Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!…



Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφεται στο συναξάρι, «Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω, τῆς Δευτέρας και ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα».

Αν σκεφθεί κανείς, πως την ερχόμενη Κυριακή, μνήμη της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, θυμούμαστε την αρχή του παρόντος βίου μας -κι απ’ αυτή την άποψη, η θλιβερή έξωση του Αδάμ απ’ την τρυφή του Παραδείσου, λογαριάζεται σαν πρώτη χρονικά γιορτή των χριστιανών- η μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας πρέπει να λογαριάζεται η τελευταία απ’ όλες τις γιορτές.

Γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν τελειώνουν όλα: και τα δικά μας και του κόσμου όλα τα πράγματα.
Και πάλι με πολλή σοφία οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθόρισαν, ύστερ’ απ’ τις Κυριακές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου, να τελούμε τη μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί δεν πρέπει, ακούοντας ο χριστιανός τη φιλανθρωπία του Θεού, που φαίνεται σ’ εκείνες τις παραβολές απέραντη, να πέσει σε μεγάλην αμέλεια, λέγοντας με το νου του: «ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· άμα, στο τέλος, σταματήσω ν’ αμαρτάνω κάποτε, Εκείνος, όντας φιλάνθρωπος και πολυέλεος, θα με συγχωρέσει, κι όλα πια θα ’χουν τελειώσει καλά». Για να μη σκέφτονται, λοιπόν, μ’ αυτόν τον διαβολοκίνητο και σατανικό τρόπο οι χριστιανοί, έβαλαν οι θειότατοι Πατέρες, ύστερ’ από την Κυριακή του Ασώτου να γιορτάζουμε τη φοβερή και τρομερή εκείνη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Λογιάζοντας, πως, με την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, οι αμελείς που συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, βλέποντας μπροστά τους την άδηλην ώρα του θανάτου και περιμένοντας την ατελεύτητη σειρά των βασάνων της Κολάσεως, που θ’ ακολουθήσουν μετά την Κρίση για τους αμαρτωλούς, ίσως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο κι απ’ το βαρύτατον ύπνο της αμαρτίας· ίσως αφήσουν την νεκροποιό ραθυμία και αμέλεια, για να αγωνισθούν ν’ αποκτήσουν το χρυσοστόλιστο ένδυμα των αρετών, το «ένδυμα του γάμου», που δίχως αυτό και θα κρυώνουν, όντας γυμνοί, και δεν θα μπορούν να εισέλθουν εις τον «νυμφώνα» του Χριστού.

Δευτέρα Παρουσία λέγεται γιατί προηγήθηκε η πρώτη, κατά την οποία «σωματικῶς πρός ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ο Χριστός. Όμως, στην Δευτέρα δεν θα ’ρθει όπως στην πρώτη: φτωχός, άσημος, χωρίς δόξα. Θα έρθει με πολλή δόξα, με μεγάλη λαμπρότητα και με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Και τότε δε θα ’ρθει να σώσει, μα να κρίνει τον κόσμο. Και ν’ ανταποδώσει, σ’ όσους έπραξαν αγαθά την αιώνια Βασιλεία του, και σ’ όσους έπραξαν κακά, την αιώνια κόλαση.

Το βεβαιώνουμε συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».

