Διηγήθηκε Γέρων:
Άπό νέος μοναχός βίαζα
τόν έαυτό μου καί δέν καθόμουν ποτέ στό στασίδι. Αίσθανόμουν τό σώμα μου σάν
νεκρό.
Ούτε νύσταζα ούτε
πεινούσα ούτε διψούσα. Δέν έβγαινα ποτέ άπό τήν 'Εκκλησία μέχρι νά
τελειώση ή άκολουθία. 'Ο διάβολος όμως, πού θέλει οί καλόγεροι
νά βγαίνουν άπό τήν Έκκλησία,μέ φθόνησε.
Κάποτε πού ήμουν στήν
άκολουθία όρθιος στό στασίδι καί προσευχόμουν μέ τό
κομποσχοίνι,ήρθε καί στάθηκε μπροστά μου.
Κρατούσε ένα καλάμι
κούφιο καί μέ αύτό φύσηξε στό αύτί μου. Ένιωσα έναν κρύον άέρα καί ξεπάγιασα,άν
καί ήταν Ίούλιος μήνας.
Τήν τρίτη μέρα,ένώ πάλι
προσευχόμουν στό στασίδι, βλέπω πλήθος μοναχών μέσα στό Καθολικό.
«Περίεργο
πράγμα», σκέφτηκα. Τόσους μοναχούς δέν έχουμε στό Μοναστήρι, γιορτή δέν
είναι, τί γίνεται:
Προχωρούσε ή άκολουθία
καί τελείωσε ή Η΄ώδή άπό τόν κανόνα τής άγίας Μαρίνης πού ήταν ή μνήμη της. Πήρε
ό παπάς τό θυμιατό καί στήν Θ΄ώδή άρχισε νά θυμιάζη. Τότε βλέπω έκείνο τό
πλήθος τών μοναχών συνωστισμένοι νά βγαίνουν σάν τά πρόβατα έξω.
Ό τελευταίος ήρθε
πρόσωπο μέ πρόσωπο μαζί μου καί μού είπε:
- Μωρέ, δέν μέ βλέπεις; Όλοι
φεύγουν, έσύ τί κάθεσαι έδώ;
- Άκουσε, τού λέω. Άν δέν
άκούσω τήν άπόλυση τού ίερέως άπό τήν θέση μου δέν βγαίνω.
Έφυγε καί αύτός. Είδα
τότε άπό τούς 80 μοναχούς πού ήταν στή Έκκλησία, ούτε 10
δέν είχαν μείνει. Οί ύπόλοιποι ήταν δαίμονες καί έξαφανίστηκαν γιατί
δέν ύπέφεραν νά άκούνε τό όνομα τής Παναγίας στήν «Τιμιωτέρα» πού
είχε άρχίσει.
Πηγή: Το κανδυλάκι