Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 15 Μαΐου 2016
Ἀριθμ. Πρωτ. 415
Διεκπ. 237/10-5-2016
ΕΓΚΥΚΛΙΟ Σ 117Η
Πρὸς τοὺς εὐλαβεῖς ἐφημερίους
καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ἀσφαλῶς θὰ ἔχετε πληροφορηθεῖ ὅτι τὴν
Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ γιὰ ἕνα περίπου δεκαήμερο πρόκειται νὰ
συνέλθει στὴν Κρήτη ἡ, ὅπως ὀνομάζεται, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ἡ
Σύνοδος αὐτὴ εἶναι Πανορθόδοξος, μὲ ἄλλα λόγια συμμετέχουν ὅλες οἱ
Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μὲ ἀντιπροσωπεῖες τους ἐξ ἀρχιερέων,
ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς προέδρους τους, δηλαδὴ τοὺς Πατριάρχες καὶ
Ἀρχιεπισκόπους τους. Μερικοὶ τῆς δίνουν χαρακτῆρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
ἂν καὶ γιὰ κάποιους λόγους, ἰδίως τελευταῖα, ἀποφεύγουν νὰ τὴν ὀνομάσουν
ἔτσι. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἴσως τέτοιου μεγέθους στὴ δεύτερη
χιλιετία, δηλαδὴ ἡ μόνη μετὰ τὴν ἀπόσχιση τῆς Ρώμης ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῶν
ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν, ἤτοι ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Ἀντιλαμβάνεται λοιπὸν κανεὶς τὴ βαρύτητά της καὶ τὶς ἐλπίδες καὶ
προσδοκίες ποὺ ἡ σύγκλησή της γεννᾶ.
Ὡς ἐκ τούτου, θεωρῶ μέγιστη ποιμαντικὴ
εὐθύνη μου νὰ ἀπευθυνθῶ σὲ σᾶς, γιὰ νὰ σᾶς ἐνημερώσω γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὴ
σημασία της, διότι ὁ λαὸς κατὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση δὲν εἶναι
ἁπλὸς θεατὴς τῶν τεκταινομένων, ἀλλὰ συμμετέχει μὲ τὴν προσευχή, τὸν
λόγο του ἢ καὶ τὴν ὑγιῆ ἀντίδρασή του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μία τέτοια Σύνοδος συνέρχεται στὸ ὄνομα
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ κυρίως πνευματικό, προκειμένου νὰ ἑνώσει τὸ
σῶμα τῶν πιστῶν, νὰ τοὺς στηρίξει, νὰ δείξει τὸν δρόμο τῆς ἀληθείας, νὰ
θεραπεύσει τὴ σύγχυση καὶ ταυτόχρονα νὰ δώσει τὴ μαρτυρία της στὸν
σύγχρονο κόσμο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀποστολῆς της, δηλαδὴ νὰ φανερώσει
τὴ μία ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ «εἰς πάντα τὰ ἔθνη» κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου
(Ματθ. κη΄ 29). Αὐτὸ ὀφείλει νὰ τὸ κάνει στηριζόμενη στὸ ἱερὸ
Εὐαγγέλιο, ὀρθὰ ἑρμηνευόμενο, στὴν Ἱερὰ Παράδοση τῶν προηγούμενων
Συνόδων, στὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ φυσικὰ σὲ ἀναφορὰ μὲ τὰ
προβλήματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Κατόπιν τούτου, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς
ὅτι τὸ μήνυμα καὶ ὁ λόγος μιᾶς τέτοιας Συνόδου πρέπει νὰ εἶναι ξεκάθαρα,
πολὺ δυνατά, προφητικά, θεόπνευστα. Προσβλέπουμε σὲ αὐτὴν σὰν νὰ
ἀνοίγει τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια συνοδικῆς σιωπῆς,
μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχὴ «σκολιὰ καὶ διεστραμμένη» (Δευτ. λβ΄ 5), γεμάτη
σύγχυση, συμβιβασμούς, ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, ἄρνηση, ἀθεϊστικὴ
μανία, ἀνατροπὲς διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς
ἀνθρώπινης ὀντολογίας, σὲ μία ἐποχὴ παγκόσμιας ἀνασφάλειας, τεχνολογικῆς
παντοδυναμίας, ψηφιακῆς αὐτοφυλάκισης, συντονισμένων ὕβρεων κατὰ τοῦ
Θεοῦ, μαζικῆς καταστροφῆς ἀρχαιότατων πολιτισμῶν, βίαιας μετακίνησης
λαῶν ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους, ἀποκαλυπτικοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν.
Ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι
«φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» (Ψαλμ. κη΄ 3), «φωνὴ καταρρακτῶν»(Ψαλμ. μα΄ 8), νὰ
συγκλονίσει τὸν κόσμο, νὰ ἀναστήσει νεκρωμένες ζωές. Ἂν γιὰ κάτι τέτοιο
δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι, τότε καλύτερα νὰ περιμένουμε, τότε καλύτερα, ἔστω
καὶ τὴν τελευταία στιγμή νὰ ἀναβληθεῖ ἡ Σύνοδος γιὰ ἀργότερα. Τὸ νὰ
φωτογραφηθοῦν στὴν Κρήτη τετρακόσιοι ἐπίσκοποι μαζί, μὲ συμβατικὰ
χαμόγελα, ἔχοντας προηγουμένως ἀνακατέψει τὸ τίποτα, ἢ ἔχοντας ὑπογράψει
κείμενα χωρὶς αἷμα ἀλήθειας καὶ ὕδωρ ζωῆς, χωρὶς τὴ μάχαιρα τοῦ
πνευματικοῦ λόγου, μὲ ἀκατανόητες θεολογικὲς διατυπώσεις στοχαστικοῦ
ὑποβάθρου, μὲ διάθεση συγκάλυψης τῆς ἀλήθειας καὶ ὡραιοποίησης τῆς
πραγματικότητας, ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον θὰ ἀκυρώσουν τὴν οὐσία τῆς Συνόδου,
ἀλλὰ καίρια θὰ πλήξουν τὸ κῦρος τῆς Ὀρθόδοξης μαρτυρίας σήμερα καὶ γιὰ
πάντα.
Ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ γίνει, μόνο ἂν ἔχει
νὰ πεῖ καὶ νὰ δείξει κάτι τόσο δυνατό, ποὺ θὰ ἀναστήσει τὶς ἐλπίδες ὅλων
μας, ποὺ θὰ φωτίσει τὸ σκοτάδι μας, ποὺ θὰ ἀκυρώσει τὶς ὑποψίες τῶν
πολιτικῶν καὶ ἐγωιστικῶν σκοπιμοτήτων τῆς ἐποχῆς μας, ἀκόμη καὶ
ἐκκλησιαστικῶν. Διψᾶμε γιὰ ἀλήθεια, ὅλη ἡ οἰκουμένη, γιὰ ἐλπίδα, γιὰ
φῶς, γιὰ δύναμη, γιὰ ζωή, γιὰ αὐθεντικότητα. Αὐτὰ λείπουν στὶς μέρες
μας. Εἴμαστε κορεσμένοι ἀπὸ ψέμα, συμβιβασμό, μετριότητα, ὑποψιάζουσες
σκοπιμότητες, πεθαμένες θρησκεῖες, ἄνευρη πίστη, θρησκευτικὲς ὑπερβολὲς
χωρὶς περιεχόμενο, ρηχὴ καὶ ἀνόητη ἐπίδειξη, ὑποκριτικοὺς ἐναγκαλισμούς.
Δὲν ἀντέχουμε ἄλλο τὴν ἐκκοσμίκευση, τὸν συγκρητισμό, τὴν ἀσάφεια, τὴ
διγλωσσία, τὴ δημοσιοσχεσίτικη θεολογία, τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ
μυστήριο ἀποκάλυψης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ φανέρωσης τοῦ θελήματός Του
σὲ θρησκειακὸ κατασκεύασμα ἐγκόσμιου προσανατολισμοῦ.
Ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε ἡ Σύνοδος νὰ
δώσει καὶ μαρτυρία ἑνότητος, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι λίγο, ἀλλὰ ὅμως καὶ
λόγο προφητικό. Πράγματι τὸ ὅτι θὰ συναντηθοῦν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες καὶ θὰ διακηρύξουμε ὅτι παρὰ τὶς ποικίλες γλῶσσες καὶ
νοοτροπίες, παρὰ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, παρὰ τὶς
μεταξύ μας παρεξηγήσεις καὶ ἀντιθέσεις, ἴσως διαφορὲς ἢ καὶ
συγκρούσεις, μοιραζόμαστε ὅμως τὴν μία καὶ αὐτὴν πίστη στὴν Τριαδικὴ
θεότητα καὶ στὸν Θεάνθρωπο Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, στὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴν τὴν κοινὴ πίστη διακηρύσσουμε καὶ
ὁμολογοῦμε, αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλο καὶ ἅγιο καὶ καθιστᾶ ἀπὸ μόνο του τὴν
Σύνοδο Μεγάλη καὶ Ἁγία.
