Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ: Ἕνας ἀποτυχημένος ἐραστὴς τοῦ Παραδείσου


Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται στὴ γνωστὴ περίπτωση τοῦ πλούσιου Νεανίσκου, ποὺ πλησίασε τὸν Χριστὸ μὲ ἄλλα ἐνδιαφέροντα ἀπὸ τοὺς πολλούς. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔρχονταν στὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ζητήσουν πράγματα γήϊνα καὶ φθαρτά, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστο τὴ θεραπεία τοῦ σώματος, γιὰ νὰ συνεχίσουν μὲ ὑγεία τὴ φυσικὴ ζωή τους. Ὅμως ὁ σημερινὸς νέος ἐνδιαφερόταν γιὰ κάτι βαθύτερο, πνευματικὸ καὶ αἰώνιο. Τὸ βλέμμα τοῦ ἦταν στραμμένο στὸν οὐρανό. Ποθοῦσε τὴν αἰώνια ζωή. Ἤθελε νὰ γίνει «κοινωνὸς θείας φύσεως», νὰ δεχθεῖ δηλαδὴ τὸν Θεὸ μέσα του, νὰ γίνει «κατὰ χάριν» θεός. Γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ πλησίασε τὸν Χριστό.

Ὁ προσανατολισμὸς τοῦ νέου ἦταν μιὰ ἔκπληξη γιὰ τοὺς πολλούς, ὅπως εἶναι καὶ σήμερα. Θεωρεῖται, δυστυχῶς, παράδοξο νὰ ἐγκαταλείπει ἕνας νέος τα ὄνειρα γιὰ τὴ ζωὴ αὐτή, ποὺ ἀνοίγεται μπροστά του καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ πράγματα ἀβέβαια καὶ ἀνύπαρκτα γιὰ τοὺς πολλούς, ὅπως εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἐὰν ὑποτεθεῖ ὡς ὑπάρχουν, θὰ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀσχοληθεῖ μ’ αὐτά, λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποτὲ ὅμως νὰ θυσιάσει γι’ αὐτὰ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἔτσι σκέφτεται ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος. Ἃς δοῦμε ὅμως τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ «αἰώνιος ζωὴ»

Τί εἶναι λοιπὸν ἡ «αἰώνιος ζωή», γιὰ τὴν ὁποία ἐνδιαφερόταν ὁ πλούσιος νεανίσκος; Εἶναι μήπως μιὰ ἄλλη ζωή, ποῦ ξεκινᾶ μετὰ τὸ πέρας τῆς φυσικῆς ζωῆς; Ὄχι! Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἕνωση μαζί του. Ὅταν ὁ πιστὸς γίνει κατοικητήριο τοῦ Χριστοῦ, τότε φέρει μέσα του τὴν «αἰώνιον ζωήν». «Οὗτος ἔστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος» (Ἃ’ Ἰω. 5, 20) μαρτυρεῖ μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ὁ Μαθητὴς τῆς ἀγάπης. Τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς τὸ ζοῦμε ἀπὸ τώρα, ἐὰν δὲν ζοῦμε «κατὰ κόσμον» καὶ δὲν κάνουμε τὰ «θελήματα τῆς σαρκός», ὅπως λέγει ὁ ἄπ. Παῦλος.

Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ἐρωτᾶ: «Τί εἶναι ἡ ἀθάνατος ζωή;» Καὶ ἀπαντᾶ: «Αἴσθησις ἐν Θεῶ». Εἶναι αὐτὸ τὸ «ὑπὲρ αἴσθησιν» ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος, «πνεύματι» (Ρωμ. 8, 13) ὅταν ζεῖ μέσα του ὁ Θεός.

Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀπολαύσει τὴν ἐμπειρία τῆς θείας γνώσεως -συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ- νοιώθει στὴν καρδιὰ τοῦ τέτοια γλυκύτητα, ποὺ δὲν ὑπάρχει παρόμοια στὸν κόσμο. Ἑπομένως εἶναι ἐμπειρία ζωῆς, τῆς «ἀθανάτου».

Γιατί, τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ γλυκύτητα τῆς «ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή», ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ δῶ, τὴν ζοῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ βρίσκει τὴν πληρότητά της στοὺς οὐρανούς. Καὶ καταλήγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Κύριε πλήρωσον τὴν καρδίαν μου ζωῆς αἰωνίου». Εἶναι ὁ «δριμὺς» πόθος κάθε Ἁγίου, νὰ μὴ λήξει αὐτὴ ἡ ἐμπειρία.

Ἡ τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν

Ὅταν ὁ νέος ρώτησε τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν τρόπο κληρονομιᾶς τῆς αἰωνίου ζωῆς. ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: Ξέρεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: «Μὴ μοιχεύσεις, μὴ φονεύσεις, μὴ κλέψεις, μὴ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Τὸν καθοδηγεῖ δηλαδὴ στὴν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ θυσιάσει τὸ δικό του. Αὐτὸ σημαίνει πὼς στὰ θέματα, ποὺ ἀναφέρονται οἱ θεῖες ἐντολές, ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐντέλλεται ὁ Θεός.

Τὸν καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ θυσιάσει τὴ δική του γνώμη, ποὺ εἶναι τὸ «φρόνημα τῆς σαρκός», ὁ «νόμος τῆς ἁμαρτίας» καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ποὺ ἐντέλλεται ὁ Θεός. Ἡ θυσία τοῦ δικοῦ του θελήματος χάριν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι μιὰ γεύση θανάτου μέσα στὸ ἴδιο το σῶμα του, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή. Εἶναι μιὰ ἄσκηση, ἕνας κόπος, ἕνας πόνος, ποὺ κατευθύνουν τὸν νέο νὰ πάρει μιὰ γεύση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Θὰ ἀρχίσει νὰ γεύεται τὸν μεγάλο θησαυρό, ποὺ θὰ τοῦ πεῖ παρακάτω ὁ Χριστός: «καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῶ».

Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι νεκρὲς προσταγές, ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὲς ὑπάρχει «μυστικῶς» (μυστηριακὰ) ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ ὁποῖος ἀγωνίζεται νὰ δεχθεῖ μέσα του καὶ νὰ ἐφαρμόσει μιὰ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δέχεται τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ζωὴ αἰώνιος. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει ὁ λόγος του: «οἶδα (= γνωρίζω) ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ (του Πατρὸς Τοῦ) ζωὴ αἰώνιός ἐστι» (Ἰω. 12, 50).

Ἀρχίζοντας λοιπὸν ὁ πλούσιος Νεανίσκος, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, νὰ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολές, μὲ τὴ Βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀγάπη καὶ πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸν Θεό, ξεκινᾶ τὴν πορεία τῆς κληρονομιᾶς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Εἶναι δρόμος θυσίας, «σταυροῦ καὶ ταφῆς» τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς φύσης μας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἄντληση ζωῆς ἀπὸ τὴ σχέση ἀγάπης καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ζωὴ αἰώνιος.

Στὴ συνέχεια ὁ νέος ἰσχυρίζεται, πὼς τήρησε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὸ παρελθὸν καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ὑποδείξει, ἂν ὑπάρχει κάποιο κενό, κάποια παράλειψη, ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσέξει.

Ἡ ἄρνηση τοῦ νέου

Ὁ νέος ἀρνήθηκε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ φάνηκαν βαριὰ ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Ἐπιθυμοῦσε «σφόδρα» τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ ἀγαποῦσε «σφόδρα» καὶ τὸν ἐπίγειο πλοῦτο. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχει πολλά, ὁ «ἔρως τῶν χρημάτων γίνεται τυραννικότερος» (Χρυσόστομος.). Ἦταν ὑποδουλωμένος στὸ πάθος τοῦ πλούτου. Καὶ ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, «πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον…», ἤθελε νὰ ἐλέγξει τὴ φιλαργυρία του καὶ νὰ τοῦ ὑποδείξει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος, γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὸν Χριστό, δηλαδὴ στὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διχασμένος. Νὰ ἀντλεῖ ζωὴ ἀπὸ δυὸ πηγές: Ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ αἰωνιότητα καὶ συγχρόνως νὰ ἀναμένει ζωὴ ἀπὸ τὴν προσκόλληση τῆς ψυχῆς στὸν ὑλικὸ κόσμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Ὅταν παραδίδεται στὸν κόσμο, χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Καὶ ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὴ ζωή, πεθαίνει. Ἐνῶ ἂν μένει δοσμένος στὸν Χριστό, ὅσους θανάτους καὶ ἂν τοῦ προξενήσει ὁ κόσμος, δὲν μποροῦν νὰ τοῦ στερήσουν τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ τονίσαμε προηγουμένως πὼς ἡ νέκρωση γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἀγαθά του εἶναι νέκρωση ζωηφόρος.

Ἡ τελικὴ κατάληξη: Ἐγκατέλειψε τὸν Χριστό, γιατί ὑπερίσχυσε ὁ κόσμος. «Ἣν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Μὲ τὴ θέλησή του νέκρωσε τὴν ὄντως ζωή, τὴν αἰώνιο. Ἔγινε αἰχμάλωτός του θανάτου, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Προτιμώντας τὰ πλούτη, προτιμᾶ τὸν θάνατο. Νέκρωσε καὶ τὴν ἀγάπη στοὺς πτωχούς, γιατί δὲ μπόρεσε νὰ ὑπερβεῖ τὴ φιλαυτία του. Ἀρνήθηκε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀρνήθηκε τὴν πρώτη ἐντολή, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη στὸν Θεό, «ἐξ ὅλης της ψυχῆς, τῆς ἰσχύος, τῆς διανοίας…», καθὼς καὶ τὴ δεύτερη, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη στὸν πλησίον.

Ἡ ἁμαρτία ποὺ γίνεται μὲ τὴν πρόθεσή μας, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι προδοσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ παραίτησή μας ἀπὸ τὴ διάπραξη τοῦ ἀγαθοῦ, εἶναι ἄρνησή Του. Ὅταν καταφεύγει ἕνας στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ρωτᾶ γιὰ ἕνα πρόβλημα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ, πρέπει νὰ ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν προθυμία νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ πεῖ. Ὁ νέος δὲν τὸ ἔκανε, γιατί ἦταν ὑποδουλωμένος στὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸν Χριστὸ δὲν τὸν θεωροῦσε Θεό. Τὸν πλησίαζε, ὡς νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος. Τὸν ὀνομάζει «διδάσκαλον ἀγαθόν», ἀλλὰ δὲν τὸν θεωροῦσε Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκάλυψε: Ἀφοῦ δὲν μὲ θεωρεῖς Θεό, γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθόν; Ἀφοῦ ἀγαθὸς εἶναι μόνο ὁ Θεός.

Πηγή: Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο διὰ τῶν σπορίμων», τ. Β΄, ἔκδ. Ι.Μητροπ. Λεμεσού, σ. 145-148, 150-151, Θησαυρὸς γνώσεων καὶ εὐσέβειας