Εἶναι φοβερά καὶ ἀπελπιστικὰ πολλοί, πάμπολλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐξυμνοῦν (θεοποιοῦν) τὸ «πνεῦμα τῶν καιρῶν», τὸ ἐνθρονίζουν στὴν καθέδρα τῆς διανοίας τους, τὸ προσκυνοῦν ὡς βασιλέα καὶ Θεό τους, τοῦ προσφέρουν θυσίες νομίζοντας ὅτι προσφέρουν ὑπηρεσία στὸν Χριστό. Γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι τὸ Αἰώνιο κριτήριο γιὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ ὁ χρόνος γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Δὲν νιώθουν πῶς ὁ χρόνος δίχως τὴν Αἰωνιότητα εἶναι τὸ πιὸ φρικιαστικὸ μεταφυσικὸ τέρας τὸ ὁποῖο σχεδιάζει κακοποιημένες φιγούρες τῆς ζωῆς παρμένες ἀπὸ τὸ φυσικὸ χῶρο, πλάθει τὴν ὕλη σὰν ἄλλο ζυμάρι καὶ τὴν καταβροχθίζει μὲ λαιμαργία. Καὶ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ὁ περίεργος Χριστός; - Γιὰ τὴν χριστομάχο ὑψηλοφροσύνη δὲν εἶναι παρὰ μία τελειωμένη ἱστορία στὰ μεθυσμένα στόματα τῆς τραγωδίας ποὺ ἔχει μεθύσει τὸν πλανήτη.
Ὁ Χριστός, ἡ ἁπτή του παρουσία, τὸ θελκτικό του πρόσωπο, εἶναι γιὰ μένα ἡ ἀναγκαιότερη τῶν ἀναγκαιοτήτων. Ποθώντας συνεχῶς Ἐκεῖνον, πῶς νὰ μὴν ἀποκάμει ἡ ψυχή μου στὴν προσευχή; Μὰ μήπως μπορῶ νὰ Τόν προσεγγίσω καὶ ἀλλιῶς παρὰ μονάχα μὲ τὴν προσευχή; Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ φιλοσοφήσω, γιὰ νὰ φιλοσοφῶ περὶ Ἐκείνου δίχως προσευχή;