Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ πιστοῦ εἶναι ὅτι ἀγωνίζεται νὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Αὐτὸ ρυθμίζει ὅλες τὶς ἐπιλογές του, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰω. ε´ 30). Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης
νὰ μὴν ἐξομοιώνονται μὲ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι προσκολλημένοι στὰ
γήινα, ἀλλὰ νὰ μεταμορφώνονται ἀποκτώντας νέο τρόπο σκέψεως, νέα φρονήματα· «εἰς
τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον»
(Ρωμ. ιβ´ 2)· ὥστε νὰ διακρίνετε, τοὺς γράφει, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ
ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο καὶ τέλειο. Γράφει «ὥστε νὰ διακρίνετε». Ἄρα δὲν εἶναι εὔκολο
νὰ βρεῖ κανεὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἀποτοξινώνεται ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ
κόσμου, ὅσο καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅσο βαθύτερα μετανοεῖ, τόσο πιὸ καθαρὰ
μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε κατόπιν νὰ τὸ ἐφαρμόσει.
Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος τὸ
χαρακτηρίζει «ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον». Τί σημαίνουν οἱ τρεῖς αὐτοὶ
χαρακτηρισμοί;
Πρῶτα-πρῶτα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀγαθόν». Εἶναι δηλαδὴ καλό, εἶναι τὸ τελείως ἀντίθετο
ἀπὸ τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία. Περιλαμβάνει κάθε ἀρετή. Δὲν περιέχει τίποτε τὸ
κατώτερο. Δὲν ὑποθάλπει τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συμβαίνει σὲ ἀνθρώπινες
θρησκεῖες, π.χ. τὴ λατρεία τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἢ τὰ ἐγκλήματα
φανατικῶν μουσουλμάνων στὸ ὄνομα τοῦ Ἀλλάχ.
Ἐπιπλέον τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀγαθόν», δηλαδὴ καλό, εὐεργετικὸ γιὰ ὅποιον τὸ ἐφαρμόζει. Ἑπομένως, ὅποιος τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς
εἶναι εὐτυχής. Αὐτὸς θὰ ἀνταμειφθεῖ πλουσίως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ σώσει τὴν ψυχή
του.
Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ ὅσιος Δωρόθεος δίνουν καὶ μιὰ ἀκόμη ἑρμηνεία στὴ λέξη «ἀγαθόν». Ἀναφέρονται στοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία
Γραφή: «Ἐγώ… ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά» (Ἡσ. με´ [45] 7). Ἐγὼ εἶμαι ποὺ
δίνω εἰρήνη καὶ ἐπιτρέπω νὰ γίνονται αὐτὰ ποὺ θλίβουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς
λοιπόν, μᾶς διδάσκουν, ἄλλα θέλει «κατ᾿ εὐδοκίαν», κατὰ τὴν ἀγαθή Του θέληση, τὰ
ὁποῖα ὀνομάζουμε ἀγαθά, καὶ εἶναι οἱ ποικίλες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ· καὶ ἄλλα θέλει
«κατὰ παραχώρησιν» – ὅσα δυσάρεστα παραχωρεῖ, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἔρχονται στὴ
ζωή μας.
Κατὰ παραχώρησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ λεγόμενο φυσικὸ
κακό, δηλαδὴ οἱ ἀρρώστιες, οἱ θεομηνίες (σεισμοί, πυρκαγιές, πλημμύρες…). Αὐτά,
ἐπειδὴ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς λυποῦν, ὀνομάζονται κακά, καὶ κατ᾿ ἀρχὴν
δὲν τὰ θέλει ὁ Θεός. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι καλά, διότι μὲ αὐτὰ ὁ Θεὸς ἐργάζεται
τὴ σωτηρία μας, ἐὰν ἐμεῖς τὰ δεχόμαστε μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη – ὅπως ἕνας γιατρὸς
μᾶς εὐεργετεῖ καὶ μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸν θάνατο μὲ ἐπίπονη θεραπεία, μὲ πικρὰ
φάρμακα, χειρουργικὴ ἐπέμβαση, ἀκρωτηριασμό… Γι᾿ αὐτὸ τελικὰ ὁ Θεὸς τὰ θέλει,
γιὰ τὸ καλὸ ποὺ κάνουν, ἂν καὶ οἱ ὑπαίτιοι γι᾿ αὐτὰ εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ὄχι ὁ
Θεός. (Ἡ ἁμαρτία, τὸ ἠθικὸ κακό, δὲν περιλαμβάνεται σ᾿ αὐτά, διότι ὁ Θεὸς δὲν
θέλει τὴν ἁμαρτία οὔτε κατὰ παραχώρησιν, ἀλλὰ τὴν ἀποστρέφεται τελείως. Ἡ ἁμαρτία
προέρχεται ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας ποὺ κάνουν τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ
οἱ ἄνθρωποι).
Ὅταν λοιπὸν μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ ἐφαρμόζουμε
«τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν», ἐννοεῖ τὸ κατ᾿ εὐδοκίαν καὶ ὄχι τὸ κατὰ παραχώρησιν,
σημειώνουν οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες. Π.χ. εἶναι κατὰ παραχώρησιν θέλημα Θεοῦ νὰ
καταστραφεῖ μία πόλη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι, ἂν ἐμεῖς βάλουμε φωτιὰ ἢ πάρουμε ἀξίνες
καὶ τὴν καταστρέψουμε, θὰ εὐαρεστήσουμε στὸ Θεό. Ἢ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ὑποστεῖ
κάποιος μία θλίψη. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ τὸν ταλαιπωροῦμε ἢ νὰ μὴν τὸν
ἐλεήσουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ τοῦ ἔλθει θλίψη. Ἤ – ἂν ἐπιτρέπεται νὰ
προσθέσουμε, στὸ ἴδιο πνεῦμα – δὲν εὐαρεστοῦμε στὸ Θεὸ ὅταν λέμε γιὰ κάποιον:
«Καλὰ νὰ πάθει τέτοιος ποὺ ἦταν. Τὸν τιμώρησε ὁ Θεός». Δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ
θέλουμε αὐτὸ τὸ θέλημά Του οὔτε νὰ τὸ ὑπηρετοῦμε. Ἀλλὰ θέλει νὰ θέλουμε τὸ ἀγαθὸ
θέλημά Του, ποὺ εἶναι «πάντα τὰ κατ᾿ ἐντολὴν γινόμενα», ὅλες οἱ ἐντολές: ἡ ἀγάπη,
ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, πού, ὅταν ὁ Κύριος τοῦ
φανέρωσε τὸ θέλημά Του γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων ἐξαιτίας
τῆς πολλῆς ἁμαρτίας τῶν κατοίκων τους, ἐκεῖνος Τὸν παρακαλοῦσε, ἂν βρεῖ λίγους ἐναρέτους
σ᾿ αὐτὲς τὶς πόλεις, γιὰ χάρη αὐτῶν νὰ μὴν τὶς καταστρέψει. Ἔδειξε ὁ δίκαιος
πολλὴ συμπάθεια σὲ τόσο ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δίκαια θὰ τιμωροῦνταν (βλ. Γεν. ιη´ [18] 16-33).
Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Του τὸ ἀγαθό. Ἀπομένει νὰ δοῦμε τί
σημαίνουν οἱ ἄλλοι δύο χαρακτηρισμοί: τὸ «εὐάρεστον» καὶ τὸ «τέλειον».