Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ειρηνεύετε εν εαυτοίς


Η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, η φανέρωση της δόξας του Θεού «εν Χριστώ», σήμανε και την φανέρωση της ειρήνης στον κόσμο. Η επίσκεψη του Σωτήρος Χριστού στο ανθρώπινο γένος απετέλεσε την επίσκεψη του άρχοντα της ειρήνης στον κόσμο σύμφωνα με τον προφήτη Ησαΐα (Ἠσ. 9, 6). «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», που ήταν ο ύμνος των Αγγέλων επί του κοσμοϊστορικού γεγονότος της Θείας ενανθρωπήσεως και φανερώνει, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ότι ο προσδοκώμενος Μεσσίας, «τὴν εἰρήνην ἡμῖν κομίζων οὐρανόθεν ἦλθεν ἐφ᾽ ἡμᾶς»i. Άλλωστε, ο σκοπός και όλο το έργο της Θείας Οικονομίας του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού «ἡ εἰρήνη ἐστί, καί δι᾿ αὐτήν κλίνας οὐρανούς ἐπί τήν γῆν κατῆλθε»ii.


Ο Ιησούς μακάρισε τους εργάτες της ειρήνης. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται», αναφέρει ο έβδομος μακαρισμός (Ματθ. 5,9). Η ειρήνη ήταν και το αποχαιρετιστήριο δώρο Του προς τους μαθητές Του πριν το πάθος. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν»(Ιω. 14,27). Δηλαδή "σας αφήνω ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου την ειρήνη. Σας δίνω όμως ειρήνη, όχι όπως αυτή που δίνει ο κόσμος". Αλλά και όταν ανέστη εκ του τάφου και εμφανίστηκε στους μαθητές Του οι πρώτες Του λέξεις ήταν «Εἰρήνη ὑμῖν»! «Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν». (Ιωαν.20,19). Ευλόγησε τους μαθητές Του με την ευλογία της ειρήνης, διότι η ταραχή τους ήταν πολύ μεγάλη· ο Κύριός τους είχε πεθάνει. Έμοιαζε να έχει θανατωθεί η ίδια η ζωή, το φως και η ελπίδα να έχει σβήσει, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζiii.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει ότι η ειρήνη είναι τόσο πολύτιμο πράγμα, ώστε χρειάστηκε να κατεβεί στη γη ο ίδιος ο Θεός, προκειμένου να την προσφέρει στους ανθρώπους. Και ενώ ο Θεός είναι πλούσιος και Κύριος των πάντων, δεν βρήκε κανένα αντάξιο τίμημά της, και γι' αυτό πρόσφερε το ίδιο του το αίμαiv. Εμείς οι χριστιανοί βιώνουμε αυτό το απολυτρωτικό έργο του Χριστού μέσα στη Θεία Λειτουργία το οποίο είναι το μυστήριο της ειρήνης, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομοv. Η Θεία Λειτουργία η οποία είναι η μυσταγωγία της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, όπως λέγει ο Νικόλαος Καβάσιλας,vi η ανακεφαλαίωση όλου του μυστηρίου της ἐν Χριστῷ οικονομίαςvii, παραπέμπει στὴν ειρήνη σε όλες της μάλιστα τις διαστάσεις. «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» και «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης» είναι από τα πρώτα λόγια του λειτουργού∙ αλλά και μετά τα Εἰρηνικὰ γίνεται λόγος γιὰ την ειρήνη πριν και μετά τὰ βιβλικὰ αναγνώσματα όπου ο ιερέας ειρηνεύει τὸν αναγνώστη και τὸν Διάκονο μὲ τὸ «Εἰρήνη σοι». Ο άγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης θεωρεί ότι αυτή η ειρηναία ευλογία «ἰδιόν ἐστι τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονομία ἡμῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ καταληφθεῖσα»viii. Αλλά και στο κέλευσμα του Ιερέα «πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν,» ο λαός απαντά «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως», δηλαδή, όπως ερμηνεύεται από τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, «προσφέρομεν οὐ μόνον μετ᾽ εἰρήνης ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν εἰρήνην ἀντὶ δώρου καὶ θυσίας ἑτέρας»ix.
Ο Απόστολος Παύλος μάς ομιλεί για την ειρήνη ως τον καρπό του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22-23) και μας προτρέπει: «να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους»(Εβρ. 12,14). Η ειρήνη αποτελεί χάρισμα αλλά και ταυτόχρονα ζητούμενο καθώς ο κάθε πιστός, μέσα από μια αγωνιστική διάθεση, ασκητική εργασία και φύλαξη των εντολών του Θεού, καλείται να βιώνει την ειρήνη στις σχέσεις του προς τον Θεό, προς τους συνανθρώπους του, προς τον κόσμο που τον περιβάλλει αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό του. Η λέξη ειρήνη εικάζεται ότι ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα «εἴρω» που σημαίνει συνδέω, ενώνω. Πράγματι, η έλλειψη συγκρούσεων και αντιθέσεων οδηγεί σε ενότητα και αρμονία σε όλα τα επίπεδα και αναπόφευκτα στην αγάπη. Η ειρήνη είναι γνώρισμα της Θεότητος και ο Θεός ονομάζεται «Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11) από τον Απ. Παύλο. Γι’ αυτό το λόγο και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνδέει το αγαθό της ειρήνης με την Αγία Τριάδα. Ο άνθρωπος, ως κατ’ εικόνα δημιούργημα της Ζωαρχικής Τριάδος καλείται να αντανακλά αυτόν τον ειρηνικό τρόπο ζωής τού πρωτοτύπουx.