Κι αυτό, που οι άγιοι Πατέρες έβαλαν ως Άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, το βγάζουν ακριβώς απ’ το Ευαγγέλιο της Κρίσεως, που λέγει:
«Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θέλουσιν συναχθῆ ἔμπροσθέν του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει διαχωρίσει ἀνάμεσά τους, καθὼς χωρίζει τὰ πρόβατα ὁ βοσκὸς ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θέλει στήσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν δεξιάν του μεριὰν καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ζερβήν. Καὶ τότε θέλει εἰπεῖν ὁ βασιλεὺς πρὸς ἐκείνους τῆς δεξιάς μεριᾶς: ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ὁποὺ σᾶς εἶναι ἑτοιμασμένη, ἀπὸ ὅταν ἐκτίσθη ὁ κόσμος· ἐλᾶτε νὰ τὴν κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐγὼ ἐπείνασα καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα. Ἐδίψησα καὶ ἐδώκετέ μοι καὶ ἔπια. Ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε. Ἤμην ξένος καὶ μὲ προσκαλεσθήκετε, ἤμην ἀσθενὴς καὶ ἤλθετε καὶ μὲ εἴδετε. Ἤμουν εἰς τῆν φυλακὴν καὶ ἤλθετε καὶ ἐκοιτάξετέ με. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ μετὰ ταπεινοφροσύνης οἱ δίκαιοι, λέγοντές, του: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν ἡμεῖς νὰ πεινᾶς καὶ ἐδώκαμέν σου καὶ ἔφαγες, ἢ νὰ διψᾶς, καὶ ἐδώκαμέν σου νὰ πιεῖς; Ἢ πότε σὲ εἴδομεν γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμεν, ἢ ξένον καὶ ἐπεριμαζώξαμεν· ἢ πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὑπηρετήσαμέν σοι;” Καὶ θέλει τοῖς ἀποκριθῆ, καὶ τοῖς θέλει εἰπεῖν: “Ἀμὴν λέγω σας, βέβαια, ὅτι εἰς ὅσον ἐκάμετε πρὸς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐμένα τὸ ἐκάμετε”. Τότε θέλει εἰπεῖν καὶ ἐκείνων ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀριστερὰν μεριάν: “σύρετε ἀπὸ τ᾿ ἐμένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁποὺ εἶναι ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῶν ἀγγέλων του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκετε νὰ φάγω. Ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε. Ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε”. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἀδιαντροπίαν, καὶ θέλουσιν εἰπεῖν: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον ἢ διψασμένον ἢ γυμνὸν ἢ ξένον ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακαῖς καὶ δὲν σὲ ἀποκοιτάξαμεν;” Καὶ θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει τοὺς εἰπεῖ: “Ἀμὴν λέγω σας, ὅτι ὅσον δὲν ἐκάμετε ἑνὸς ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς, μηδὲ ἐμένα δὲν τὸ ἐκάμετε”. Καὶ ἔτσι θέλουσιν πάγει τοῦτοι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πάλιν οἱ δίκαιοι είς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Έτσι αποδίδει ο πολύς Μελέτιος Πηγάς το Ευαγγέλιο της Κρίσεως.

Θα ήθελε πολύ ο άνθρωπος να ξέρει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε όλοι οι άνθρωποι -και όσοι βρίσκονται τότε στη ζωή και όσοι ως τότε θα ’χουνε κοιμηθεί, δηλ. θα ’χουνε πεθάνει- θα παρουσιαστούν μπροστά στο φοβερό κριτή για να κριθούν για τα καλά ή κακά έργα τους. Αλλά όπως ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης, σε άγνωστη ώρα, έτσι και ο Κύριος για τη Δευτέρα Παρουσία, μας άφησε άγνωστους τους καιρούς, που μέλλει να γίνει.
Κάποτε που τον ρώτησαν οι μαθηταί του γι’ αυτό, Εκείνος απάντησε: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιρούς, οὓς ὁ Πατήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Και αλλού πάλι λέγει: «περί δέ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί τῆς ὥρας, οὐδείς οἶδεν, οὐδέ οἱ ἀγγελοι τῶν Οὐρανῶν, εἰ μή ὁ Πατήρ μου μόνος». Γιατί άραγε δεν φανερώνει ο Χριστός την ώρα της Κρίσεως και όταν ακόμα τον ρωτούν με αγωνία οι Μαθηταί του; Και μας απαντούν με σοφία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: «δίνει μονάχα τα σημάδια των καιρών, αλλά τους καιρούς τους παρασιωπά. Διότι θέλει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι· με το να μη γνωρίζουμε διορισμένο το πότε, θέλει να μη γνωρίζουμε τίποτε, για να είμαστε έτοιμοι αείποτε».

Υπάρχουν πολλοί, που ακούνε στο όνομα χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι -της ταυτότητος, όπως ονομάζονται προσφυέστατα- αλλά που, σαν άλλοι ειδωλολάτρες Αθηναίοι, δεν πιστεύουν ούτε στην ανάσταση των νεκρών, ούτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, ούτε στη φοβερή Κρίση, την οποία θ’ ακολουθήσει αιώνιος Παράδεισος ή αιώνια Κόλαση.

Αυτοί οι άνθρωποι, λέγουν με μια χαρακτηριστική αδιαφορία και αμέλεια: «Εδώ, στη γη δηλαδή, βρίσκεται κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος».

Κ’ έτσι, όχι μόνον αυτοί βαδίζουν στο δρόμο της αμαρτίας, χωρίς να φοβούνται καμιά κρίση και καμιά Κόλαση, μα παρασέρνουν κι άλλους στον εύκολο δρόμο της καλοζωΐας, της καλοπέρασης, του γήινου και σαρκώδους ευδαιμονισμού. Θέλουν να μην ανοίξουν κανένα παράθυρο, να μπει το μεταφυσικό φως στη ζωή τους· αρκούνται στα φωτερά σκοτάδια και στα σκοτεινά φώτα του παρεξηγημένου πολιτισμού της επιδερμίδας. Το στόμα τους και το στομάχι τους είναι γιομάτα αδικίες, τόσο, που ν’ αδυνατούν πέρα για πέρα να γνωρίσουν τη γεύση του ουρανού.

