Κατά Ματθαίον 5:11-12
Συκοφαντία… Μια λέξη που προφέρεται τόσο εύκολα, όσο εύκολα διαπράττεται. Μια λέξη που εμπερικλείει μια αρνητική ενέργεια, μια πράξη κατευθυνόμενη με πλήρη συνείδηση, μεθοδευμένα, στοχευμένα και καταλυτικά.
Από πού, όμως, προέρχεται η συγκεκριμένη λέξη; Οι εκδοχές πολλές. Υποστηρίζεται ότι το χρονικό ιστορικό πλαίσιο του 5 π.Χ. αιώνα, απαγορευόταν αυστηρά, δια νόμου, η εμπορική εξαγωγή σύκων από τη πόλη των Αθηνών.
Μερικοί, ωστόσο, μη σεβόμενοι την απαγόρευση αυτή και επιδιώκοντας αθέμιτο κέρδος, εξεβίαζαν τους εμπόρους να τους δίνουν χρηματικά ποσά, διότι, σε περίπτωση άρνησής τους, θα δήλωναν ψευδώς στις κρατικές αρχές της πόλεως ότι, δήθεν, οι έμποροι αυτοί εξήγαγαν κρυφά εκτός, της πόλης των Αθηνών, σύκα. Από τον εκβιασμό αυτό με το αναίσχυντο ψέμα «της των σύκων φανέρωσης» δημιουργήθηκε η λέξη συκοφαντία και συκοφάντης.
Πέρα από το ζήτημα της επαλήθευσης της απόλυτης ιστορικής αλήθειας της εν λόγω άποψης, για την προέλευση της λέξης, η ίδια η επινόηση της ιστορίας αυτής καταδεικνύει, με τον πιο χαρακτηριστικό και σαφή τρόπο, το ηθικό υπόβαθρο του συκοφάντη, δηλαδή το ηθικό του προφίλ: ο συκοφάντης θεωρείται και αναγνωρίζεται ως ένας κακός, ανέντιμος χαρακτήρας, ψευδοκατήγορος, κακοπράγμων, διαβολέας, δόλιος, αργόσχολος, εκβιαστής, που με πονηριές εκθέτει τους συνανθρώπους του στην κοινωνία, ως δήθεν παραβάτες των πάσης φύσεως πολιτικών και ηθικών νόμων, για να επωφεληθεί ο ίδιος προσωπικά κατά την δική του ερμηνεία και αντίληψη, ως προς την έννοια του οφέλους.
Η διάπραξη της συκοφαντίας είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Κατηγορούμε τον συνάνθρωπό μας για πράξεις που ποτέ δεν τις διέπραξε. Είναι η πιο ειδεχθέστερη και η πιο απαίσια μορφή έκφρασης κακού λόγου. Είναι η επινόηση ψευδών κατηγοριών, από παραμόρφωση και διαστροφή λόγων, γνωμών και πράξεων του πλησίον μας, ώστε να διαδοθούν όλα αυτά σε βάρος του. Είναι ύπουλη εκτέλεση της τιμής και της υπόληψης του συνανθρώπου και μάλιστα τελούμενη εκ προμελέτης. Δεν είναι ένα απλό ψέμα που λέγεται ασυναίσθητα και όταν το συνειδητοποιήσει κανείς, μετανοεί και ενδέχεται να προσπαθήσει να αποκαταστήσει ο ίδιος την αλήθεια. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο με συνέπειες πολύ δύσκολα αναστρέψιμες για το θύμα της πράξης αυτής.
Κατά τον αρχαίο Αθηναίο ρήτορα Λυσία, το έργο των συκοφαντών είναι να εμπλέκουν σε κατηγορίες εκείνους που δεν έχουν πράξει κανένα κακό. «Των συκοφαντών έργον εστί και τους μηδέν ημαρτηκότας εις αιτίαν καθιστάναι».
