Πολλές φορές οι γονείς, ο πατέρας, η μητέρα, δείχνουν υπερβολική αγάπη στα παιδιά τους, αλλά τη δείχνουν κατά έναν τέτοιο τρόπο, και οι εκδηλώσεις τους είναι τέτοιες, που ένα έμπειρο μάτι μπορεί αμέσως να καταλάβει ότι στο βάθος δεν υπάρχει η αγάπη η πραγματική, εκείνη η οποία βγάζει τον άνθρωπο από τον εαυτό του και τον κάνει να δίνεται στον άλλο, αλλά υπάρχει η αγάπη εκείνη που κάνει τον πατέρα και τη μητέρα να χρησιμοποιούν το παιδί τους σαν ένα αντικείμενο, σαν ένα όργανο, για να ικανοποιηθούν οι ίδιοι.
Πάρα πολλοί γονείς, ίσως λόγω του ότι λείπει η αγάπη ή επειδή δεν γνωρίζουν ορισμένα πράγματα, νομίζοντας ότι τα παιδιά τους δεν καταλαβαίνουν, νομίζοντας ότι τα παιδιά τους, επειδή είναι μικρά, δεν ξέρουν ακόμη, δεν δείχνουν σ᾽ αυτά τη στοργή εκείνη που πρέπει να δείξουν. Και όμως, το παιδί από την πρώτη στιγμή που είναι μέσα στην κούνια του, μέσα στο κρεβατάκι, και θα δεχθεί το πρώτο γάλα από τη μητέρα του, ζει τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα του παρέχει το γάλα, μολονότι ακόμη είναι σ᾽ αυτή την κατάσταση και φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνει τίποτε. Ζει το παιδί το χαμόγελο, τη στοργή, την αγάπη γενικά της μητέρας. Και καθώς προστίθεται στο βίωμα αυτό ένα δεύτερο βίωμα, ένα τρίτο, ένα τέταρτο, βοηθιέται το παιδί στην καλή ανάπτυξή του.
Όπως από την άλλη πλευρά, όταν η μητέρα, κατά κάποιον τρόπο, προσπαθεί να βρει ένα μέσο, για να αποφύγει την επαφή και την κοινωνία με το παιδί, το καταλαβαίνει δεν το καταλαβαίνει, κάνει πάρα πολύ κακό στο παιδί –ας φαίνεται ότι δεν ξέρει το παιδί από τέτοια πράγματα– διότι, καθώς το παιδί δεν αισθάνεται τη στοργή των γονέων του και ιδιαίτερα της μητέρας του, δημιουργούνται μέσα του ανάλογα βιώματα.
Κι εμείς ακόμη, οι οποίοι είμαστε άλλοι στα είκοσι, άλλοι στα τριάντα, άλλοι στα σαράντα, άλλοι στα εξήντα, και οι οποίοι πολλά έχουμε μάθει, πολύ έχουμε αγωνισθεί, προσπαθούμε να είμαστε και καλοί χριστιανοί, κι εμείς, εξ όσων τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, δεν αποκλείεται να έχουμε μέχρι σήμερα οδυνηρά και γενικότερα άσχημα βιώματα, τα οποία φέρουμε ακόμη από την εμβρυϊκή μας ηλικία ή αργότερα, από τη νηπιακή μας ηλικία, χωρίς βέβαια να χρωστούμε τίποτε και χωρίς να μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε και σήμερα ακόμη τι ακριβώς έγινε τότε. Ωστόσο, έγινε κάτι.