Ο Θεός δώρισε την ειρήνη στον άνθρωπο τοποθετώντας τον μέσα στον παράδεισο που εφύτευσε στην Εδέμ (Γεν. 2,8), μέσα σ’ ένα «παλάτι», σ’ ένα «ταμείο κάθε χαράς και ευχαριστήσεως», όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνόςxi. Ο άνθρωπος, όντας μέσα στον παράδεισο, βρισκόταν σε κοινωνία και φιλία με το Θεό, σε αρμονική σχέση με τον συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Ο Θεός έγινε ομόγλωσσος με τον άνθρωπο, τον έκανε ακροατή της Θείας φωνής και τον αξίωσε να γνωρίσει τον πλάστη του, για να επιτευχθεί το καθ’ ομοίωσιν, επισημαίνει ο Μέγας Βασίλειοςxii. Ενώ η δωρεά του κατ’ εικόνα, το λογικό και η ελευθερία δηλαδή, αποτελεί το χάρισμα του Θεού προς τον άνθρωπο, το καθ’ ομοίωσιν αποτελεί τη δυνατότητα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο να φτάσει προς τη θέωση και την τελείωσηxiii. Δυστυχώς, ο άνθρωπος κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του αντί να τελειοποιηθεί, «έγινε παράφρων και δέσμιος του Άδη», δέσμιος της αμαρτίας, «μεθυσμένος από τη θανατηφόρα ηδονή της εωσφορικής αυτοθεώσεως», όπως υπογραμμίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος,xiv. Η αμαρτία επέφερε την διάρρηξη των σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό, τον συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλονxv. Αφ’ ότου οι προπάτορές μας, ο Αδάμ και η Εύα, παρήκουσαν την εντολή του Θεού και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο, «η αμαρτία ηγέρθη ως μεσότοιχον έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου», αναφέρει στην Ιερά Κατήχησή του ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως.
H αμαρτία, η έχθρα με το Θεό δηλαδὴ, ποὺ σὰν φραγμὸς κρατά τὸν άνθρωπο μακριὰ απὸ τὸ Θεόxvi, καταργήθηκε διὰ του Σταυρού. Μέσω του θεανθρώπινου προσώπου του Ιησού πραγματοποιήθηκε η οριστικὴ καταλλαγή μεταξύ Θεού και ανθρώπουxvii. Καταλλαγή σημαίνει συμφιλίωση και ο απ. Παύλος στὴν πρὸς  Εφεσίους επιστολή επισημαίνει ότι ο Χριστός «ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τήν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ, τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασιν καταργήσας, ἵνα τούς δύο κτίσῃ ἐν αὐτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην καί ἀποκαταλλάξη τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῶ. Καί ἐλθών εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακράν καί εἰρήνην τοῖς ἐγγύς∙ ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχομεν τήν προσαγωγήν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνί πνεύματι πρός τόν πατέρα» (Ἐφεσ. 2, 14-18). Ο Χριστός δηλαδή είναι η «εἰρήνη ἡμῶν» ο οποίος καταργεί την έχθρα της αμαρτίας με το Σταυρό Του, αναπλάθει τούς ανθρώπους συμφιλιώνοντάς τους μεταξύ τους και με το Θεό, κομίζοντας την ειρήνη, η οποία τελεσιουργείται εντός της Εκκλησίας «ὡς ἑνί σώματι, ὡς ἑνί πνεύματι».
Ο Χριστός συμφιλιώνει τοὺς ανθρώπους με τὸ Θεό, τους ανακαινίζει, «εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον» καὶ τους δίνει τὴ δυνατότητα να βρίσκονται κοντὰ στο Θεόxviii.  Η διάσταση των δύο κόσμων, του Θείου και του ανθρωπίνου που προκλήθηκε από την αμαρτία και την αποστασία του ανθρώπου προς το Θεό αναιρείται εντός της θεανθρώπινης ύπαρξης του Ιησού. Όντας τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Χριστός φέρει την άκτιστη Θεία φύση και την κτιστή ανθρώπινη φύση και με αυτό τον τρόπο γεφυρώνει την άβυσσο που χωρίζει τον Θεό και τον άνθρωπο και ταυτόχρονα το κτιστό ζωοποιείται μέσα από την ένωση με το Άκτιστο. Εφόσον το έργο του διαβόλου είναι η διαίρεση, η καταστροφή της ενότητας, το κομμάτιασμα, η ταραχή, τότε το έργο της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού (Α΄Κορ.12,27), είναι η καταλλαγή και η ενότητα, η κοινωνία της ζωής και η ειρήνη.