Η συκοφαντία, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι αδικαιολόγητη αμαρτία, διότι δεν πραγματοποιείται από κάποια σωματική ή πνευματική ανάγκη η παρόρμηση… Για παράδειγμα, όποιος τελέσει μια κλοπή, μπορεί να ισχυρισθεί, ώστε να δικαιολογήσει την πράξη του, ότι προέβη σε αυτήν, για την αντιμετώπιση επιτακτικών αναγκών επιβίωσης….. Δυστυχώς, όμως, στην περίπτωση του συκοφάντη τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά. Ο συκοφάντης, χωρίς καμιά αιτία, ενεργεί καθαρά και μόνο από κακεντρέχεια, φθόνο και τυφλό «συμφέρον». Γι’ αυτό, ακριβώς, η συκοφαντία διαφοροποιείται στον χώρο της Θεολογικής σκέψης από τη διάπραξη άλλων αμαρτιών των οποίων τα κίνητρα μπορεί να προέρχονται από αναβρασμό ψυχής, από έμφυτες παρορμήσεις, από αδυναμία ελέγχου των ενστίκτων, όπως π.χ. της αυτοσυντήρησης και άλλων ψυχολογικών – κοινωνικών ερεθισμάτων, όπως η παρανομία, η αδικία, η περιθωριοποίηση κ.λ.π.
Η συκοφαντία, αντιθέτως, είναι μία εσκεμμένη και μακροχρόνια προμελετημένη ενέργεια, με πλήρη διαύγεια αντίληψης και στόχου, κατά του πολυτιμότερου αγαθού της υπόληψης και της τιμής του προσώπου, με προφορική ή γραπτή διατύπωση ψευδούς καταγγελίας ή κατηγορίας.
Ωστόσο, πόσοι από εμάς έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η διάπραξη της συκοφαντίας είναι στην κυριολεξία μια πανάρχαιη άδικη πράξη, αναγόμενη στην εποχή των πρωτοπλάστων, ακόμα, όταν ο αρχέκακος διάβολος, ο πατέρας του ψεύδους και ο άρχοντας του σκότους, συκοφάντησε τον ίδιο τον Θεό στην Εύα; – (Χ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 127-128).
Η διαχρονικότητα της συκοφαντίας είναι δεδομένη. Διαπράττεται σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ιστορικές συγκυρίες. Υποστηρίζεται, ωστόσο, ότι, ως φαινόμενο, κυρίως, μαστίζει τις κοινωνίες σε εποχές κυριαρχίας του άκρατου υλισμού, της επιδίωξης της κοινωνικής καταξίωσης με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο ή μέσο, της κοινωνικής απομόνωσης και γενικότερα σε συνθήκες απαξίωσης των ηθικών αξιών των οικογενειακών και κοινωνικών δομών, όπως συμβαίνει στη σημερινή εποχή.
Η συκοφαντία, πέραν του χαρακτηριστικού της διαχρονικότητάς της, συνήθως, στρέφεται και κυρίως στοχεύει πρόσωπα που διακρίνονται για τα ηθικά και πνευματικά τους προσόντα και όχι κατά προσώπων χαμηλής πνευματικής και ηθικής στάθμης. Όσοι διακρίνονται στην ικανότητα διαβολής του πλησίον, επιλέγουν, σχεδόν, σε κάθε περίπτωση, να συκοφαντούν μόνο τους δυναμικούς, με πολλά πνευματικά προσόντα, ενάρετους ανθρώπους. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ αναφέρει ότι «Η συκοφαντία είναι αδιάφορη προς τους τιποτένιους». (Ονορέ ντε Μπαλζάκ: 1799 έως 1850 – Γάλλος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ένας εκ των θεμελιωτών του ρεαλισμού στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών), ενώ κατά τον Τζόναθαν Σουίφτ «Η συκοφαντία συνήθως χτυπάει τους άξιους ανθρώπους, όπως τα σκουλήκια ρίχνονται επάνω στα καλύτερα φρούτα». (Τζ. Σουίφτ: 1667 έως 1745 – Ιρλανδός δοκιμιογράφος, σατιρικός, πολιτικός, αρθρογράφος, μυθιστοριογράφος και ποιητής).
