Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔφθασε σὲ ὑψηλὸ ἀξίωμα ἀλλὰ ὄχι καί στὴν εὐτυχία


Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἀπό τό γράμμα σας σάν νά τρέχουν δάκρυα.

Κοπιάζετε γιά νά ἀποκτήσετε μεγάλο τίτλο.

Μ’ αὐτό νομίζετε πώς θά φθάσετε ἀμέσως καί στήν εὐτυχία.

Καί πολλοί ἄλλοι γύρω σας ἔκαναν τό ἴδιο.

Γι’ αὐτό ἔπρεπε νά παλεύετε, νά παλεύετε, νά σπρώχνετε, νά ἀνησυχεῖτε.

Ὑπολογίζατε ὅτι ἡ εὐτυχία θά ἀρχίσει γιά σᾶς μόλις λάβετε ἐκεῖνον τόν ὑψηλό τίτλο.

Μέχρι τότε θεωρούσατε τόν ἑαυτό σας δυστυχισμένο, σχεδόν ἀνύπαρκτο.

Ἐπιτέλους φθάσατε τό ἐπιθυμούμενο.

Μερικές μέρες αἰσθανόσασταν σάν νά ξαναγεννηθήκατε.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ ἀπογοήτευση.

Βέβαια, ἀπό τήν εὐτυχία ἤσασταν τό ἴδιο μακρυά, ὅπως καί πρίν.

Μόνο πού πιστεύατε ὅτι ἡ εὐτυχία ὑπάρχει κάπου ἐκεῖ – στούς ὑψηλούς τίτλους- ἐνῶ τώρα χάσατε καί αὐτήν τήν
πίστη.

Ὑψωθήκατε μέχρι τά σύννεφα ἀλλά ὄχι καί μέχρι τ’ ἀστέρια.

Τώρα μετανοιώνετε σφοδρά, πού τρέχατε στόν ψεύτικο δρόμο πρός τήν εὐτυχία μιμούμενος σ’ αὐτό πολλούς ἄλλους.

Γι’ αὐτό θέλετε νά ἐπιστρέψετε στήν προηγούμενη χαμηλή σας θέση, ὅπου τό βάρος τῶν εὐθυνῶν εἶναι μικρότερο καί τά κεντριά τῆς ζήλιας πιό ἀδύναμα.

Ἴσως σᾶς χρησιμεύσῃ ἡ ἑξῆς ἱστορία μέ τά ἀσημένια κάλπικα νομίσματα:

«Σ’ ἕνα μεγάλο πάρκο ἑτοίμασαν λαϊκό πανηγύρι.

Ὅμως χωρίς εἰσιτήριο κανέναν δέν ἄφηναν σ’ αὐτό τό γλέντι.

Πολλοί ἤθελαν νά μποῦν, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά πληρώσουν τό εἰσιτήριο.

Τότε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θέλοντας νά δοκιμάσει τά ἀνθρώπινα πάθη πέταξε σέ ἕνα σωρό μαζεμένων παιδιῶν μιά γεμάτη χούφτα νομίσματα.

Αὐτά ἦταν ὅλα ψεύτικα χρυσά νομίσματα, κάλπικα, ἀλλά μεταξύ τους, μόνο ἕνα δηνάριο ἀπό καθαρό ἀσήμι.

Ἔτρεξαν τά παιδιά γιά τά κάλπικα νομίσματα, τσακώθηκαν, χτυπήθηκαν, γρατσουνήθηκαν, ὥσπου τά μάζεψαν ὅλα.

Γιά τό ἀσημένιο δηνάριο κανένας δέν πάλεψε, ἀφοῦ ὁ καθένας τους σκεπτόταν: ὁ χρυσός εἶναι πιό ἀκριβός ἀπό τό ἀσήμι.

Ἐκείνοι πού ἅρπαξαν τά κάλπικα νομίσματα καί τά κρατοῦσαν στά χέρια τους αἰσθανόντουσαν ἀπόλυτα εὐτυχεῖς πρός στιγμή.

Ἀλλά γρήγορα συνέβη σ’ αὐτούς κάτι ἀπροσδόκητο καί πικρό.

Ὅταν πλησίασαν στήν πύλη τοῦ πάρκου καί ζήτησαν τά εἰσιτήρια, ἀποδείχθηκε ὅτι ἔχουν ψεύτικα νομίσματα καί οἱ φύλακες τῆς πόλης τούς πῆγαν φυλακή.

Μόνο ἕνας μεταξύ τους ὑπῆρξε ὁ σοφός, ὁ ὁποῖος βλέποντας τί συμβαίνει μέ τούς φίλους του, βιαστικά πέταξε τό κάλπικο νόμισμα ἀπό τό χέρι καί ἔτρεξε καί πῆρε τό ἀσημένιο δηνάριο.

Μ’ αὐτό τό δηνάριο πλήρωσε τό εἰσιτήριο καί μπῆκε στό πάρκο στό πανηγύρι».

Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς ἱστορίας;

Τό πανηγύρι εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἤ τό Βασίλειο τῆς Ἀθάνατης Εὐτυχίας.

Τά κάλπικα νομίσματα εἶναι οἱ ἐπιθυμίες τῆς σάρκας καί ἡ γήϊνη ματαιότητα καί οἱ αὐταπάτες, πού ἀπομακρύνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τό βασίλειο τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας καί τούς πηγαίνουν στό βασίλειο τοῦ βασάνου καί τοῦ σκοταδιοῦ.

Τό καθαρό ἀσήμι παρουσιάζει τήν ἐσωτερική ἀγαθότητα καί ἀλήθεια τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου.

Τά παιδιά τῆς πλεονεξίας γιά τό ἀπατηλό γυαλιστερό αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ἁμαρτωλοί.

Ἐκεῖνο τό τελευταῖο παιδί, τό ὁποῖο πέταξε τό ψεύτικο χρυσό καί δέχθηκε τό πραγματικό ἀσήμι σημαίνει τόν μετανιωμένο ἁμαρτωλό.


Πηγή: «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»