Όλο και πιο έκδηλο γίνεται το φαινόμενο οι άνθρωποι να φτάνουν στην απελπισία.
Να γαντζώνονται πάνω της λες και είναι η μοναδική «λύση».
Νιώθουν σαν καρκίνο την ζωή να τους τρώει την ύπαρξη.
Απελπισία. Απουσία ελπίδας. Απουσία πίστης. Απουσία ζωής.
Πολλές στιγμές στην ζωή μας πονούμε βαθιά. Μεγάλες δοκιμασίες, πολυχρόνιες. Καλούμαστε να τις περάσουμε με υπομονή και καρτερία.
Πόση υπομονή ακόμα; Ρωτούν τα δάκρυα.
Μου στέρεψε η ελπίδα, ομολογεί η σιωπή της παραίτησης.
Και όλες αυτές οι φωνές της απελπισίας, ηχούν στα αυτιά του απελπισμένου λογικές. Όλες αυτές οι φωνές συμβουλεύουν ως διέξοδο ακόμα και τον θάνατο, την αυτοχειρία.
Θυμήσου όμως το πριν και το μετά, άνθρωπε.
Μην ξεχνάς πως ήσουν. Ότι είχες ευτυχία, είχες χαρά στην ζωή σου. Ίσως για λίγο, πάντως είχες. Είχες και την έχασες, όμως όχι για πάντα. Έχασες κάτι το φθαρτό, κάτι το υλικό, ακόμα και κάποιο πρόσωπο που αγάπησες πολύ, γι'αυτό και τώρα κλαις και οδύρεσαι. Τα έχασες όμως δεν έπαψες να ζεις, να αναπνέεις. Υπάρχεις και θα υπάρχεις.
Και αφού θυμήθηκες το πριν, ατένισε τώρα το μετά. Το «αιώνιο μετά» που ξεπετιέται μπροστά σου γεμάτο υποσχέσεις που ο νους σου δεν χωρά. Τότε που όλα θα πάψουν να υφίστανται και το μόνο που θα υπάρχει θα είναι η Αγάπη, μιας και «ο Θεός αγάπη εστί».
Εάν βλέπουμε μόνο σ’αυτήν την ζωή, ίσως είναι δικαιολογημένη η απελπισία μας, όμως ο άνθρωπος θα πρέπει να ξεπερνά αυτή την ζωή, μιας και η ύπαρξή του ξεπερνά την ζωή.
Ο άνθρωπος που δεν βλέπει το τέλος στον θάνατο, ελπίζει. Ελπίζει όχι στην αποκατάσταση αυτής της ζωής, ή στην καλυτέρευση της κατάστασής του· αλλά ελπίζει στο «μετά» του θανάτου. Εκείνη είναι η πηγή της ελπίδος του.
Δεν ελπίζει σε μία επίγεια ανταμοιβή, σε ένα επίγειο και χειροπιαστό θαύμα.
Από την ζωή του απουσιάζει η απελπισία γιατί είναι αιώνιος.
Και τότε ακόμα κι αν πονά πιο πολύ και από πληγή, χαμογελά ως παιδί που βρήκε την αγκαλιά της μάνας του.
Η σκληρή καθημερινότητα γίνεται αγώνας. Όχι αγώνας επιβίωσης, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και ανώτερο. Μια μάχη ενός «νηπίου» που καλείται να νικήσει την ανθρωπινότητά του. Να γίνει άγιο.
Δεν είναι η ζωή μας εύκολη. Σταυρωμένος ο καθένας μας, αναζητά το «τετέλεσται» ελπίζοντας στην ανάσταση.
Ήλιος και βροχή μαζί. Μια ζέστη και μία κρύο. Και κάποιες φορές κάθε μέρα και χειρότερα. Μέχρι να γονατίσεις από το βάρος της ευθύνης ενός σταυρού που νιώθεις ότι δεν σου ανήκει. Ψάχνεις τότε να βρεις ενόχους. Ψάχνεις να βρεις φίλους. Ψάχνεις να βρεις συνοδοιπόρους, συσταυρωτές. Μπορεί να μην βρεις κανέναν. Κανέναν γνωστό, κανέναν που ίσως περίμενες να σου μετριάσει τον πόνο, να σου απαντήσει σ'αυτά τ'απελπισμένα σου "γιατί". Και τότε πονάς ακόμα περισσότερο. Πονάς όχι για τον σταυρό σου, αυτόν τον αποδέχτηκες εν μέρει. Τώρα πονάς για την προδοσία, για το ότι σε ξέχασαν μέσα στην δική τους καθημερινότητα. Τα δικά τους «τριάντα αργύρια» ήταν το βόλεμά τους.
Απελπισία. Από παντού προσπαθεί να σε αγκαλιάσει, να γίνει η θανατηφόρα ερωμένη σου.
Κι όμως, εάν είχαμε έστω και λίγο συναίσθηση για το «μετά», γι’αυτό που μας χαρίζεται, γι’αυτό που ο Θεάνθρωπος μας προσφέρει δεν θα τολμούσαμε να τραγουδήσουμε τα μοιρολόγια της απελπισίας. Δεν τολμούσαμε να χορέψουμε μαζί της στα φθινοπωρινά της βαλς. Δεν θα μπαίναμε στην διαδικασία των «γιατί», «φτάνει πια», «έως πότε»;
Δεν θα εθελοτυφλούσαμε στα σημεία της Θείας Παράκλησης και Βοήθειας.
Το να ψάχνεις διέξοδο είναι φυσιολογικό και δικαιολογημένο. Το να νομίζεις ότι διέξοδος είναι η παραίτηση από την ζωή δεν είναι φυσιολογικό. Ο πόνος το κάνει να φαντάζει έτσι. Ένας πόνος που σίγουρα είναι μεγάλος, όμως και περαστικός και θεραπεύσιμος.
Δεν είναι μαγκιά η παραίτηση. Διότι όπως είπε και ο ποιητής «ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό», αρκεί να κάνεις αυτό το «κάτι», την δοκιμασία σου, μέσο για να γίνεις δυνατός. Να γίνεις δυνατός μέσω της ταπείνωσης, της προσευχής, της μετάνοιας. Και τότε γίνεσαι όντως δυνατός όπως ο απόστολος Παύλος που ομολογεί: «η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται».
Εξευτελίζεσαι, μα ουσιαστικά καθαρίζεσαι. Ταπεινώνεσαι, μα ουσιαστικά υψώνεσαι. Ματώνεις, μα ουσιαστικά γιατρεύεσαι. Σταυρώνεσαι, μα ουσιαστικά αναστένεσαι.
Η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία. Δεν πεθαίνει ποτέ. Απλά δίνει την θέση της στην Αγάπη. Και τότε έχεις πάψει να ελπίζεις. Δεν ελπίζεις, γιατί αγαπάς. Και αγαπώ σημαίνει ζω. Ζω σε σχέση με τον κόσμο και με τον Θεό πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Ζω τώρα, την αιωνιότητα.
Δεν ελπίζω πια σε τίποτα, μιας και όλα που μου δόθηκαν νικήθηκαν, ξεπεράστηκαν από το Κάλλος του Άπειρου, του Αιώνιου, του Θείου.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Πηγή: Με παρρησία...