για ένα δύσκολο εγχείρημα, λόγω του ενδελεχούς ελέγχου που γίνεται και από τις δύο πλευρές στα οδοφράγματα. Επίσης πρόκειται για μια εικόνα ανεκτίμητης αξίας. Ωστόσο μοναδικό μας μέλημα ήταν να την «απελευθερώσουμε», έτσι ώστε να τοποθετηθεί σε μια εκκλησία στις ελεύθερες περιοχές, εκεί άλλωστε που πρέπει να είναι και η θέση της. Σημαντική βοήθεια στην όλη προσπάθειά μας μας προσέφερε ένας Τουρκοκύπριος, ο οποίος ήξερε Ελληνικά και συνεπώς μας έκανε μετάφραση και αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ εμάς και του έποικου Τούρκου. Πήγαμε ακόμα μια φορά στο χωριό για να μπορέσουμε να πείσουμε τον Τούρκο έποικο για τις ειλικρινείς μας προθέσεις.
Από την αρχή, μόλις ζητήσαμε την εικόνα από τον έποικο Τούρκο μάς υποσχέθηκε να μας τη δώσει χωρίς δισταγμό. Δεν ζήτησε ούτε χρήματα, ούτε κανένα άλλο αντάλλαγμα. Λόγω κάποιων καταστάσεων και προβλημάτων που δημιουργήθηκαν ο Τούρκος αναγκάστηκε τελικά να μεταφέρει την εικόνα σε άλλο χωριό, γιατί είχε δικαιολογημένα φοβηθεί.
Κατά την ημέρα της παράδοσης της εικόνας, όταν φτάσαμε στην Άσσια, ήταν ήδη αργά το βράδυ. Εκεί με έκπληξη ακούσαμε ότι ο Τούρκος δεν είχε την εικόνα πλέον στο σπίτι μας, αλλά σε άλλο χωριό και έπρεπε να τον περιμένουμε να τη φέρει. Ο ίδιος δεν μπορούσε να το κάνει για κάποιους δικούς του λόγους και γι' αυτό έστειλε τη γυναίκα του και την κόρη του. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε σε συγκεκριμένο χώρο εκτός του χωριού για να μας παραδώσουν την εικόνα. Μετά από κάποια προβλήματα και δυσκολίες μάς παρέδωσαν τελικά την εικόνα στα χέρια μας.
«Άγιε μου, τζαι πού να σε κρύψω τωρά...»
Εγώ έμεινα άναυδος γιατί πρώτη φορά είδα την εικόνα σε όλο της το μεγαλείο, σε όλες της τις διαστάσεις. Ήταν πράγματι τεράστια. Ήταν τυλιγμένη σε μια κουβέρτα. Μόλις την έπιασα στα χέρια μου, ανατρίχιασα... την προσκύνησα με μεγάλη ευλάβεια και είπα: «Άγιε μου, τζαι πού να σε κρύψω τωρά!!» Δεν υπολόγισα ότι δεν θα χωρούσε στο αυτοκίνητο. Την τοποθέτησα πίσω από τα καθίσματα και τη σκέπασα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη που και πάλι φαινόταν. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε αμέσως βιαστικοί. Από εκείνη τη στιγμή νιώθαμε ότι η εικόνα είναι δική μας... νιώθαμε πως ο Άγιος μας προστάτευε και μας καθοδηγούσε. Ούτε μια στιγμή δεν φοβηθήκαμε, ούτε καν νιώσαμε ανασφάλεια πως δεν θα τα καταφέρναμε να τη φέρουμε στις ελεύθερες περιοχές. Ο Άγιος ήταν πραγματικά μαζί μας και στο αυτοκίνητο, αλλά και στην ψυχή μας. Το νιώθαμε, το διαισθανόμαστε, το ξέραμε...
