[...] Ο Γέροντας Σωφρόνιος
Σαχάρωφ ήταν Ρώσος Ορθόδοξος Ιερομόναχος, που ξεκίνησε τη μοναχική του ζωή στο
Άγιο Όρος, στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και θεωρείται από την
ορθόδοξη παράδοση ως ένας από τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1836
και ήταν τέκνο εννεαμελούς οικογένειας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Σέργιος, και
έδειχνε από μικρός ιδιαίτερη θεολογική κλίση. Αρχικά ασχολήθηκε με τη
ζωγραφική, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό. Όταν
απογοητεύτηκε από τη φιλοσοφία των Ανατολικών θρησκειών, στράφηκε προς τον
Χριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα την Ορθοδοξία. Σε ηλικία 25 ετών μεταβαίνει
στη Γαλλία, προσπαθώντας να βρει εργασία ως ζωγράφος. Όμως αυτό δεν τον γέμιζε
όπως ο ίδιος αργότερα ομολόγησε και έτσι στράφηκε σε ηλικία 29 ετών στη
θεολογία, εισαγόμενος στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι. Όπως έλεγε
ο ίδιος: «Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του
Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως τίποτα δεν μου έδινε χαρά
και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου είχα μέσα μου
κενό και αγωνία. Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω
από το αδιέξοδο, που με συνείχε.»
Με το πέρας των σπουδών
του, έλαβε την απόφαση να μονάσει. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, το 1925. Μετά από τέσσερα χρόνι γνωρίζει τον Άγιο
Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος γίνεται ο πνευματικός καθοδηγητής του. Στη
συνέχεια αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους το 1938, που ασκήτεψε
αυστηρά. Το 1948 έφυγε από το Άγιο Όρος λόγω προβλημάτων υγείας, για να
χειρουργηθεί στη Γαλλία και έτσι εξέδωσε σε βιβλίο τον βίο και τα συγγράμματα
του Αγίου Σιλουανού.
Αργότερα εξέδωσε και άλλα
βιβλία, το «Περί προσευχής», το «Άσκηση και θεωρία» και «Η ζωή Του ζωή μου». Το
1959 ίδρυσε ορθόδοξη χριστιανική αδελφότητα, χτίζοντας παράλληλα μοναστήρι
αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ της Αγγλίας, όπου έμεινε
μέχρι το τέλος της ζωής του.
Θα σταθούμε λίγο στη
γνωριμία του γέροντα με τον Άγιο Σιλουανό, αφού αποτέλεσε ένα σημαντικό σταθμό
στη ζωή του. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1930. Κάθε φορά που έβγαινε να θυμιάσει
τους μοναχούς αισθανόταν δέος και ντροπή, όταν περνούσε μπροστά από τον Άγιο.
Μέχρι τότε όμως δεν έτυχε να συνομιλήσει μαζί του. Λίγο χρόνο μετά τη
χειροτονία του Γέροντος ήλθε να τον επισκεφθεί ο ερημίτης μοναχός π.
Βλαδίμηρος, με τον οποίο συζήτησαν διάφορα πνευματικά θέματα. Κατανυγμένος από
τη συζήτηση και την όλη πνευματική ατμόσφαιρα της συνομιλίας, ο π. Βλαδίμηρος
απευθύνει ξαφνικά στον Γέροντα το ερώτημα: «Πάτερ Σωφρόνιε, πες μου ένα λόγο
για τη σωτηρία της ψυχής μου». Εκείνη τη στιγμή ο Γέροντας, που ετοίμαζε τσάι
για τον π. Βλαδίμηρο, λέει: «Να στέκεσαι στο χείλος της αβύσσου της απογνώσεως
και όταν δεις ότι αρχίζεις να αποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω και πιες ένα
φλιτζάνι τσάι.»
Τότε του έδωσε το τσάι. Ο
λόγος αυτός, και προπαντός η ενέργεια που μετέδωσε, χτύπησε τον ερημίτη, που
αποχώρησε συντετριμμένος, για να συμβουλευθεί τον Άγιο Σιλουανό και να ελέγξει
την αλήθεια και την ασφάλεια της προτροπής. Την επομένη ο Γέροντας συνάντησε
τον Άγ. Σιλουανό και ο Άγιος ρώτησε τον Γέροντα: «Πάτερ Σωφρόνιε, ήλθε σε σένα
χθες ο π. Βλαδίμηρος;»
Και ο Γέροντας αποφεύγοντας
όλα τα ενδιάμεσα στάδια του κοινού διαλόγου, απάντησε: «'Εσφαλλα;» Και ο Άγιος
Σιλουανός με τον ίδιο τρόπο, λέει σε αυτόν: «Όχι, αλλά ο λόγος υπερέβαινε τα
μέτρα και τη δύναμη του αδελφού. Έλα αύριο να συζητήσουμε από κοντά.» Έτσι ο π.
