Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Πῶς γίνεται γνωστὸ στὸν ἄνθρωπο τὸ θεῖο θέλημα;


 
Μὲ τὴν ἐπίμονη ἀναζήτησή του καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ δικοῦ μας θελήματος. Τὴν αὐταπάρνηση ἐφάρμοσε καὶ ὁ Κύριός μας μὲ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ πρὸς τὸν Πατέρα. Ὁ Θεὸς δὲν κινεῖται μὲ πάθος ἢ λάθος ἢ ὑστεροβουλία ἢ ἀγνωσία ἢ ἀδυναμία. Ἐπειδὴ «γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν νὰ γίνουν», ἀλάνθαστα ἐκφράζει τὸ θέλημά του, γιὰ τὴ συνοχὴ καὶ ἀσφάλεια τῶν ὄντων, εἴτε μερικά, εἴτε ὁλικὰ κατὰ τὴν παρουσιαζόμενη ἀνάγκη.

Τὰ κτίσματα, κάτω ἀπὸ τὴν ἀτέλεια τοῦ πεπερασμένου καὶ τρεπτοῦ τῆς φύσεώς τους, ἔρχονται σὲ σύγκρουση μὲ τὸ θεῖο θέλημα, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς τὸ τελευταῖο δὲ συμφωνεῖ μὲ τὰ δικά τους συμφέροντα καὶ σκοπούς. Τὰ σύμπαντα, ὡς αἰτιατά, δὲν μποροῦν ἀπὸ μόνα τους νὰ προάγονται πρὸς τὸ καλύτερο, πρὸς τὴν τελειότητα, χωρὶς τὴ συνεκτικὴ δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ.

Αὐτὴ ἡ ἔμπρακτη πρόνοια εἶναι τέλεια κατὰ τὴ φύση της, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν ὑπερτέλειο Θεὸ καὶ τὴν ὀνομάζουμε μὲ ἄλλα λόγια, θεῖο θέλημα. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς φθορᾶς καὶ τῆς τροπῆς στὶς ὁποῖες ὑποταχθήκαμε, τὸ θεῖο θέλημα μεταποιεῖται...
καὶ μετακινεῖται στὸ χῶρο τῆς «οἰκονομίας». Ποτὲ δὲν καταργεῖται, ἀλλὰ μεταβάλλεται -ὅπως εἴπαμε-, χάριν τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας, ἕως ὅτου μᾶς ἐπαναφέρει στὴν ἰσορροπία.

Τὸ «κατ’ εὐδοκίαν» θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ λογική μας φύση, εἶναι τὸ «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν πλήρως τὴν ἀλήθειά του»(A’ Τίμ.2,4). Ἡ ἀνθρώπινη ὅμως ἀδιαφορία ἢ ἀδυναμία ἢ ἀγνωσία προκαλεῖ στὸ θεῖο θέλημα μεταβολή. Αὐτὸ ὁδηγεῖ τοὺς ἀδαεῖς καὶ ὅσους ἔχουν ἄγνοια σὲ κάποια δυσφορία καὶ ἀποθάρρυνση. Μὲ βάση τὸ ἀλάνθαστo τοῦ θείου θελήματος, δὲν ἐπιτρέπεται καμιὰ δυσφορία ἢ γογγυσμὸς ἢ ὀπισθοχώρηση, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ἡ ἀνακάλυψη τοῦ δικοῦ μας σφάλματος καὶ ἡ ὑποταγὴ μὲ πίστη στὴν Πρόνοια. Ἂν «ἰῶτα ἐν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθη» (Ματθ. 5,18 ) καὶ ἂν «οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες μετρημένες» (Ματθ. 10,30), ποιὸ παράπονο ἐπιτρέπεται στὶς φαινομενικὲς ἀνωμαλίες τῆς δικῆς μας ἐλεεινότητας; Ὅπως ὁ Παῦλος περιγράφει, «ἀρχίσατε μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ Πνεύματος. Πῶς τώρα καταλήγετε νὰ ἐμπιστεύεσθε σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις;» (Γαλ. 3,3). Οἱ δικές μας ἀποφάσεις καὶ τὰ σχέδια κινοῦνται μὲ βάση τὶς δικές μας κρίσεις καὶ τὰ συμπεράσματα, γιατί βλέπουμε ὅσο μᾶς ἐπιτρέπει τὸ ὀπτικό μας πεδίο. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ προνοεῖ γιὰ τὴν κτίση του, δὲ θὰ ματαιώσει τὶς ἀποφάσεις του, ἀλλὰ θὰ μεταβάλει τὸν τρόπο τῆς λειτουργίας τῶν στοιχείων, τῶν πραγμάτων, ἀκόμη καὶ τῶν προσώπων, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ συμφερότερο.

Τὸ νὰ ἀνακαλύψουμε ποιὸ εἶναι τὸ θεῖο θέλημα, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸ βαθμὸ τῆς δικῆς μας προσπάθειας γιὰ τὴν ἀναζήτησή του, ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ δικοῦ μας θελήματος, ποὺ εἶναι ἐμπαθές, ἀτελὲς καὶ μεροληπτικὸ καὶ ἀπὸ τὴ συμβουλὴ τῆς Ἐκκλησίας: «Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοὺ ἀναγγείλει, ρώτησε τοὺς γεροντότερούς σου καὶ αὐτοὶ θὰ σοὺ ποῦν» (Δεύτ. 32,7).

Ἡ ὑγιὴς συνείδηση καὶ ἡ ἀπόφαση νὰ τηρήσουμε μὲ ἀκρίβεια ὅ,τι ἀποφασίσαμε καὶ ὑποσχεθήκαμε στὸν Θεό, ἐφόσον τίποτα δὲν ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὸν «ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιὲς καὶ τοὺς νεφροὺς (τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες)» (Ψαλμ. 7,10), μᾶς πληροφορεῖ πολλὲς φορὲς τὸ θεῖο θέλημα, ἀφοῦ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις πλησιάζει τὸ θεῖο ἔλεος. Ἐπίσης ἡ παρουσία καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου φόβου, ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἐλεημοσύνη πολὺ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό, ποὺ δὲν κρύβει τὸ θέλημά του ἀπὸ τοὺς ἐφαρμοστές της ἔμπρακτης ἀγάπης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο.

Εἶναι καλὸ νὰ ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ θέλημά του μὲ αἰσθητὰ σημεῖα, ὅπως κάνουν μερικοί, γιατί ὁ σατανᾶς μπορεῖ, ἐξαιτίας αὐτῆς τὶς ὑπερηφάνειάς μας, νὰ μᾶς πληροφορήσει ψεύτικα καὶ παραπλανητικά.

(Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Συζητήσεις στὸν Ἄθωνα, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινὰ 13, σ. 117-120)