Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Ὅποιος ἁμαρτάνει, καταστρέφει τὸν ἑαυτό του


Δυστυχῶς συχνὰ πολλοὶ ἄν­θρωποι θεωροῦν τὴν ἁμαρτία ὡς κάτι ποὺ ἀφορᾶ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὅσο πιὸ χαλαρὴ σχέση ἔχουν μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, τόσο ξεγελοῦν τὶς συνειδήσεις τους ὅτι τάχα ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι ἀδιάφορο γι᾿ αὐτούς, καὶ πὼς οἱ ἴδιοι εἶναι ἐλεύθεροι, χαρούμενοι, εὐτυχισμένοι. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἡ ἁμαρτία κάτι ἀδιάφορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ διαπράττει;

Μᾶς ἀπαντᾶ πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ μιὰ φράση ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος, ὅπου ὁ Θεὸς λέει: «οἱ ἁμαρτάνοντες εἰς ἐμέ, ἀσεβοῦσιν εἰς τὰς ἑαυτῶν ψυχάς». (Παρ. η΄ 36)· ὅποιοι ἁμαρτάνουν σὲ Μένα, οὐσιαστικὰ ἀσεβοῦν στὶς ἴδιες τους τὶς ψυχές. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν προκαλεῖ μόνο τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία Του, ἀλλὰ εἶναι καὶ πνευματικὴ αὐτοκτονία καὶ καταστροφὴ τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ μας. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς τονίζει καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέγον­τας ὅτι ὅποιος ἁμαρτάνει, δὲν ἀσεβεῖ μόνο ἀπέναντι στὸ Θεό, ἀλλά, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει, «πολεμάει αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, τὸν προδίδει» καὶ τὸν καταστρέφει (PG 49, 100).

Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἡ ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα μας εἶναι ἔτσι φτιαγμένα ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ μὴν ἀντέχουν καθετὶ κακό, καθετὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἐκφυλισμὸ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ βέβαια τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ προσβάλει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅπως τὸ σῶμα μας παραλύει ἀπὸ κάποιες ἀσθένειες, ἔτσι παραλύει καὶ ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ὑποφέρει. Καὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ὑποφέρει καὶ τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ παραλυσία ἔχει ἐπιπτώσεις στὴν ψυχοσωματική μας ὑγεία. Διότι, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριαρχήσει στὸ νοῦ μας, δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἠρεμήσει, ἀλλὰ τὸν ἀναστατώνει. Μαστιγώνει καὶ προξενεῖ ἀφόρητους πόνους στὴν ψυχή. Τίποτε ἄλλο δὲν βασανίζει τόσο πολὺ τὴν ψυχή, τίποτε δὲν κάνει τόσο ἀνάπηρο τὸ νοῦ ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία τραυματίζει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουμε μέσα μας, μᾶς καταστρέφει ψυχολογικά, μᾶς καταντᾶ ἄ­βουλους δούλους τοῦ διαβόλου, τοῦ πιὸ φοβεροῦ τυράννου.

Λέει πάλι σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν, ζοῦν μὲ διαρκὴ φόβο· καὶ ὅπως τρέμουν ὅσοι βαδίζουν σὲ ἀσέληνη νύχτα, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν εἶναι κανεὶς κοντά τους νὰ τοὺς φοβίζει, ἔτσι καὶ ὅσοι διαπράττουν τὴν ἁμαρτία εἶναι διαρκῶς φοβισμένοι, ἔστω κι ἂν δὲν ὑπάρχει καν­εὶς ποὺ νὰ τοὺς ἐλέγχει. Κάθε λόγος καὶ πράξη τους συνοδεύονται ἀπὸ φόβο καὶ ἀγωνία. Κοιτάζουν τριγύρω τους τὰ πάντα καὶ φοβοῦνται τὰ πάν­τα» (PG 59, 59).

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐπειδὴ πορεύον­ται μὲς στὸ σκοτάδι, δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὶς συμφορὲς ποὺ ἔρχονται, παρόλο ποὺ αὐτὲς εἶναι δίπλα τους· καὶ ὁδηγοῦνται στοὺς γκρεμούς. «Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ πονοκέφαλο ἢ εἶναι μεθυσμένοι, γυρίζουν ἄσκοπα ἐδῶ κι ἐκεῖ, κι ἂν βρεθεῖ μπροστά τους βάραθρο ἢ γκρεμός, πέφτουν μέσα χωρὶς προφύλαξη, ἔτσι καὶ κεῖνοι ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, σὰν μεθυσμένοι γλιστροῦν στὸ κακό, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν αὐτὸ ποὺ κάνουν» (Ἱερὸς Χρυσόστομος, PG 49, 309).

Ἡ ἁμαρτία λοιπὸν μᾶς καταστρέφει ἀκόμη κι ὅταν δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ἢ δὲν θέλουμε νὰ τὸ παραδεχθοῦμε. Κι ἂν σκεφθεῖ κανεὶς πέρα ἀπὸ τὰ χρονικὰ περιθώρια αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅτι ἡ ἁμαρτία μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀνεπανόρθωτη συμφορά, στὸν αἰώνιο θάνατο, στὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεό, τότε καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ μόνο πραγματικὸ κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ πάθει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸ νὰ μείνει κανεὶς ἔρημος κι ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Γιατὶ ἂν εἶναι μεγάλο κακὸ γιὰ ἕναν τυφλό, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἥλιο, πόσο φοβερὸ κακὸ εἶναι γιὰ τὸν καθένα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ βλέπει αἰωνίως τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ μεταγγίζει ζωὴ καὶ χαρά;

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τονίζει: Ἐὰν εἶναι καλὸ πράγμα ἡ ἁμαρτία, φύλαγέ την μέχρι τέλους. Ἐὰν ὅμως εἶναι βλαβερή, γιατί ἐπιμένεις στὸν ὄλεθρό της; (PG 95, 1161).

Λοιπόν, ἂς ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία ποὺ μᾶς καταστρέφει. Ἂς μάθουμε νὰ σεβόμαστε τὴν ψυχή μας, νὰ ἀγαποῦμε πραγματικὰ τὸν ἑαυτό μας. Γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ εἰρήνη ψυχῆς καὶ χαρὰ καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα.


Πηγή: Ο Σωτήρ