Ο Ιησούς Χριστός φανερώνει τον νέο άνθρωπο που επαναπροσεγγίζει το Θεό (Εφ. 2, 1-18). Είναι ο νέος Αδάμ. Ενώ ο παλαιός Αδάμ διέρρηξε τη σχέση του με το Θεό, ο νέος άνθρωπος είναι ο κατηλλαγμένος με το Θεό (Ρωμ. 5, 10), ειρηνεύει με το συνάνθρωπο αφού οι εγγὺς και οι μακρὰν διὰ της ειρήνης του Χριστού έγιναν ένα (Εφεσ. 2,17). Η πολυδιάστατη ειρήνη εντός των κοινωνικών σχέσεων απορρέει από την ειρήνη με το Θεό και η αγάπη η οποία τελεσιουργείται εντός της ειρήνης έχει κάθετη και οριζόντια διάσταση: Η ἀγάπη προς το Θεό και η αγάπη «πρός τόν πλησίον»xix. Ὁ αμαρτωλὸς που συμφιλιώθηκε μὲ το Θεό δεν μπορεί να Του προσφέρει ευάρεστη λατρεία, αν δεν συμφιλιωθεί πρώτα με τον αδελφό του (Ματθ. 5,23). Η συμφιλίωση με τον πλησίον είναι απαραίτητος όρος για την αποδοχή της θυσίας (Ματθ. 9,13∙ 12,7). Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο περιλαμβάνει και τους διώκτες και τούς εχθρούς (Ματθ. 5,44-48. Λουκ. 6,27-36). Έτσι ο συνδυασμὸς και των δύο, δηλαδή η αγάπη προς τὸ Θεὸ καὶ τον πλησίον, δίνει το μέτρο της τελειότητας∙ αρκεί κατὰ τὸν Ιερὸ Χρυσόστομο η άσκηση της αγάπης νὰ υπάρχει όχι «στό φιλεῖν ἁπλῶς» αλλὰ στὸ «γνησίως φιλεῖν»xx.
Είμαστε ειρηνικοὶ «πρὸς ἀλλήλους», επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς όταν αποδεχόμαστε και συγχωρούμε τον συνάνθρωπό μας αλλά και όταν προσφέρουμε το έλεός μας όπως έπραξε και ο Χριστός, ο οποίος παρείχε το άπειρο έλεός του προς εμάςxxi. Η απαίτηση του Ιησού για αγάπη πρός τούς εχθρούς δέν θεμελιώνεται στήν ανθρώπινη φύση ή σε κάποια σκοπιμότητα, αλλά στήν βαθύτερη οντολογία της υπάρξεώς μας, στή βούληση καί στις ενέργειες του Θεού. Οι περί των εχθρών αντιλήψεις του  Ιησού δέν έχουν σάν αφετηρία οποιεσδήποτε οικουμενιστικές ιδέες ή ανθρωπολογικές απόψεις, αλλά τόν ίδιο τόν Θεό. Η αγάπη πρός τούς εχθρούς δέν είναι ανθρώπινο έργο, αλλά «σημείο» της Θείας παρουσίας της Βασιλείαςxxii. Η φανέρωση της ειρήνης στον κόσμο ουσιαστικά αποτελεί καρπό της φανέρωσης της Βασιλείας του Θεού και η αποδοχή αυτής της νέας ζωής, του νέου τρόπου συμπεριφοράς συνοδεύεται με τη μεταβολή της ζωής του ανθρώπου και των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους. Βασικοί ρυθμιστικοί παράγοντες της νέας συμπεριφοράς είναι η αγάπη και η διακονία, που δεν είναι θεωρητικές αρχές αλλά πράξηxxiii. Είναι αποκαλυπτικός ο λόγος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού: «Χίλιες χιλιάδες καλά να κάμωμεν, αδελφοί μου, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, και το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, ανίσως και δεν έχωμεν αυτές τες δύο αγάπες (προς το Θεό και προς τους αδελφούς μας), αλλά έχωμεν μίσος και έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά, οπού εκάμαμεν, του διαβόλου είναι και εις την κόλασιν πηγαίνομεν...»xxiv.
Στον αντίποδα της ειρήνης ευρίσκεται ο πόλεμος ο οποίος σαν μια θύελλα, όπου κυριαρχούν ανεξέλεγκτες οι δυνάμεις της αποσύνθεσης και της ανασφάλειας καταστρέφει ό,τι ο άνθρωπος δημιουργεί με κόπο μακροχρόνιο. Αυτό το τραγικό βίωμα αποτυπώνεται στους λόγους του μακαριστού Γέροντος Σωφρονίου ο οποίος μέσα από την προσωπική του εμπειρία τονίζει τα εξής: «Ζούσα επί χρόνια σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα αδελφοκτόνου μίσους καταρχάς εξαιτίας του Παγκοσμίου και έπειτα του εμφυλίου. Έκτοτε θα προτιμούσα να ακούω για χιλιάδες θύματα εξαιτίας σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και καταστροφών οι οποίες συνήθως προκαλούν την συμπάθεια όλων παρά για πολέμους, οι οποίοι ανεξαιρέτως παρασύρουν όλους σε ηθική συμμετοχή σε φόνους»xxv. Η ποδοπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οδύνη αθώων, ο ψυχικός και σωματικός βιασμός, η απώλεια αγαπημένων, το ξερίζωμα και η προσφυγιά αποτελούν τις καθημερινές ειδήσεις που έρχονται από τις εστίες πολέμου του πλανήτη μας. «Η γήινη ατμόσφαιρα αποπνέει οσμή αίματος. Όλος ο κόσμος τρέφεται καθημερινά με ειδήσεις για φόνους ή βασανιστήρια των ηττημένων σε αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Τα σκοτεινά νέφη του μίσους καλύπτουν από τα μάτια μας το Ουράνιον Φως. Μόνοι τους οι άνθρωποι δημιουργούν για τον εαυτό τους την κόλασή τους», προσθέτει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιοςxxvi. Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει ότι, τα πάθη των ανθρώπων, η πλεονεξία και η απληστία αποτελούν ισχυρά κίνητρα για τις πολεμικές συγκρούσεις. Αναφέρει σχετικά: «Ως πότε θα είναι παντοδύναμο το χρήμα, η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε θα κυβερνά ο πλούτος, η αιτία των πολέμων, για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη;"xxvii. Τότε και σήμερα τεράστια οικονομικά συμφέροντα βρίσκονται πίσω από τις συρράξεις και συχνά οι πόλεμοι κρίνονται αναγκαίοι από όσους επιθυμούν να ξοδευτεί το πανάκριβο στρατιωτικό υλικό που έχει σωρευτεί σε αποθήκες και να παραγγελθεί άλλο στις πανίσχυρες κατασκευάστριες εταιρείες. Ο Χριστιανός όχι απλώς προτιμά την ειρήνη, αλλά αγωνίζεται ενεργά για την εδραίωσή της. Με τη γέννηση του Χριστού το ανθρώπινο γένος απόκτησε μια νέα προοπτική, την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού. «Τότε» λέει ο προφήτης Ησαΐας, «τα ξίφη τους θα τα σφυρηλατήσουν σε άροτρα και τις λόγχες τους σε δρεπάνια. Ξίφος δε θα σηκώνει το ένα έθνος ενάντια στο άλλο και πια δε θα μαθαίνουν να πολεμούν»"(Ησ. 2, 4). Ο Χριστιανός εμπνέεται από αυτήν την προσδοκία και αγωνίζεται για την πραγματοποίησή της.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επιμένουν ότι η επικράτηση της εξωτερικής ειρήνης είναι απόρροια της εσωτερικής ειρήνης. Αναφέρει ο Γέρο- Σωφρόνιος «Χωρίς την ολοκληρωτική αλλαγή και μεταμόρφωσή μας μέσω της μετάνοιας, δεν θα έλθει η λύτρωση του κόσμου»,xxviii. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα οι εργάτες των εντολών του Θεού αποκτούν την ειρήνη και γίνονται μεταξύ των ανθρώπων πρωτοπόροι ειρήνης και θα καταργήσουν το ανώφελο μίσος και θα πάψουν να πολεμούν μάταια, γιατί γνωρίζουν πόσο πολύτιμο πράγμα είναι η ειρήνηxxix. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι όσο «ταραττόμεθα ἀπὸ τὰ πάθη, ἐν ὅσῳ ἐλεγχόμεθα ἀπὸ τὴν συνείδησίν μας, καὶ ἐν ὅσῳ δὲν ἔχωμεν ἔσω εἰς τὴν καρδίαν μας εἰρήνην καὶ φιλίαν μὲ τὸν Θεόν, ὅλες οἱ εἰρῆνες τοῦ κόσμου εἶναι μάχες καὶ πόλεμοι»xxx. Κατά συνέπεια η χριστιανική ειρήνη διαφοροποιείται από την εγκόσμια ειρήνη που υπόσχονται οι διάφοροι «ειρηνοποιοί» του κόσμου, οι οποίοι νομίζουν ότι με κάποιες θεωρητικές ιδέες περί ειρήνης μέσω κάποιας συναισθηματικής αποφάσεως και συμμορφώσεως προς κάποια γενική ιδέα περί αγάπης και ειρήνης, θα πείσουν τους ανθρώπους να εργαστούν για την ειρήνη. Τίποτε δεν πραγματοποιείται με ρομαντισμούς, με κάποιους αφελείς συναισθηματισμούς. Η ειρήνη που υπόσχεται ο κόσμος είναι περιορισμένη και εύθραυστη. Βρίσκεται “εντευθεν των ορίων” της φθοράς καὶ του θανάτου. Καὶ η διατήρησή της είναι προβληματικὴ και συμβατική. Αντίθετα η ειρήνη του Χριστού είναι απόλυτη και ακατάλυτη. Υπερβαίνει τη φθορά καὶ τὸ θάνατοxxxi. Η εργασία για την επικράτηση της ειρήνης δεν είναι ακτιβισμός αλλά αποτελεί ασκητική εργασία και φύλαξη των εντολών, απαιτεί κόπο και οδύνη, άσκηση και δοκιμασία. Σύμφωνα με τις Διαταγὲς τῶν αγίων Ἀποστόλων «ὁ γὰρ πρὸς ἑαυτὸν μὴ στασιάζων οὐδ’ ἂν πρὸς ἄλλον διαμαχεσθήσεται, ἀλλ’ ἔσται εἰρηνικός, φιλικός, συνάγων τὰ τοῦ Κυρίου καὶ συνεργὸς αὐτοῦ γινόμενος πρὸς τὸ πλεονάσαι αὐτῷ τοὺς σῳζομένους ἐν ὁμονοίᾳ. Οἱ γὰρ ἐπινοοῦντες ἔχθρας καὶ μάχας, ἀντιλογίας καὶ κρίσεις πονηροὶ καὶ τοῦ Θεοῦ ἀλλότριοι τυγχάνουσιν»xxxii.