Οι συκοφάντες δεν στρέφονται έναντι ανθρώπων που βιώνουν το περιεχόμενο των συκοφαντιών τους, δηλαδή έναντι ατόμων, τα οποία πράγματι τέλεσαν τα όσα τους αποδίδονται, διότι, σε αυτήν την περίπτωση, δεν συνίσταται συκοφαντία, αλλά απλή έκφραση της αλήθειας. Τώρα, εάν σε αυτό το δεδομένο, συσχετίσουμε το γεγονός ότι όσοι πράγματι διαπράττουν άδικες – αήθεις πράξεις, συχνά καυχώνται για αυτές και χαίρονται, όταν διαδίδονται «τα κατορθώματά τους», τότε εκλείπει κάθε λόγος ….συκοφαντίας…. Τους πωρωμένους από την αμαρτία ανθρώπους δεν τους αγγίζει, ούτε τους θίγει καμιά διαβολή και συκοφαντία.
Στον 93ο ψαλμό του προφήτη και Βασιλιά Δαυίδ αναφέρεται: «Κύριε, έως πότε οι αμαρτωλοί καυχήσονται, φθέγξονται και λαλήσουσι αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν;» (Ψαλμ. 93, 3-4). Και όπως αναφέρει ο Π. Τρεμπέλας στην ερμηνευτική απόδοση: «Έως πότε οι αμαρτωλοί Κύριε, έως πότε οι αμαρτωλοί θα καυχώνται δια τα μυσαρά των έργα; Έως πότε θα ανοίγουν απύλωτον το στόμα των και θα λαλούν ασυστόλως και αλαζωνικώς, θα λαλούν παρορμώντες αλλήλους όλοι οι έχοντες έργον να αθετούν τον νόμον σου;».
Ο Μέγας Βασίλειος, αναλύοντας την έννοια της συκοφαντίας, επισημαίνει τα τρία διακριτά της μέρη: τον συκοφάντη, τους διαδίδοντες τη συκοφαντία και το συκοφαντούμενο πρόσωπο. Ο συκοφάντης είναι ο πρωταγωνιστής της σκηνής που σπιλώνει την υπόληψη του συκοφαντούμενου. Ακολούθως, μεσολαβούν οι επιρρεπείς στην κακία, οι επιπόλαιοι τρίτοι, που διαδίδουν τη συκοφαντία, και το θύμα της κακίας αυτών, ο συκοφαντούμενος.
Ο Σωκράτης (470 π.Χ. ή 469 π.Χ. – 399 π.Χ.) ο μέγιστος αυτός Αθηναίος φιλόσοφος, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού, επισημαίνει τα ακόλουθα: «Ο κακόλογος σκοτώνει την τιμή ενός ανθρώπου, ενώ ο φονιάς τη ζωή, αλλά επειδή η τιμή είναι ανώτερη από τη ζωή, η κακολογία είναι σοβαρότερη από τον φόνο, γιατί ο φονιάς σκοτώνει με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του μόνο τους ζωντανούς, ενώ ο κακόλογος με μια κουβέντα του και με μεγάλη ασφάλεια σκοτώνει και ζωντανούς και πεθαμένους».
Ο Αριστοτέλης (384 – 322 π.Χ.) ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και πολυεπιστήμονας, μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας, όταν κάποτε πληροφορήθηκε, από κάποιον, ότι μερικοί τον συκοφαντούσαν, με ήρεμη έκφραση, απάντησε: «Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν» .
*Της Νατάσσας Κοντολέτα
(Κάτοχος τίτλων μεταπτυχιακής ειδίκευσης στην Εκπαίδευση Ενηλίκων, στη Διοίκηση της Εκπαίδευσης, στη Μετάφραση, στη Διοίκηση Προσωπικού και στην Ορθόδοξη Θεολογία και Ζωή)