Εκείνη τη νύχτα είχε πάρα πολλή κίνηση. Όταν φτάσαμε στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, περιμέναμε στη σειρά με πολλά άλλα αυτοκίνητα για να περάσουμε στις ελεύθερες περιοχές. Υπήρχαν δύο ψευδοαστυνομικοί, ο ένας έπαιρνε τα χαρτιά της εισόδου - εξόδου και ο δεύτερος έκανε έλεγχο στα αυτοκίνητα. Ξεχώρισε απ' όλα τα αυτοκίνητα το δικό μας. Εμείς ήμασταν το πέμπτο αυτοκίνητο στη σειρά. Μας έγνεψε να βγούμε από τη σειρά που περιμέναμε μαζί με τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, να περάσουμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου που ήταν ελεύθερη και να φύγουμε χωρίς κανένα έλεγχο. Περνώντας από δίπλα τους, έριξαν απλώς μια επιπόλαια ματιά σ' εμάς και το αυτοκίνητο. Είχαμε στην κυριολεξία τον Άγιο μαζί μας!!! Σίγουρα ήθελε και ο ίδιος ο Άγιος να έρθει στις ελεύθερες περιοχές. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά τη στάση των ψευδοαστυνομικών. Ο ίδιος ο Τίμιος ο Πρόδρομος προστάτευσε πρώτα εμάς και ταυτόχρονα φώτισε τους ψευδοαστυνομικούς να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο.
Το ίδιο περίπου σκηνικό επαναλήφθηκε και στον έλεγχο του ελληνοκυπριακού σημείου ελέγχου. Όταν φτάσαμε εκεί, κατέβασαν τον οδηγό του προηγούμενου αυτοκινήτου και έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο σε όλο του το αυτοκίνητο. Σ' εμάς όμως, κατά την ίδια περίεργη σύμπτωση με τον προηγούμενο έλεγχο, ο Ελληνοκύπριος, αυτήν τη φορά, αστυνομικός μάς έγνεψε να περάσουμε και να φύγουμε. Μας κοίταξε απλώς εξ αποστάσεως και μας άφησε να φύγουμε χωρίς έλεγχο.
Κατά τα μεσάνυκτα φτάσαμε επιτέλους στα σπίτια μας κατασυγκινημένοι, που επιτέλους η επιθυμία μας να φέρουμε την εικόνα του Αγίου στις ελεύθερες περιοχές έγινε πραγματικότητα. Χωρίς να χάνουμε χρόνο και παρά το προχωρημένο της ώρας καλέσαμε κάποιον ιερέα και έτσι απλά και οικογενειακά με τη χάρη του Κυρίου κάναμε μια μικρή δέηση στον Άγιο μετά από 29 χρόνια. Ύστερα από καθοδήγηση και συμβουλές ειδικών του κράτους, η εικόνα δόθηκε σε ιερείς της εκκλησίας που με τη σειρά τους την έστειλαν στο Σταυροβούνι για να καθαριστεί. Έτσι, στις 27 Ιουλίου 2003, πρωτοεμφανίστηκε η εικόνα αφού έτυχε καθαρισμού. Εμείς όταν την είδαμε, μείναμε κατασυγκινημένοι. Ήταν τόσο λαμπερή που πραγματικά έμοιαζε σαν καινούργια! Είχαμε ανατριχιάσει... Η εικόνα ανήκει σε όλο τον κόσμο της Άσσιας, σε όλους τους χριστιανούς και σε όλη την Κύπρο. Η εικόνα βρίσκεται από τότε στον ιερό ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Πλατύ Αγλαντζιάς. Οποιοσδήποτε Ασσιώτης μπορεί να πάει και να προσκυνήσει τη χάρη του.
Από τότε που πήραμε την εικόνα δεν μετέβηκα ποτέ ξανά στις κατεχόμενες περιοχές. Αυτή η μεγάλη προσπάθεια αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις στη ζωή μου. Θα μείνει πάντοτε χαραγμένη στη μνήμη μου και ριζωμένη βαθιά στην ψυχή μου. Πίστεψα στον Άγιο ακόμη περισσότερο. Φαίνεται θα ήταν και δική του επιθυμία να περάσει στις ελεύθερες περιοχές, να έρθει ξανά σε χριστιανικά χέρια, γεγονός που πραγματοποιήθηκε μέσω του δικού του θαύματος...! Σίγουρα ήταν μαζί μας, μας προστάτευε και μας φώτιζε για να καταφέρουμε να περάσουμε την εικόνα του έτσι απλά και ανεμπόδιστα. Είχαμε τον Άγιο μαζί μας!
(*) Η Άσσια είναι χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου της Κύπρου και από το 1974 είναι κατεχόμενη από τους Τούρκους.
Επιμ. Πετρούλα Τζωρτζή
Βασισμένο στην περιγραφή των πρωταγωνιστών
Κώστας Τζωρτζής, Άσσια: Περιμένοντας την Ανάσταση, Λευκωσία, 2009, σ. 144-6
Πηγή: Η αγάπη πάντα ελπίζει