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας θεωρεί την ειρήνη ως καρπό «ἁπασῶν ἀρετῶν ὁμοῦ καὶ φιλοσοφίας ἁπάσης»xxxiii. Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα και η κατάληξη της πνευματικής ζωής και αυτό διότι ειρήνη εσωτερική σημαίνει καταπολέμηση των παθώνxxxiv. Τα πάθη που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο είναι «τὰ αἴτια τῆς ταραχῆς», όπως υπογραμμίζει ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτηςxxxv. Η υποδούλωση στα πάθη οδηγεί στην αμαρτία και η αμαρτία αποτελεί την πραγματική έχθρα προς το Θεό και το συνάνθρωπο σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο ο οποίος επισημαίνει ότι έχουμε ειρήνη όταν δεν αμαρτάνουμε: «τοῦτο γὰρ ἐστί πόλεμον ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν»xxxvi. Η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής και η καταπολέμηση των δαιμονικών λογισμών αποτελεί την ύψιστη προϋπόθεση του ανθρώπου για την επίτευξη της εσωτερικής ειρήνης. Ο ανθρώπινος νούς δέχεται έναν ανηλεή πόλεμο από το διάβολο. Παίρνοντας αιτία από τα πάθη που υπάρχουν μέσα στην ψυχή οι δαίμονες τον πολεμούν με τους εμπαθείς λογισμούς για να τον αιχμαλωτίσουν και να διαπραχθεί η αμαρτία. Η εξαγόρευση των λογισμών και η εξομολόγηση των παραπτωμάτων στον πνευματικό πατέρα δημιουργεί εκείνες τις αναγκαίες συνθήκες για την επίτευξη της θεραπείας από τα πάθη αλλά και την απόκτηση του χαρίσματος της ειρήνης. Εάν δεν υπάρχει ειλικρινής εξαγόρευση λογισμών και εξομολόγηση των παραπτωμάτων τότε δεν μπορεί να υπάρξει ανακαίνιση του πιστού, καταπολέμηση των παθών και γαλήνευση της ψυχής. Αν δεν μπορέσουμε να φανερώσουμε στον πνευματικό πατέρα έναν λογισμό, έναν φόβο, ή έναν πειρασμό, τότε αυτός αποκτά δύναμη επάνω μας. Δεν πρέπει να αφήνουμε να χρονίζουν οι λογισμοί μέσα μας διότι «όπως η πρόσφατη πληγή θεραπεύεται εύκολα, έτσι, αντιθέτως, τα χρόνια τραύματα της ψυχής δύσκολα θεραπεύονται, όταν βεβαίως θεραπεύονται»xxxvii. Ὁ κυβερνήτης δεν μπορεί μόνος του, χωρίς την συνεργασία των ναυτών, να σώσει το πλοίο, ούτε ο ιατρός μπορεί να θεραπεύσει τον ασθενή, αν προηγουμένως δεν παρακληθεί από αυτόν και αν δεν παρακινηθεί από την πλήρη εμπιστοσύνη του και την φανέρωση του τραύματος. Κατά τον ίδιο τρόπο απαιτείται και από εμάς η συνεργασία. Αν, με τη βοήθεια του Θεού και του πνευματικού μας πατέρα, βγάλουμε τους λογισμούς από το σκοτάδι στο φως, η επιρροή τους αρχίζει να εξασθενεί. Έχοντας εκθέσει τους λογισμούς, είμαστε σε θέση να ασχοληθούμε μαζί τους και μπορεί να αρχίσει η διαδικασία της θεραπείαςxxxviii.
Εάν στη διάνοιά μας δεν ησυχάζουν όλοι οι λογισμοὶ «εἰρήνη οὐκ ἔσται», τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομοςxxxix. Σύμφωνα με τον Ευάγριο τον Ποντικό, «όλοι οι δαιμονικοί λογισμοί εισάγουν στην ψυχή ιδέες των αισθητών πραγμάτων, τις οποίες ο νους, αφού δώσει μορφή τις στριφογυρίζει μέσα του και από αυτό γνωρίζει το δαίμονα που τον πλησίασε. Παραδείγματος χάρη, αν έρθει στο νου μου το πρόσωπο εκείνου που με ζημίωσε ή με έβρισε, τότε είναι φανερό πως ήρθε ο λογισμός της μνησικακίαςxl. Ο νους, ο γεμάτος οργή και μνησικακία, «Θεῷ συνελθεῖν παντελῶς ἀδύνατον, πρῶτον μὲν δι᾽ αὐτὴν τὴν φύσιν τοῦ θορύβου. Καθάπερ γὰρ ἡ εἰρήνη τοὺς πολλοὺς ἕνα δείκνυσι, οὕτως ὁ θόρυβος τὸν ἕνα πολλὰ ποιεῖ»xli.Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η μνησικακία γεννάται από την οργή και το θυμό ο οποίος γεννάται από την έπαρση και την υπερηφάνια. Οργή σημαίνει να διατηρείς συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθυμήσαι δηλαδή το κακό πού σου έγινε. Οργή σημαίνει να επιθυμείς να εκδικηθείς αυτόν που σε παρώξυνεxlii. Οι άγιοι ασκητές μας επιμένουν να τονίζουν ότι ο άνθρωπος καλείται να στρέφει την οργή του εναντίον της αμαρτίας και των δαιμονικών λογισμών και να δείχνει πραότητα προς όλους τους ανθρώπους. «Όποιος νηστεύει από φαγητά και ποτά, ερεθίζει όμως το θυμό με πονηρούς λογισμούς, αυτός είναι όμοιος με πλοίο που ταξιδεύει στο πέλαγος και έχει δαίμονα για πλοίαρχο. Γι' αυτό ας προσέξουμε το σκύλο μας, δηλαδή το θυμό και ας τον διδάξουμε να σκοτώνει μόνο τους λύκους, τους δαίμονες, και όχι να τρώει τα πρόβατα, αλλά να δείχνει πραότητα προς όλους τους ανθρώπους», μας διδάσκουν οι ασκητές μαςxliii.
