Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Η ισορροπία πειθαρχίας και ελευθερίας στην ζωή του παιδιού



π. Συμεών Κραγιόπουλος

Οι γονείς οφείλουν να οργανώνουν τη ζωή των παιδιών τους κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το παιδί από το ένα μέρος να αισθάνεται ότι είναι ελεύθερο, και από το άλλο να έχει βαθυτάτη συνείδηση ότι δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Όχι μόνο με την έννοια ότι θα το τιμωρήσουν ή θα το φοβίσουν, αλλά με την έννοια ότι δεν τα ξέρει όλα, ότι είναι ενδεχόμενο να κάνει λάθος και ότι υπάρχει εκείνος ο οποίος έχει πολλή πείρα, το αγαπά, θέλει το καλό του και το φροντίζει, το καθοδηγεί, το οδηγεί εκεί που πρέπει να το οδηγήσει.

Από το ένα μέρος λοιπόν, να σεβόμαστε την ελευθερία του παιδιού, και από το άλλο μέρος, να οργανώνουμε τη ζωή του· δηλαδή πότε θα φάει, πότε θα κοιμηθεί, πότε θα ξυπνήσει, πότε θα παίξει, πότε θα διαβάσει. Αυτά δεν μπορούν να γίνονται όποτε θέλει το παιδί· αυτά πρέπει να οργανωθούν. Αλλά να οργανωθούν κατά τέτοιον τρόπο, που να μην παραβιάζεται η ελευθερία του, και επίσης να μην οργανώνονται κατά τρόπο που, σώνει και καλά, να γίνει αυτό που οργανώσαμε εμείς. Να δείχνουν όλα αυτά ότι τελικά εξυπηρετούν το παιδί με μια άνεση, χωρίς να παραβιάζεται η ελευθερία του και η προσωπικότητά του.

Υπάρχουν γονείς οι οποίοι οργανώνουν βέβαια τη ζωή των παιδιών τους, αλλά έτσι, που τα παιδιά τους τυραννούν πάρα πολύ, και τελικά και ανελεύθερα γίνονται και δεν προοδεύουν, δεν προκόβουν.

Έχω υπ᾽ όψιν μου μια μητέρα μορφωμένη, που, η καημένη, τις οίδε τι συμπλέγματα έχει μέσα στο ασυνείδητό της, στο υποσυνείδητό της, και τυραννεί τόσο πολύ τα παιδιά της! Βάζει, ας πούμε, ένα πρόγραμμα: πρέπει οπωσδήποτε να ξυπνήσουν εκείνη την ώρα, πρέπει οπωσδήποτε αμέσως μετά από πέντε λεπτά να πλυθούν, να κάνουν την προσευχή τους, να φάνε, να ετοιμασθούν, να πάνε στο σχολείο, να γυρίσουν, μετά να κάνουν τούτο, να κάνουν εκείνο, το άλλο, το άλλο.

Τέτοια παιδιά πρώτα-πρώτα είναι δυστυχέστατα. Οι ημέρες τους, οι ώρες τους είναι πραγματικά μαρτυρικές, με όλη τη σημασία της λέξεως· περνούν ένα μαρτύριο. Παράλληλα, μέσα στην ψυχή των παιδιών αυτών συσσωρεύεται μια αντίδραση, ένα παράπονο. Να αφήσουμε ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ουσιαστική, καμιά κοινωνία και επικοινωνία με τον πατέρα, με τη μητέρα, με τους κηδεμόνες γενικά. Τα παιδιά αυτά ζουν σε ένα δικό τους κόσμο, και το καθένα από αυτά προσπαθεί να βρει τρόπο να απαλύνει τον πόνο του, να απαλύνει τον καημό του, γιατί ξέρει πια ότι δεν υπάρχει κανείς να το βοηθήσει. Εκείνοι που θα το βοηθούσαν, αυτοί είναι οι τύραννοί του, με την έννοια που είπαμε· πήρα ένα παράδειγμα κάπως υπερβολικό.

Η μητέρα όμως που αγαπά πραγματικά το παιδί, και η οποία, για να φέρω ένα παράδειγμα, έχει πρόγραμμα –και συμφώνησαν τα παιδιά και το εφαρμόζουν– π.χ., να κοιμούνται στις οκτώ η ώρα ή οκτώμισι ή εννιά, εάν ένα βράδυ συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο στο σπίτι, ή, εάν το παιδί έχει μια ευφορία –χωρίς να συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο στο σπίτι– έχει μια διάθεση για περισσότερο παιγνίδι, έχει μια διάθεση να κάνει περισσότερο συντροφιά μαζί τους, η μητέρα αυτή, όταν έλθει η ώρα του ύπνου, δεν θα πει αμέσως στο παιδί: «Είναι οκτώ η ώρα. Κατευθείαν στο κρεβάτι· ούτε λεπτό να μην περιμένεις». Αλλά, χωρίς να παραβιάσει το πρόγραμμά της, θα το αφήσει: «Καλά, παιδί μου. Δεν πειράζει· κάθισε λίγο απόψε». Μπορεί να του αγόρασε ένα καινούργιο βιβλίο ή ένα καινούργιο παιγνίδι ή ένα καινούργιο κουστουμάκι, και το παιδί είναι στις χαρές του, ή μπορεί ο πατέρας να γύρισε αργά από το κατάστημα, από την εργασία του, και το παιδί θέλει να καθίσει λίγο να τον δει. Είναι λοιπόν τελείως αψυχολόγητο και τελείως αντιπαιδαγωγικό να επιμείνει η μητέρα να το βάλει την ορισμένη ώρα να κοιμηθεί, μόνο και μόνο για να εφαρμόσει το πρόγραμμα, μόνο και μόνο τάχα για να μην ξεφύγει το παιδί από το πρόγραμμα.

Το παιδί, αφού μείνει λίγη ώρα να χαρεί μαζί με τους γονείς του, θα καταλάβει ότι είναι καιρός να πάει να κοιμηθεί. Έτσι, το πρόγραμμα δεν παραβιάζεται. Δεν θα μείνει δηλαδή το παιδί εκείνο το βράδυ ως τις έντεκα ή και αργότερα, οπότε θα γίνει μια παραβίαση πραγματική, καί θα βγει το παιδί από τα νερά του.

Εκείνα τα λίγα λεπτά που θα μείνει, θα ζήσει –εδώ είναι όλο το μυστικό– την αγάπη των γονέων του, θα νιώσει την εκτίμησή τους, την εκτίμηση που τρέφουν σ᾽ αυτό ως προσωπικότητα, ως ξεχωριστή οντότητα, ως παιδί τους. Όχι ως παιδί τους το οποίο θα μεγαλώσει και θα γίνει μεγάλος μέσα στην κοινωνία και έτσι θα τιμηθούν και αυτοί, ή το οποίο θα βγάζει πολλά χρήματα, και θα ζήσουν και αυτοί καλά· όχι με αυτή την έννοια. Αλλά ως παιδί τους που το εκτιμούν ως προσωπικότητα και το αγαπούν πραγματικά, όχι για τη δική τους ικανοποίηση, αλλά για την ευτυχία και τη χαρά του παιδιού.

Η αγάπη λοιπόν είναι εκείνη η οποία θα φωτίζει τους γονείς και θα τους υπαγορεύει τι να κάνουν κάθε φορά. Ούτε υποχωρήσεις και παραχαϊδέματα, αλλά ούτε και παρατραβηγμένο το σχοινί.

Πηγή: (Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Συμεών Κραγιοπούλου Γονείς και παιδιά, τόμος Α , σσ. 63-64 καί 66-68.), Κοινωνία Ορθοδοξίας