Χρειάζεται ὅμως καὶ ὁ λόγος της νὰ εἶναι
θεόπνευστος. Πρέπει νὰ κάνει, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενες Σύνοδοι, τομὴ
στὴν ἱστορία, νὰ προσδώσει τιμὴ καὶ ἀξία στὴν ἐποχή μας ὅσο τίποτε ἄλλο,
νὰ βάλει ἀνεξίτηλη σφραγίδα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ
Θεοῦ σήμερα! Ἀλλιῶς δὲν ἀξίζει. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ σιωπή Του. Δὲν θέλουμε νὰ
ἀκούσουμε τὸν ἀνθρώπινο λόγο τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων οὔτε νὰ μάθουμε πῶς
σκέπτονται οἱ πιὸ ἔξυπνοι καὶ μορφωμένοι ἀπὸ αὐτούς. Θέλουμε νὰ
ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χείλη τῶν ἐπισκόπων μας καὶ πολὺ
περισσότερο ἀπὸ τὴν κραυγὴ τῆς Συνόδου μας. Ἂν οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ
δὲν παρηγορηθοῦμε, δὲν στηριχθοῦμε καὶ δὲν φωτισθοῦμε, ἂν οἱ ἐπερχόμενες
ἐποχὲς δὲν προστρέχουν σὲ αὐτὴν τὴν Σύνοδο ὡς πηγὴ ἀδιάψευστης
ἀλήθειας, τότε ποιὸς ὁ λόγος τῆς συγκλήσεώς της; Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε τετριμμένος οὔτε μισὸς οὔτε λίγος.
Καὶ βέβαια δὲν εἶναι λίγα αὐτὰ ποὺ ἔχει
νὰ πεῖ καὶ ποὺ πρέπει νὰ πεῖ ἡ Σύνοδος. Μιὰ χιλιετία ἐμπνευσμένη ἀπὸ
θεολογικὴ σοφία σὰν αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, μιὰ ἐμπειρία
ἀδιάκοπης συνεχοῦς λατρείας, μάλιστα ἀναλυμένη ἀπὸ θεολόγους Ἁγίους ὅπως
ὁ Νικόλαος Καβάσιλας καὶ ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ὁμολογία
καὶ αἷμα νεομαρτύρων, ποτισμένη ἀπὸ ἱδρῶτες μεγάλων ἀσκητικῶν μορφῶν,
ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ ὁ σύγχρονος ἅγιος Παΐσιος,
σφραγισμένη ἀπὸ σημεῖα καὶ θαύματα ἁγίων, μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, ὅπως ὁ
ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὁ ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριαίμας, οἱ ἅγιοι τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τῶν Βαλκανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ
ὅλης τῆς οἰκουμένης, μιὰ πορεία μέσα στὴ θάλασσα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
ἐντὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἀποτυπωθεῖ ὡς
«καινὸς λόγος» στὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Σήμερα ποὺ ὁ ἄνθρωπος
κατάντησε μία βιολογικὴ μηχανὴ ἢ μία κοινωνικὴ μονάδα ἢ ἐκφυλίσθηκε σὲ
ἐφήμερη ὀντότητα ἢ συσκευὴ ἐλεγχόμενης σκέψης, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ
Ὀρθόδοξη μαρτυρία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διατυπωμένη καὶ ἐμπειρικὰ
τεκμηριωμένη μέσα στοὺς ναούς μας καὶ τὰ μοναστήρια μας, στὰ μυστήρια
καὶ τὴ ζωή μας νὰ μὴν κατατεθεῖ ὡς στεντόρεια πανορθόδοξη κραυγή στὴν
ἐποχή μας; Μᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστοῦμε ὅτι σὲ μιὰ ἐποχὴ ὕπουλου καὶ
ἀπηνοῦς διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, πρωτοφανοῦς πνευματικῆς ἀσφυξίας,
σύγχυσης καὶ «συνοχῆς ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου» (Λουκ.
κα΄ 25), σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἀγωνία τῶν ἐσχάτων, ἡ Μεγάλη καὶ
μοναδικὴ αὐτὴ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων θὰ ἀρκεσθεῖ σὲ δελτία τύπου,
ἀνακοινωθέντα καὶ φωτογραφήσεις, ὅλα γυμνὰ ἀπὸ νόημα καὶ στεγνὰ ἀπὸ
περιεχόμενο.
Ἡ Σύνοδος ὅμως εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀπὸ τοῦ
Σχίσματος καὶ ἐντεῦθεν. Ἡ ἀπόσχιση τῆς Δύσεως ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ
κορμὸ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ἔχει γεννήσει πλάνες, ἑτεροδιδασκαλίες καὶ
αἱρετικὲς δοξασίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἴσως ἡ εὐθύνη τῶν σημεριῶν χριστιανῶν
τῆς Δύσεως νὰ μὴν εἶναι τόση ὅση συχνὰ παρουσιάζεται. Ἡ εὐθύνη ὅμως τῆς
Συνόδου νὰ μᾶς προστατεύσει ἀπὸ κάθε τέτοιο κίνδυνο, ὄχι ἐλέγχοντας
σκληρὰ καὶ ἀνελέητα αὐτοὺς ποὺ ἀνυποψίαστοι κληρονόμησαν τὴν πλάνη, ἀλλὰ
προσδιορίζοντάς την μὲ πόνο, ἀγάπη καὶ θεολογικὴ ἀκρίβεια εἶναι
τεράστια. Ὅπως καὶ ἡ εὐθύνη της νὰ προσκαλεῖ πρωτίστως καὶ ταυτόχρονα
τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ μετάνοια, προκειμένου νὰ ζήσουμε μὲ συνέπεια τὴν
ἀλήθεια ἐμεῖς ποὺ εἴχαμε τὴ μεγάλη εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν
κληρονομήσουμε ἢ νὰ τὴν συναντήσουμε στὸν δρόμο μας, εἶναι ἀπροσμέτρητη.