Σήμερα οι ψυχολόγοι δεν μπορούν ακόμη να ξεδιαλύνουν –υπάρχουν σ᾽ αυτό το σημείο, τρόπον τινά, διάφορες θεωρίες– δεν μπορούν καλά-καλά να ξεκαθαρίσουν τι κληρονομεί ο άνθρωπος. Το παιδί, όταν αρχίζει να μεγαλώνει, παρουσιάζει ορισμένες εκδηλώσεις· αυτές οι εκδηλώσεις του, τα βιώματά του, η όλη συγκρότηση του παιδιού, πού οφείλονται; Στις καταβολές, δηλαδή στην κληρονομικότητα ή είναι επίκτητα;
Βέβαια πολλοί ψυχολόγοι λένε ότι τις πιο πολλές φορές φαίνεται ξεκάθαρα πως είναι κληρονομικά αυτά, πως είναι καταβολές που δόθηκαν από τους γονείς στα παιδιά. Έρχονται όμως άλλοι και λένε: Άραγε είναι καταβολές όλα αυτά; Είναι δηλαδή κληρονομικά; Ή μήπως το παιδί, όταν ακόμη ήταν μέσα εκεί στον θάλαμο της μητέρας, δέχθηκε ανάλογες επιδράσεις και είχε ανάλογα βιώματα; Και προπαντός αφού γεννήθηκε το παιδί, καθώς δεχόταν με τον άλφα η τον βήτα τρόπο τη στοργή της μητέρας και γενικότερα των γονέων και των ιδικών του, μήπως αφομοίωσε ορισμένα πράγματα; Και μάλιστα, μήπως αυτά τα πήρε κατά τέτοιον τρόπο, που να φαίνεται ότι οφείλονται στην κληρονομικότητα, ότι είναι καταβολές; Αυτό βέβαια –εάν η δεύτερη άποψη είναι ορθότερη– σημαίνει ότι τελικά μένει ένα πάρα πολύ μικρό περιθώριο, μια πολύ μικρή πιθανότητα τούτο ή εκείνο να προέρχονται από την κληρονομικότητα. Σημαίνει ακόμη ότι, όπως δύσκολα απαλλασσόμαστε από αυτά που κληρονομούμε, έτσι δύσκολα απαλλασσόμαστε σε όλη μας τη ζωή από τα πιο πολλά από εκείνα που βαρύνουν τον καθένα μας, όταν αυτά τα παίρνουμε στην πρώτη μας εκείνη ηλικία, την πολύ-πολύ μικρή.
Θα πει κανείς: «Τι κάνει ο Χριστός; Τι κάνει η Εκκλησία; Τι κάνει η χάρη του Θεού;» Όταν πιστέψει κανείς στον Χριστό, όταν δείξει πίστη τέτοια, που πολλές φορές αναφέρει το Ευαγγέλιο –«η πίστις σου σέσωκέ σε»[1]– συντελείται μέσα του τέτοια αναδημιουργία και τέτοια αναμόρφωση, που αδίστακτα θα έλεγα ότι όλα αυτά πάνε περίπατο, και ο άνθρωπος γίνεται όντως νέος άνθρωπος. Αλλά το θέμα είναι: Πώς πιστεύει κανείς; Και μήπως εδώ έχει θέση αυτό που λέει το Ευαγγέλιο: «Ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;»[2] Στα χρόνια μας, ανάμεσα στους σημερινούς χριστιανούς, άραγε υπάρχει χριστιανός που να έχει τέτοια πίστη, ώστε να μπορεί να μεταθέτει μέσα του τα βουνά που δημιουργούνται από τη βρεφική και νηπιακή ηλικία στον άνθρωπο;
Ίσως στα χρόνια μας να επικρατεί τέτοια κατάσταση, ώστε να είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά δύσκολο να πιστέψει κανείς κατ᾽ αυτόν τον τρόπο. Το να παραδεχόμαστε τον Θεό και να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο, το να έχουμε μια επαφή, μια σχέση με τον Θεό, με την Εκκλησία, το να προσπαθούμε να κάνουμε ορισμένα πράγματα, το να καταφεύγουμε στις δύσκολες ώρες στον Θεό, αυτά δεν είναι και τόσο δύσκολο να γίνουν. Αλλά το να πιστέψει κανείς κατά τέτοιον τρόπο, που να εξαρτάται απόλυτα από τον Θεό και να μη στηρίζεται σε τίποτε άλλο, αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σπάνιο σήμερα.
Γι᾽ αυτό, όλο και περισσότερο, και τα παλιά βιώματα που υπάρχουν μέσα μας δημιουργούν ανάλογες καταστάσεις, και η παρούσα καθημερινή πραγματικότητα επιδρά τόσο πολύ, ώστε και τους χριστιανούς –αυτούς τους πιστούς χριστιανούς, που τόσο πολύ προσπαθούν και αγωνίζονται να είναι χριστιανοί– τους επηρεάζει έτσι, που τελικά γεμίζουν με πολλών ειδών βιώματα τέτοια, που τους κάνουν άνω κάτω, ώστε να διερωτάται κανείς και για τον εαυτό του και για τους άλλους: «Ζω ως βαπτισμένος χριστιανός; Ζω ως αναγεννημένος χριστιανός; Ζω ως ένας πραγματικά πιστός, ως ένας ο οποίος απεδέχθη το Ευαγγέλιο και ζει κατά το Ευαγγέλιο; Ή μήπως αυτή η πραγματικότητα έχει μια εξωτερική σχέση μαζί μου, και βαθύτερα μέσα μου άλλος κόσμος ζει;»
[1] Λουκ. 7, 50. 8, 48. 17, 19. 18, 42.
[2] Λουκ. 18, 8.
Πηγή: (Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Συμεών Κραγιοπούλου Γονείς και παιδιά, τόμος Α , σσ. 33-36-38 και 40.), Κοινωνία Ορθοδοξίας