Σωφρόνιος επισκέφθηκε τον Άγιο Σιλουανό, που του διηγήθηκε τη ζωή του. Ιστόρησε
σε αυτόν τα δεκαπέντε χρόνια της πάλης του με τα πνεύματα της πονηρίας.
Εμπιστεύθηκε σε αυτόν τον αποκαλυπτικό λόγο του Χριστού «κράτει τον νουν σου
εις τον άδην και μη απελπίζου», που αποτέλεσε σταθμό στον πνευματικό του αγώνα,
και με τη δύναμη του οποίου διασώθηκε από κάθε δαιμονική προσβολή και
καθαρίσθηκε από τους λογισμούς της υπερηφανείας. Το ιστορικό αυτό γεγονός είχε
καθοριστική σημασία για τη μετέπειτα πνευματική εξέλιξη και θεολογία του.
Ο γέροντας κατακοσμήθηκε με
πολλά και μεγάλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Μεγαλύτερη εντύπωση απ' όλα
δημιουργούσε ο λόγος του Θεού, που άρπαζε με την προσευχή του και κυοφορούσε
ενεργά στην καρδιά του. Προσευχόταν εκτενώς και με ένταση για τους πάσχοντες
και χαιρόταν ακόμη περισσότερο και από το θαύμα, όταν ο λόγος και η προσευχή
του μεταποιούσαν την καρδιά τους. Αγωνιζόταν να μειώσει τον πόνο τους, αλλά
εκδαπανόταν μέχρι τέλους να διακονήσει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο θαύμα
της πρόσκαιρης υπάρξεως: την ένωση του ανθρώπινου είναι με το Πνεύμα του ζώντος
και αιωνίου Θεού. Είχε το χάρισμα της μετάνοιας και γνώριζε επίσης τις
αλλοιώσεις και τα ενεργήματα της νοεράς προσευχής. Αγαπούσε με πάθος τη Θεία
Λειτουργία και βεβαίωνε ότι η ορθή τέλεσή της αφήνει τους ίδιους καρπούς
χάριτος στο επίπεδο της προσευχής, όπως η ησυχαστική προσευχή της ερήμου. Σε
κάθε άνθρωπο που τον προσέγγιζε, μετέδιδε κατάλληλο λόγο, ανάλογα με την
ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του και τις δυνατότητες της φύσεώς του.
Όμοια με τον Διδάσκαλό του,
τον Άγιο Σιλουανό, προσευχόταν στον ελεήμονα Κύριο να γνωρίσουν τον Σωτήρα Θεό
όλοι οι λαοί της γης εν Πνεύματι Αγίω και δοκίμαζε μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη
για την αναγέννηση έστω και ενός ακόμη πιστού. Έλεγε: «Για να είσαι χριστιανός,
πρέπει να είσαι καλλιτέχνης». Όπως οι καλλιτέχνες κατέχονται από το αντικείμενο
της τέχνης τους και τον πόθο να τον εκφράσουν με όσο το δυνατόν πιο τέλειο
τρόπο, έτσι και ο χριστιανός κατέχεται από τον Χριστό και τον πόθο να φθάσει
την ατελεύτητη τελειότητά Του. Όταν αισθάνθηκε το τέλος του να πλησιάζει, είπε:
«Όλα τα έχω πει στον Θεό. Τελείωσα ό,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω.» Ο
Γέροντας αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 11 Ιουλίου 1993 σε ηλικία 97 ετών, αλλά
συνεχίζει να υπηρετεί με τον λόγο του και τις πρεσβείες του το θαύμα που
αγάπησε η ψυχή του: την αναγέννηση των πιστών και την πλούσια είσοδό τους στην
αιώνια Βασιλεία του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού.
Την τρίτη ή την τέταρτη
μέρα μετά τον θάνατο του πατρός Σωφρονίου ήρθε μια οικογένεια με ένα παιδί
δεκατριών χρονών. Είχε όγκο στον εγκέφαλο κι η εγχείρησή του ήταν καθορισμένη
για την επόμενη μέρα. Τότε ένας από τους αγιορείτες μοναχούς είπε σε κάποιον
από τους πατέρες της μονής: «Ξέρεις, γιατί δεν περνάτε το παιδί κάτω από το
φέρετρο του πατρός Σωφρονίου; Θα θεραπευθεί. Χάνουμε τον χρόνο μας διαβάζοντας
προσευχές.» «Να το κάνεις εσύ», του είπε. «Είσα Αγιορείτης μοναχός. Δεν θα πει
κανένας τίποτε.» Πήρε το αγόρι από το χέρι και το πέρασε κάτω από το φέρετρο.
Την επομένη έκαναν εγχείρηση στο παιδί και δεν βρήκαν τίποτε! Έκλεισαν το
κρανίο και είπαν: «Λανθασμένη διάγνωση». Το παιδί μεγάλωσε. Τώρα είναι 27
χρόνων και είναι πολύ καλά.
Δ.Κ.
Πηγή: περιοδικό Καθ' οδόν,
τεύχ. 37, Μάιος-Ιούνιος 2012, έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, σ. 10-11.