«Εάν το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται και είναι “ειρήνη ψυχής”, ενώ η οργή “ταραχή καρδίας”, τότε οπωσδήποτε τίποτε άλλο δεν εμποδίζει την παρουσία Του μέσα μας όσο ο θυμός. Σε όσους μετανοούν τίποτε δεν είναι πιο αταίριαστο από την ταραχή του θυμού. Διότι η μετάνοια και η επιστροφή χρειάζονται πολλή ταπείνωση, ενώ ο θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια», επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακοςxliv. Ο άνθρωπος καλείται να κατακτήσει την αοργησία. Η ολοσχερής θεραπεία του πάθους του θυμού μόνο τότε θα ευοδωθεί, εάν το κακό χτυπηθεί στη ρίζα του, που είναι ο επάρατος εγωισμός μας. Η ρήσις του Ψαλμωδού “ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με” (Ψαλ. 114, 6) έχει και εδώ απόλυτα την εφαρμογή της. Όπως το δέντρο, όταν κοπούν οι ρίζες του, αυτομάτως ξεραίνεται, έτσι και ο θυμός ξεραίνεται, όταν κοπεί η ρίζα του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός και αποτελεί κανόνα, ότι οι ταπεινόφρονες ποτέ δε θυμώνουν. Και στη δική μας ψυχή, όταν νεκρωθεί ο πολυκέφαλος εγωισμός και αποκτήσουμε αληθινή ταπείνωση, ουδέποτε θα οργιζόμαστε και θα θυμώνουμε, αλλά παντού και πάντοτε θα διατηρούμαστε πράοι και ειρηνικοί, απαθείς και ατάραχοι. Δεν μπορεί όμως ο αμαρτωλός άνθρωπος χωρίς μετάνοια να προσεγγίσει την ταπείνωση. Η μετάνοια και η ταπείνωση συμπορεύονται και σχεδόν συνταυτίζονται σύμφωνα με τη φράση του ιερού Ψαλμωδού: “πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει” (Ψαλ. 50, 19)xlv.
Η αοργησία όμως δεν μπορεί να είναι μόνο εξωτερική και επιφανειακή αλλά βαθύτατα εσωτερική. Εάν είναι μόνο επιφανειακή, δηλαδή εάν σιωπούν μόνο ο άνθρωποι και δεν εκφράζουν απλώς την οργή τους ενώ ταυτόχρονα κυριαρχούν μέσα τους οι λογισμοί του θυμού, τότε ο άνθρωποι είναι κυριευμένοι από τη μνησικακία διότι «με την σιωπή εναποθήκευσαν μέσα τους την μνησικακία», όπως επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακοςxlvi. Αν και η αοργησία συνιστά ύψιστο στόχο του αγωνιζόμενου πιστού όμως σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη είναι προτιμότερο ένα ξέσπασμα του θυμού από μια επιφανειακή συγκράτηση του θυμού, στην οποία εμφωλεύει το τρομερό πάθος της μνησικακίας, και αυτό διότι το ξέσπασμα του θυμού μπορεί να δώσει αφορμή να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις και να πάψει το μίσος. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Γνωρίζομε πώς είναι πάμπολλα τα τέκνα του θυμού. Και όλα είναι φοβερά. Ένα όμως τέκνο του πού το γεννά χωρίς να το θέλει, αν και νόθο, είναι ωφέλιμο: Είδα ανθρώπους πού άναψαν από την μανία του θυμού και έβγαλαν από μέσα τους σαν έμετο την μακροχρόνιο μνησικακία τους. Έτσι με το ένα πάθος απηλλάγησαν από το άλλο! Και η μακροχρόνια λύπη τους διελύθη! Διότι εκείνος πού τους ελύπησε ή εζήτησε συγχώρηση ή έδωσε τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Αντιθέτως είδα άλλους πού κατά τρόπο απαράδεκτο έδειξαν ότι ήσαν δήθεν μακρόθυμοι. Έτσι με την σιωπή εναποθήκευσαν μέσα τους την μνησικακία. Αυτούς τους ελεεινολόγησα περισσότερο από τους πρώτους, διότι με το μελάνι (της μνησικακίας) έδιωξαν από την ψυχή τους την ειρήνη και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος»xlvii.
Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει με την ψευδαίσθηση ότι η εσωτερική ειρήνη προέρχεται από την επιτυχία στην εργασία, από την επαγγελματική καταξίωση και τη συσσώρευση υλικών αγαθών. Λησμονεί τις έγνοιες που είχε εκείνος ο πλούσιος της παραβολής, ο οποίος, αν και συσσώρευσε πλούτο όμως δεν κατέκτησε την εσωτερική ειρήνη και η μόνιμη ταραχή του ήταν το πώς θα διαχειριστεί όλον εκείνον τον πλούτο που συσσώρευσε (Λουκ.12,13-21). Λησμονεί επίσης ο σύγχρονος άνθρωπος τη ρευστότητα και τη σχετικότητα του παρόντος βίου, ότι άπαντες είμαστε πάροικοι και παρεπίδημοι σε αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω μας όλα τα υλικά αγαθά όταν αναχωρήσουμε από τον παρόντα βίο. Ο Μέγας Αντώνιος παρομοιάζει τον παρόντα κόσμο με ένα πανδοχείο όπου διανυκτερεύουν οι άνθρωποι. Κοινή μοίρα όλων αυτών που διανυκτερεύουν στο πανδοχείο, είτε έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν είτε δεν έχουν, είτε έχουν υλικά αγαθά είτε δεν έχουν, είναι ότι την επόμενη μέρα το πρωί, όλοι ανεξαιρέτως θα φύγουν από αυτό το πανδοχείο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια· άλλοι δεν έχουν κρεβάτι· κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχαλίζουν όπως και εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί-πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από τη ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνο τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους»xlviii.