Γι’ αυτό και λένε, πως όλα εδώ τελειώνουν, πως «εδώ είναι κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κι όμως, πρέπει να γνωρίζει κάθε χριστιανός, πως αυτά είναι λόγια του διαβόλου, που τα ψιθυρίζει στ’ αυτιά μας για να μας κάνει πιο αδιάφορους για την αρετή και πιο πρόθυμους για την αμαρτία. Κ’ είναι μεγάλη αμαρτία να τα λέει κανείς. Όσο αβέβαιη είναι η ώρα του θανάτου, τόσο βέβαιος είναι ο θάνατος, που βάζει τέρμα στη γήινη ζωή μας. Κι όσο αβέβαιος είναι ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, άλλο τόσο είναι βέβαιη η έλευση της Δευτέρας Παρουσίας και της φοβερής του Κρίσεως, με την αιώνια Κόλαση και τον αιώνιο Παράδεισο· για να φανερωθεί, όχι μονάχα η απέραντη φιλανθρωπία του προς τους αξίους του Παραδείσου, αλλά και η απέραντη δικαιοσύνη του προς τους αξίους της Κολάσεως.

Για όποιον όμως πιστεύει στο Θεό, όπως μας απεκαλύφθη στην αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, κ’ έχει σταθερότητα στην πίστη του, δεν υπάρχει κίνδυνος και περιθώρια γι’ αμφιβολίες – αν υπάρχει Κρίση στον Ουρανό, και τι συνέπειες θα ’χει αυτό για τη συνέχεια της πνευματικής ζωής του. «Καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη, λέγει ο Κύριος στον προφήτη Ιωήλ, καὶ κατατάξω αὐτὰ εἰς κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου. Ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ δ΄ 2, 12).
Κι αλλού πάλι, στον προφήτη Δανιήλ, λέγει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. ζ΄ 9-10).
Εδώ ακριβώς έχουν την αρχή του οι βαθιά κατανυκτικοί ύμνοι της Κυριακής, που ψάλλονται στο Εσπερινό: «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι», «Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος»,
«Ἠχήσουσι σάλπιγγες, καὶ κενωθήσονται τάφοι, καὶ ἐξαναστήσεται, τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα, φύσις ἅπασα», «Οἴμοι μέλαινα ψυχή!» κ.α.

Για το χριστιανό, λοιπόν, η μέλλουσα Κρίσις και η μέλλουσα ζωή είναι μια βεβαιότητα χειροπιαστή, θα λέγαμε, με τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, λέγει ο θεόγλωσσος Απόστολος, ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος, πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν»(Β΄ Κορ. ε΄ 10).
Αυτή, όμως, η βεβαιότητα για τη μεταφυσική ζωή, στην οποία δεν πιστεύουν οι άθεοι, μας υποχρεώνει να ζούμε με ανάλογο τρόπο και την παρούσα ζωή, με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον, με πνευματική και σωματική καθαρότητα, τηρώντας μ’ ένα λόγο το Νόμο του Θεού. «Μνημόνευε τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμαρτήσεις», λέγει ο σοφός Σολομών.
Έτσι μονάχα έχουμε ελπίδα να μας βάλει δεξιά του, στη Δευτέρα Παρουσία, με τα πράα και ήρεμα πρόβατα, κι όχι ζερβά του, με τ’ άγρια κι άταχτα ερίφια. Και πράττοντας ελεημοσύνη στο φτωχό πλησίον μας, που έτσι δείχνουμε μαζί και την αγάπη προς το Θεό, την ίδια στιγμή, να λέμε συχνά αυτό το τροπάριο:

Ὅταν ἔλθῃς ὁ Θεός, ἐπὶ γῆς μετὰ δόξης,
καὶ τρέμωσι τὰ σύμπαντα,
ποταμὸς δὲ τοῦ πυρὸς,
πρὸ τοῦ Βήματος ἕλκῃ,
καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται
καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται·
τότε ρῦσαί με, ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
καὶ ἀξίωσον, ἐκ δεξιῶν σου μὲ στῆναι,
Κριτὰ δικαιότατε.

Πηγή: (Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.), Προσκυνητής