Δυὸ γέροντες ζοῦσαν μαζὶ πολλὰ χρόνια, καὶ ποτὲ δὲν
μάλωσαν.
Εἶπε λοιπὸν κάποτε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
- Ἂς μαλώσουμε κι ἐμεῖς μία φορά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι.
- Μὰ δὲν ξέρω πῶς γίνεται τὸ μάλωμα, ἀπάντησε ὁ ἄλλος.
- Νά, εἶπε ὁ πρῶτος, θὰ βάλω μία μικρὴ πλίθα στὴ μέση,
καὶ θὰ λέω πὼς εἶναι δική μου. Ἐσὺ πάλι θὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ
δική σου. Καὶ ἔτσι θὰ γίνει ἡ ἀρχή.
- Αὐτὴ εἶναι δική μου.
- Ὄχι, εἶπε αὐτός, δική μου εἶναι.
- Ἔ, ἂν εἶναι δική σου, πάρε την καὶ πήγαινε, ἀποκρίθηκε
ὁ πρῶτος.
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ μαλώσουν.