Θα μπορούσε να είχε γραφτεί από έναν σύγχρονο Άντερσεν ή Γκριμ, μόνο που η αληθινή ζωή τα λέει καλύτερα. Η τετράχρονη Σαγκλάνα Σάλτσακ [φωτογραφία] ζούσε με τους παπούδες της σε μια απομακρυσμένη φάρμα στη ρωσική δημοκρατία Τούβα, κοντά στα σύνορα με τη Μογγολία, πέντε μίλια από τον πλησιέστερο γείτονα και δώδεκα από το πιο κοντινό χωριό.
Πριν ένα μήνα ξύπνησε ένα πρωί και είδε ότι η 60χρονη γιαγιά της ήταν ακίνητη. Το είπε στον τυφλό παπού της, και αποφάσισε να περπάτήσει ως το πιο κοντινό σπίτι για βοήθεια. Πήρε μαζί της μόνο ένα κουτί σπίρτα για να μπορεί να ανάψει φωτιά και ξεκίνησε νύχτα ακόμη, με εξωτερική θερμοκρασία μείον 34 βαθμούς. Χρειάστηκε πολλές ώρες για να βαδίσει τα πέντε μίλια μέσα στο χιόνι και κατά μήκος ενός παγωμένου ποταμού.
Ευτυχώς δεν συνάντησε λύκους, οι οποίοι επιτίθενται κατά αγέλες στα ζώα των χωρικών. Παρά λίγο να χάσει το σπίτι των ‘γειτόνων’, αλλά κάποιος από εκεί την είδε και την περιμάζεψε. Όταν πήγαν στο σπίτι της, διαπίστωσαν ότι η γιαγιά της είχε πεθάνει από έμφραγμα. Η Σαγκλάνα είπε στις εφημερίδες ότι δεν φοβήθηκε να διασχίσει μόνη της το δάσος. «Περπάτησα, περπάτησα, και έφτασα», είπε. Ωστόσο είπε ότι κρύωνε και ότι πεινούσε πολύ. Συνήλθε γρήγορα από το κρυολόγημά της και προχθές γιόρτασε τα πέμπτα της γενέθλια. Τα τοπικά μέσα την ανακήρυξαν ηρωίδα, αλλά οι κοινωνικές υπηρεσίες μήνυσαν τη μητέρα της (η οποία βόσκει ζώα σε άλλη απομακρυσμένη περιοχή) για παραμέληση ανηλίκου.
Πέρα από τον θαυμασμό που γεννά μια τέτοια ιστορία, αναρωτιέμαι πόσο εμείς στον καλοβολεμένο κόσμο μας εκτιμούμε αυτά που έχουμε (ακόμη και μέσα στην κρίση) και πόσο σκεφτόμαστε τις συνθήκες διαβίωσης σε άλλα μέρη της γης, όπου ο όρος ‘ευτυχισμένη παιδική ηλικία’ έχει τελείως διαφορετικό νόημα. Λέμε τουλάχιστον ένα «Δόξα τω Θεώ»;
Πηγή: Αντώνης Παπαγιάννης, Ακτίνες