Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής
Παιδί μου, εὔχομαι νὰ εἶσαι καλά. Μόλις καὶ ἐγὼ ἔγινα κάπως καλύτερα.
Ἡ ζωή μου ἐμένα ἔτσι ἐπέρασεν, εἰς τὸν πόνον καὶ τὰς ἀσθενείας. Καὶ τώρα πάλιν δι’ ἐσᾶς ἦλθα εἰς θάνατον. Εἶπα· ἂς ἀποθάνω ἐγώ, μόνον νὰ ζήσουν τὰ πνευματικά μου παιδιά. Καὶ τελείως δὲν ἔτρωγα.
Ἤμουν καὶ πρώην ἐξηντλημένος, καὶ τώρα πάλιν τελείως νηστεία. Ἐστείλατε τόσα γλυκά, μήτε ποὺ τὰ ἐγεύθην. Τυρὶ δὲν ἐδοκίμασα. Μόνον χόρτα νερόβραστα δίχως ψωμί. Δὲν ἐπέρασε πολύ, ἔπεσα. Ἑκατὸν εἴκοσι ἐνέσεις…
Τρεῖς φορὲς μὲ ἐνυκτέρευσαν ὅτι θὰ ἀπέθνησκα. Ἐφώναξαν ὅλους κοντά μου. Τοὺς εὐχήθην διὰ τελευταίαν φοράν. Ἔκλαιον ἐπάνω μου νυχθημερόν. Τέλος καὶ πάλιν ἐγύρισα.
Μοῦ ἔστειλαν ἕνα ἰδιότροπον φάρμακον καὶ αὐτό, μετὰ Θεόν, ἦτο ἡ θεραπεία μου. Εἶχα σαράντα ἡμέρες νὰ φάγω.
Ὅταν ἐπῆρα τὸ φάρμακον, ἔφαγα, ἐκοιμήθην, ἐκαλυτέρευσα. Δόξα σοι ὁ Θεός! Ἄρχισα κάπως νὰ κινοῦμαι, νὰ γράφω.
Ἐνόσῳ, παιδί μου, ζῶ, θὰ σὲ εὔχωμαι· ἕως νὰ γράψῃς ὅτι ἔγινες καλά. Ἂν πάλιν ἀποθάνω, θὰ ἐνθυμῆσαι ὅτι τὸ Γεροντάκι αὐτὸ ἀρρώστησε καὶ ἀπέθανε διὰ νὰ σώσῃ ἡμᾶς.
Θάρρος! Δὲν εἶσαι μόνον ἐσύ. Κόσμος εἶναι πολύς.
Ἐγώ, ἦλθαν κοντά μου πολλοί, καὶ μὲ προσευχὴν καὶ νηστείαν ἐθεραπεύθησαν. Τώρα ὅμως, δὲν μὲ ἀκούει ὁ Κύριος, διὰ νὰ μάθω καὶ τὰ φάρμακα καὶ τοὺς ἰατρούς. Νὰ γίνω συγκαταβατικὸς εἰς τοὺς ἄλλους.
Ἐδιάβασα καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τὲς ἐπιστολὲς καὶ εἶδα πόσον προσεῖχε εἰς τοὺς ἰατροὺς καὶ τὰ φάρμακα ἕνας τόσον μεγάλος Ἅγιος!
Ἐγὼ ὁ πτωχὸς ἀσκητὴς ὅλο εἰς τὴν ἔρημον ἐγήρασα καὶ ἤθελα μόνον μὲ τὴν πίστιν νὰ θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω καὶ ἐγὼ ὅτι χρειάζονται καὶ τὰ φάρμακα καὶ ἡ χάρις.
Λοιπὸν τώρα θὰ λέγω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν Ἅγιον: Κύτταξε νὰ γίνῃς καλά· νὰ διορθώσῃς τὰ νεῦρα σου μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορεῖς, καὶ θὰ εὕρῃς πάλιν τὴν προσευχήν σου καὶ τὴν εἰρήνην.
Φρόντισε νὰ βοηθήσῃς ὅσον ἠμπορεῖς τὸν ἑαυτόν σου. Νὰ ἐπιβάλλεσαι εἰς τὴν ὄρεξιν νὰ μὴν τρώγῃς ὅ,τι γνωρίζεις πὼς εἶναι βλαπτικὸν τῆς ὑγείας σου. Τηγανητά, ἁλμυρά, σάλτσες, χοιρινό, κρέατα, ψάρια παστά, ποτὰ ἐν γένει· ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἀποφεύγῃς καὶ θὰ σοῦ λογισθῇ ὡς νηστεία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Καί, μὴ λέγῃς, παιδί μου, μὲ τὸν λογισμόν σου, διατί τὸ ἕνα καὶ διατί τὸ ἄλλο. Ἄβυσσος τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Κύριος ὅπου ὅλους μᾶς ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη Του, εἰς τὰς ἀσθενείας μας καὶ θλίψεις γνωρίζεται. «Ἡ γὰρ δύναμίς μου, λέγει, ἐν ἀσθενείαις τελειοῦται».
Αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγάπη ἔκαμε καὶ ἐμένα νὰ λυπηθῶ καὶ νὰ πάσχω μαζί σου. Ὅμως μὴ φοβῆσαι τὸν πειρασμόν. Δοκιμασία εἶναι.
Ἀφήνει ὁ Θεὸς ὅσον νομίζει καὶ εἰς τὸ τέλος ἡ ἀγαθότης Του θὰ νικήσῃ. Ἐγὼ τώρα εἰκοσιπέντε δράμια ψωμὶ τὴν ἡμέρα καὶ ὀλίγον φαγάκι καὶ ἀγρυπνία ὅλην τὴν νύκτα.
Ἔρχεται ὁ Σατανᾶς μακρυὰ καὶ οὐρλιάζει, ἀλλὰ δὲν πλησιάζει. Πηγαίνει στ’ ἀδέλφια σου καὶ μὲ φαντασίες τοὺς φοβερίζει. Ἂς μὴ φοβοῦνται.
Ἐμένα ὀκτὼ χρόνια εἰς τὴν ἀρχὴν μὲ πολεμοῦσαν οἱ Δαίμονες παντοιοτρόπως καὶ πλάι δὲν ἐκοιμήθην. Ὄρθιος μόνον ἢ ὀλίγον καθήμενος. Λοιπὸν μὴ φοβῆσθε.
Μόνον προσευχή, πίστις θερμὴ καὶ δάκρυα. Μόνον ὅταν ἁμαρτάνῃ κανείς, αὐτὸς νὰ φοβῆται τὸν διάβολον.Τότε ἠμπορεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ τοῦ κάμῃ κακόν, διότι ἀφήνει ὁ Κύριος.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας, ἐκδ. Ἱ. Μ. Φιλοθέου Ἁγ. Ὄρους), «σπιτὰκι τῆς Μέλιας», Έκτακτο Παράρτημα