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἄλλοι, πρέπει νὰ μετανοοῦμε προηγουμένως ἐμεῖς.
Ἂν δὲν ζοῦμε αὐτό, τότε πάσχει ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ὁμολογοῦμε. Καὶ ἂν αὐτὸ
δὲν μᾶς τὸ πεῖ ἡ Σύνοδος, τότε μπορεῖ νὰ εἶναι Μεγάλη, ἀλλὰ δὲν θὰ εναι
Ὀρθόδοξος.
Εἶναι ἆραγε ὁ οἰκουμενισμὸς αἵρεση; Θὰ
μποροῦσε ὑπὸ ὅρους νὰ ἀποτελεῖ εὐλογημένη πρωτοβουλία; Εἶναι ὁ
ἀντιοικουμενισμὸς πάντοτε θεάρεστη ὁμολογία; Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι
μία καὶ ὄχι καθολικὴ καὶ ἁγία, δηλαδὴ νὰ δίνει ἔμφαση στὴν Ὀρθόδοξη
ὁμολογία καὶ ὄχι ἀντίστοιχη ἱεραποστολικὴ μαρτυρία; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι
καθολικὴ χωρὶς νὰ εἶναι μία, δηλαδὴ νὰ ἐπιδιώκει τὴν ἑνότητα τῶν
χριστιανῶν θυσιάζοντας τὴν μοναδικότητά της, μὲ ἄλλα λόγια τὴν
αὐτοσυνειδησία της ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία;
Περιμένουμε ἀπὸ τὴν Σύνοδο αὐτὴ νὰ μᾶς
μιλήσει πειστικὰ γιὰ τὴ μοναδικότητα, τὴν ἁγιότητα, τὴν καθολικότητα καὶ
ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ μία διάλεκτο αὐθεντικοῦ λόγου,
μετανοίας καὶ ἔμπρακτης ἁγιότητος πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, σεβασμοῦ καὶ
ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ὄχι μὲ ὑπερφίαλες θριαμβολογίες ἢ μὲ
γλυκόλογα κούφιων κοσμικῶν ἰσορροπιῶν. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μάθουμε ποιὸ
εἶναι τὸ «πατροπαράδοτον σέβας», ὑπὲρ τοῦ ὁποίου καὶ μυριάκις οἱ
πρόγονοί μας στὴν Κωνσταντινούπολη δήλωναν ὅτι εἶναι διατεθειμένοι νὰ
ἀποθάνουν («Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία• οὐ ψευσόμεθά σοι,
πατροπαράδοτον σέβας•… ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ
κοιμηθησόμεθα• εἰ δὲ καλέσοι καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα»,
Ἰωσὴφ Βρυέννιος)
Ἂν ὁ οἰκουμενισμός μας δὲν εἶναι ἱεραποστολικὸς καὶ προφητικός, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος καὶ ἐκκλησιαστικός.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σᾶς καλῶ ὅλους σὲ
ταπεινὴ ἐπαγρύπνηση, σὲ θερμὴ προσευχή, σὲ ἀγῶνα καὶ μετάνοια, ὥστε νὰ
δώσει ὁ Θεὸς ἡ Σύνοδος αὐτὴ νὰ ἐκφράσει τὴ δική Του φωνή, ὁ λόγος της νὰ
εἶναι πραγματικὰ θεόπνευστος καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ἔτσι στὶς καρδιές μας ἡ
πεποίθηση ὅτι «ζῇ Κύριος» καὶ σήμερα. Τὸ ἔχουμε ὅλοι μας, ὅλος ὁ κόσμος,
τόση ἀνάγκη! Μόνον ἔτσι ἡ Σύνοδος θὰ εἶναι Ἁγία κατ’ ἀκρίβειαν καὶ ὄχι
κατ’ οἰκονομίαν.
Ἂν ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Ἁγία, δὲν θὰ
εἶναι οὔτε Μεγάλη, καὶ ἂν δὲν εἶναι Μεγάλη, τότε μεγάλο θὰ παραμείνει τὸ
ἐρώτημα τῆς συγκλήσεώς της.
Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἀναστάσιμες εὐχές,
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