ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ (1892 – 1981)
~ Ο οσιώτατος Μοναχός Αυξέντιος Γρηγοριάτης, ήταν το καμάρι και το στολίδι της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου. Ήταν ο ασκητής του κοινοβίου, ο αετός της θείας αγάπης, ο θεωρός του ακτίστου Φωτός, ο περιφρονητής των γηίνων και εραστής των ουρανίων.Ήταν το καύχημα της μετανοίας. ο πλούτος της θείας σοφίας, ο δυνάστης των δαιμόνων, της προσευχής το λαμπρότατον τέμενος, ο επίγειος Αγγελος και ουράνιος άνθρωπος…
…Ο ίδιος είχε κάνει πράξη στη ζωή του το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και μάλιστα έφτασε σε προχωρημένη κατάσταση πνευματική, ώστε να λέγει την ευχή και στον ύπνο του, όπως με απλότητα απεκάλυψε στο γέροντα Παΐσιο.
Άλλοτε είπε ο ίδιος, όντας τυφλός, ότι, «όταν λέω την ευχή βλέπω στο δεξιό μέρος φως. Αυτό το βλέπω, όταν κάνω τον κανόνα με το κομποσχοίνι. Το βλέπω συχνά. Αυτό φεύγει και ύστερα πάλι ξανάρχεται. Το κυριότερο όμως είναι η αγάπη που έρχεται στην καρδιά για το Χριστό».
Έβλεπε το άκτιστο φως και κάποια μέρα ανησύχησε γιατί δεν το είδε και ζητούσε να εξομολογηθεί στον Πνευματικό του.
Κάποτε ο γερω-Αυξέντιος πήγε να κοινωνήσει στο παρεκκλήσι του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος, όπου γινόταν θεία Λειτουργία. Ενώ προσήλθε προετοιμασμένος με πολύ πόθο και ευλάβεια, ο λειτουργός ιερέας τυφλώθηκε από ένα φως δυνατό και ιλαρό που έβγαινε από το πρόσωπο του γέροντος Αυξεντίου.
Το πρόσωπό του σκεπάστηκε, εξαφανίστηκε από έναν φωτεινό ήλιο, υπέρ τον ήλιο λάμποντα, και ο ιερέας δεν μπορούσε πλέον όχι να τον κοινωνήσει αλλά ούτε να τον αντικρύσει, ρίχνοντας το βλέμμα του χαμηλά. «Έλαμπε τόσο το πρόσωπό του», διηγείται ο λειτουργός, «που όταν τον κοίταξα, ζαλίστηκα και παραλίγο να πέσω κάτω. Έβαλα το χέρι μου και σκέπασα τα μάτια μου γιατί δεν άντεχα το δυνατό φως. Έλαμπε ολόκληρος». Όταν σε λίγο υπεστάλη το άκτιστον φως και συνήλθε ο έκπληκτος ιερέας, τότε τον κοινώνησε.
Ο γερω-Αυξέντιος έγινε συχνά θεωρός του ακτίστου φωτός και έφθασε στην κατάσταση του θείου έρωτος. Και όλα αυτά από την επιμονή του στην ευχή.
Είχε μάθει και πολλές άλλες προσευχές απ’ έξω και τις έλεγε εναλλάξ με την ευχή.
Ήξερε όλον τον Ακάθιστο μαζί με τον κανόνα και τον έλεγε συχνά. Στιχολογούσε κάθε βράδυ το Ψαλτήρι απ’ έξω. Το είχε αποστηθίσει και την ευχή συνέχεια. Αγαπούσε πολύ την ακολουθία. Του άρεσαν ιδιαίτερα οι ευχές της θείας Μεταλήψεως. Τις διάβαζε με πολύ πόθο. Ήθελε να μη χάνει τίποτε από τα γράμματα της ακολουθίας. Μερικές φορές, όταν δεν άκουγε καλά, πήγαινε κοντά στο διαβαστή ενώ άλλες φορές φώναζε, «πιο δυνατά».
Ο γερω-Αυξέντιος τήρησε την υπόσχεση να φυλάξει ακτημοσύνη. Ήταν πάμπτωχος. Δεν είχε τίποτε και δεν επεθύμησε τίποτε σ’ αυτή τη ζωή παρά μόνο το Χριστό. Δε φόρεσε καινούριο ρούχο σαν καλόγερος και όλη του τη μοναχική ζωή πέρασε με ένα ζευγάρι παπούτσια.
Στο δρόμο, όταν τον έβλεπε κανείς, για να μην τα χαλάσει αλλά και για άσκηση, για να καταπονεί το σώμα του, τα κρατούσε στη μασχάλη και βάδιζε ανυπόδητος. Κάποτε που έλειπε, πέταξαν τις φθαρμένες φανέλες του και στενοχωρήθηκε. Έπειτα κατέβηκε στο γκρεμό που τις είχαν πετάξει και τις ξαναμάζεψε. Στο κελί του δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από μερικές εικόνες και λίγα βιβλία.
Ήταν τελείως ξένος, χωρίς καμία επικοινωνία με τους κατά σάρκα συγγενείς του. Όταν μετά από τριάντα χρόνια ήρθαν να τον δουν τ’ αδέλφια του, αυτός για να τους αποφύγει έφυγε στο αμπέλι, και μόνο όταν οι πατέρες επέμεναν να μιλήσει στ’ αδέλφια του χάριν της υπακοής, τους μίλησε και τους είπε άλλη φορά να μην τον ενοχλήσουν.
Ο γερω-Αυξέντιος, όπως μαρτυρούν οι συγκοινοβιάτες του, ήταν πολύ βιαστής. Κουραζόταν στα διακονήματα, έσκαβε το αμπέλι και νήστευε αυστηρά. Ήταν ασκητής και αγνοούσε τελείως μερικά φαγώσιμα. Όταν ήταν άρρωστος στα γεράματά του, τον ρώτησε ο διακονητής, αν θέλει χαλβά ή μαρμελάδα.
Με απορία ρώτησε «τι είναι η μαρμελάδα;». Ο μάγειρας και ο παραμάγειρας είχαν τη φροντίδα να πηγαίνουν το φαγητό στο γερω-Αυξέντιο. Κάποια μέρα τον είδαν να έρχεται στο μαγειρείο και τους είπε: «Να μου δώσετε λίγο φαγητό. Έχω τρεις μέρες να φάω». Τότε του έβαλαν μετάνοια, γιατί είχαν ξεχάσει να του πάνε το φαγητό, αλλά αυτός ούτε γόγγυσε ούτε διαμαρτυρήθηκε…
Πηγή: Σημεία Καιρών