Ο Μέγας Βασίλειος μάς επισημαίνει ότι εάν απολυτοποιούμε τη σχετικότητα του παρόντος κόσμου, όσο δηλαδὴ δενόμαστε με τὸ εφήμερο, τόσο επηρεαζόμαστε και από τα πράγματα που μας ταράσσουνxlix. Αυτή η ταραχή και η αγωνία εκδηλώθηκε τα τελευταία χρόνια που βιώνουμε το γεγονός της οικονομικής κρίσεως το οποίο ήρθε ως ανεμοστρόβιλος να ταράξει τη ζωή όλων μας με αποτέλεσμα να χάσουμε την εσωτερική ειρήνη και γαλήνη. Και ενώ όλοι οι οικονομικοί αναλυτές επιχειρούν να διαγνώσουν τα αίτια της κρίσης και η πολιτική εξουσία και ο επιχειρηματικός κόσμος υιοθετούν και εφαρμόζουν προτάσεις και αποφάσεις, που είναι συχνά οδυνηρές για την καθημερινότητα των ανθρώπων, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος επισημαίνει ότι «ἡ οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ καὶ δυναστεύει τὴ χώρα μας εἶναι ἡ κορυφὴ τοῦ παγόβουνου. Εἶναι συνέπεια καὶ καρπός μιᾶς ἄλλης κρίσης, τῆς πνευματικῆς»l. Απότοκος λοιπόν της πνευματικής κρίσης είναι η οικονομική κρίση, η πείνα και η εξαθλίωση, από την οποία αν το θελήσουμε, μπορούμε να βγούμε, εάν αλλάξουμε πορεία στη ζωή μας, διορθώνοντας όλοι μας συμπεριφορές, νοοτροπίες και καταστάσεις. Δυστυχώς περιφρονήσαμε στο να φανούμε αλληλέγγυοι στον διπλανό μας, φροντίζοντας μόνο το ατομικό μας συμφέρον. Απωλέσαμε την εσωτερική ειρήνη λόγω της οικονομικής κρίσεως διότι στην αξιολογική κλίμακα της ζωής μας τοποθετήσαμε υψηλά την καλοπέραση και την απόλαυση. Πώς θα αντεπεξέλθουμε σ' όλα αυτά, στις οικονομικές δυσκολίες οι οποίες μας περιτριγυρίζουν «ὥσπερ μέλισσαι κηρίον», όπως ψάλλουμε και στο Μέγα παρακλητικό κανόνα, πώς θα αντιμετωπίσουμε τις έκτακτες και απρόβλεπτες δυσκολίες, πού συχνά παρουσιάζονται στη ζωήli ;
Οι Πατέρες μας επιμένουν να τονίζουν ότι δεν πρέπει η καρδιά μας να είναι προσκολλημένη στα υλικά αγαθά σύμφωνα και με τον λόγο του Κυρίου μας: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»(Ματθ. 6,21). Δεν πρέπει να απολυτοποιούμε τα πρόσκαιρα και να ευφραινόμαστε θηρεύοντας την πολυτέλεια και τον πλούτο. «Δεν θα λείψουν τα κύματα από την θάλασσα. Ούτε από τον φιλάργυρο η οργή και η λύπη. Όποιος εγεύθηκε τα ουράνια, εύκολα καταφρονεί τα επίγεια. Ο άγευστος όμως εκείνων αγάλλεται με τα γήϊνα υπάρχοντά του», μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακοςlii. Ενώ και ο Όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης μας διδάσκει: «Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή»liii. «Όσο πιο λίγη περιουσία έχει κανείς, τόσο ευτυχέστερος είναι. Γιατί δεν φροντίζει για πολλά πράγματα, για υπηρέτες, καλλιεργητές, απόκτηση ζώων», μας διδάσκει ο Μέγας Αντώνιοςliv. Ασφαλώς και τα υλικά αγαθά χρειάζονται αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται αυτοσκοπός αλλά μέσο ικανοποίησης βασικών βιοτικών αναγκών. Δεν πρέπει να τα τοποθετούμε στην κορυφή των αξιών μας όπου πρέπει να βρίσκεται η ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά. Όπως ακριβώς και ο Όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, σύμφωνα με μαρτυρία ευσεβούς προσκυνητού, δεν κρατούσε τίποτα από τα τρόφιμα που του δώριζαν οι προσκυνητές αλλά τα διέθετε στους ανθρώπους που πήγαιναν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευχή του. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε αναθέσει τη φροντίδα του στο Θεό, όπως ακριβώς όλοι οι Άγιοι. Τι είδους οικονομική κρίση μπορούσε να ταράξει την ψυχική ειρήνη του Αββά Μεγέθιου, για τον οποίο λέγει το Γεροντικό τα εξής: «Τόσο ακτήμων ήταν ο Αββάς Μεγέθιος, που όταν έβγαινε από το κελλί του να περπατήσει στην έρημο και του έλεγε ο λογισμός του να πάει να μείνει σʼ άλλον τόπο, έφευγε αμέσως και δεν γύριζε σʼ αυτόν, γιατί δεν είχε τίποτε να πάρει μαζί του. Τη βελόνα, που του χρειαζόταν για το εργόχειρό του, την είχε πάντα στην τσέπη του»lv. Αντίθετα, ο σύγχρονος άνθρωπος που παραδίνεται στη δίνη του καταναλωτισμού χάνει πραγματικά την ειρήνη της ψυχής του. Η εναγώνια προσπάθειά του για την απόκτηση όσο το δυνατό περισσότερων υλικών αγαθών θέτουν εμπόδια στον πνευματικό του αγώνα και τελείωση διότι «εκείνοι που δεν αρκούνται σ' αυτά που χρειάζονται για να ζουν αλλά επιθυμούν περισσότερα, υποδουλώνουν τον εαυτό τους στα πάθη που ταράζουν την ψυχή και της φέρνουν λογισμούς και φαντασίες ότι το να θέλουν λίγα ή πολλά είναι το ίδιο. Και όπως τα ρούχα που είναι μεγαλύτερα από το σώμα εμποδίζουν εκείνους που τρέχουν στο αγώνισμα του δρόμου, έτσι και η επιθυμία του ανθρώπου να έχει περισσότερα από όσα πρέπει, εμποδίζει τις ψυχές και δεν τις αφήνει να αγωνίζονται ή να σωθούν»lvi.
Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την απαίτηση από τους συνανθρώπους μας και το Θεό να γίνονται τα πράγματα όπως θέλουμε εμείς. Η ματαίωση οδηγεί στην ανησυχία, στην οργή, στην εσωτερική ταραχή, στην απελπισία και την απόγνωση. Μας διδάσκει ο άγιος Νείλος ο Ασκητής: «μη θέλεις να γίνουν τα ζητήματά σου, όπως φαίνεται σε σένα σωστό, αλλά όπως αρέσει στο Θεό. Και θα είσαι ατάραχος και ευγνώμων στην προσευχή σου»lvii. Πρέπει να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην πανάγαθη και στοργική πρόνοια του Θεού, έτσι ώστε ή διάνοια και ή καρδιά μας να είναι ελεύθερες από κάθε ανησυχία και αγωνία. «Άφησε στον Κύριο τη μέριμνά σου(Ψαλμ. 54, 23) και Αυτός θα φροντίσει για σένα γιατί Αυτός νοιάζεται για μας(Α΄Πετρ. 5, 7). Αν έχεις ανάγκη από τροφές ή ρούχα, μην ντραπείς να δεχτείς ό,τι οι άλλοι σου προσφέρουν. Το να μη τα δεχτείς είναι είδος υπερηφάνειας. Και αν και εσυ έχεις περισσεύματα, δίνε σ' εκείνον που στερείται. Έτσι θέλει ο Θεός να οικονομούνται τα τέκνα Του, να δίνει ο ένας στον άλλο», μας διδάσκει ο Ευάγριος ο Ποντικόςlviii. Εάν λάβουμε σοβαρά τα παραπάνω τότε θα γαληνεύσουμε, θα ειρηνεύσουμε και δεν θα έχουμε ανάγκη από ψυχολόγους να μας χορηγήσουν κάποιου είδους φάρμακα τα οποία απλά θα μας ναρκώσουν για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε. Τα συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα δεν θα μας ειρηνεύσουν αλλά απλά θα σκεπάσουν «κάτω από το χαλί» τα άγχη μας και τις φοβίες μας μέχρι την επομένη ημέρα που θα αρχίσει πάλι ο πόλεμος με τους λογισμούς μας, το μαρτύριο της εναγώνιας αναζήτησης λύσης σε προβλήματα τα οποία μεγαλοποιεί το άγχος μας και τα φαντάζεται η περιδεής συνείδησή μας. Ας ακούσουμε και ας έχουμε υπόψιν μας τα λόγια του Μεγάλου Αντωνίου ο οποίος μάς προτρέπει τα εξής: «Όταν με ευχαριστία πλαγιάσεις στο στρώμα σου, τότε φέρνοντας μπροστά σου τις ευεργεσίες και την τόση πρόνοια του Θεού, γεμίζεις από καλές σκέψεις και χαίρεσαι περισσότερο και ευφραίνεσαι. Και γίνεται ο ύπνος του σώματος, νηφαλιότητα και αγρυπνία της ψυχής, και το κλείσιμο των ματιών σου, αληθινή όραση του Θεού, και η σιωπή σου, κυοφορώντας το αγαθό, προσφέρει ολόψυχα, με πνευματική αίσθηση, δόξα που ανυψώνεται στο Θεό των όλων. Γιατί όταν λείπει η κακία, η ευχαριστία και μόνη της αρέσει στο Θεό παραπάνω από κάθε πολυτελή θυσία»lix.
«Τεκνία ειρηνεύετε εν εαυτοίς και μη τα υψηλά φρονείτε», ήταν ο σοφός λόγος που μας παραδόθηκε από τον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας και με τον οποίο νουθετούσε τα πνευματικά του παιδιά. Πράγματι, ο άνθρωπος που αναζητεί, επιδιώκει τα «υψηλά», δηλαδή τη δόξα, τα πλούτη, θηρεύει την εσωτερική ταραχή καθώς το κυνήγι για την απόκτηση των εφήμερων αγαθών οδηγεί σε εσωτερική αναστάτωση, σε ψυχολογικά προβλήματα τα οποία ακριβώς εδράζονται επάνω στη βουλιμία του ανθρώπου για διάκριση, δύναμη και υλική ευημερία. Αντίθετα, η ταπείνωση η οποία είναι δώρο του Θεού, όπως μας διδάσκει ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτηςlx, οδηγεί τον άνθρωπο σε ηρεμία λογισμών, εσωτερική ανάπαυση και ειρήνη.

Γράφει ο αρχιμ.Θεόφιλος Λεμοντζής Δρ. Θεολογίας Ιεροκήρυκας της Ι.Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας

Πηγή: Με παρρησία...