Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Πάντοτε χαίρετε...


Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς φυλακῆς ὁ φλογε­ρὸς Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος προτρέπει τοὺς Φιλιππησίους καὶ ὅλους τοὺς πιστούς: «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. δ΄ 4). Χαίρετε πάντοτε τὴ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Κύριο, καὶ πάλι θὰ σᾶς πῶ, χαίρετε.

Παράξενα ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου καὶ μάλιστα σὲ μιὰ δύσκολη ὥρα, πόνου καὶ θλίψεως. Στὴ φυλακὴ καὶ νὰ μιλᾶ γιὰ χαρά; Λησμονεῖ ὁ θεῖος Παῦλος τὶς θλίψεις, τοὺς διω­γμούς, τὶς κακουχίες ποὺ πέρασε στὸ διάβα τῆς ζωῆς του; Πῶς εἶναι δυνατὸν πάντοτε νὰ χαίρεται κάποιος; Μπορεῖ νὰ χαίρεται, ὅταν ὁ κόσμος γύρω του τοῦ δημιουργεῖ δυσκολίες, καταστάσεις, πειρασμούς, πόνους, ἀδικίες ποὺ τραυματίζουν τὴν ψυχὴ καὶ γίνονται ἀφορμὴ νὰ χάνεται ἡ εἰρήνη καὶ γαλήνη της; Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη ἐποχὴ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χαίρεται κανεὶς καὶ πάντοτε; Καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιὰ τὴ χαρὰ ὄχι ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ κόσμος: ἕνα συναίσθημα μόνο, μιὰ στιγμὴ γέλιου καὶ παρόμοιων ἐκδηλώσεων ποὺ διαρκοῦν λίγο καὶ εὔκολα σβήνουν. Μιλᾶ γιὰ τὴν «ἐν Κυρίῳ» χαρά. Τὴ χαρὰ ποὺ ὁ Χριστὸς δίνει σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν κοινωνία, σχέση οὐσιαστικὴ μαζί Του. Τότε οἱ πιστοὶ αἰσθάνονται χαρὰ ἐσωτερική, βαθιά, γέμισμα τῆς ψυχῆς γιὰ ὅσα ζοῦν καὶ γεύονται. Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ προσφέρεται διαρκῶς σ’ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν. Μ’ αὐτὴ μποροῦμε πάντοτε νὰ χαιρόμαστε. Νὰ χαιρόμαστε κοντὰ στὸ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.

«Χαίρετε» εἶναι ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμὸς τοῦ Κυρίου πρὸς τὶς Μυροφόρες μαθήτριες ἀλλὰ καὶ ὁ καρπὸς τῆς ἀναστάσιμης παρουσίας Του στοὺς φοβισμένους Μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. κ΄ 20).

Αὐτὴ τὴ χαρὰ αἰσθάνονταν οἱ Ἀπόστο­λοι, οἱ Μάρτυρες καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Ἀκόμη καὶ μέσα στὰ σκληρότερα μαρτύρια ἔνιωθαν ­ἄρρητη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Χαρὰ μέσα στὰ δεσμωτήρια, χαρὰ ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις, ἀπὸ τοὺς διωγμούς, ἀπ’ τὶς κακολογίες, χαρὰ ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς, τῆς πραγματικῆς καὶ ἀπερίγραπτης χαρᾶς ποὺ ἑτοιμάζει γιὰ τοὺς δικούς Του ὁ Κύριος, ὁ αἴτιος καὶ χορη­γὸς τῆς χαρᾶς.

«Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, πάντοτε χαίρει», θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Εἴτε στενοχωρεῖται, εἴτε πάσχει ὁτιδήποτε, πάντοτε χαίρει. Ἄκουσε τὸν Λουκᾶ ποὺ λέγει γιὰ τοὺς Ἀποστόλους πὼς ἔφυγαν ἀπὸ τὸ συνέδριο μὲ χαρά, γιατὶ ἀξιώθηκαν νὰ μαστιγωθοῦν χάριν τοῦ ὀνόματος Αὐτοῦ (Πράξ. ε΄ 41). Ἂν οἱ μαστιγώσεις καὶ τὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι προκαλοῦν τὴν πιὸ μεγάλη λύπη, προξενοῦν χαρά, ποιὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα θὰ μπορέσει νὰ μᾶς προκαλέσει λύπη;» (ΕΠΕ 22, 31).

Ὅταν ἡ καρδιὰ προσβλέπει πρὸς τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀναγνωρίζει Σωτήρα της καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Του, μόνο τότε μπορεῖ νὰ γεύεται ὄχι σταγόνες χαρᾶς, ἀλλὰ τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς.
Πραγματικά, μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ ἡ χα­ρὰ τοῦ πιστοῦ ποὺ ζεῖ διαρκῶς κάτω ἀ­­­πὸ τὸ ἄγρυπνο μάτι τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁ­­­­ποῖο προσεύχεται καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη Τοῦ ἀναθέτει τὰ θέματα, τὰ προβλήματα – οἰκονομικά, ἐπαγγελματικά, οἰκογενειακά – ποὺ ἀντιμετωπίζει; Τοῦ πιστοῦ ποὺ μὲ ταπείνωση ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του καὶ καθαρίζει τὸ ἐσωτερικό του καὶ κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου; Μπορεῖ νὰ ὑπολογίσει κάποιος τὴ χαρὰ ποὺ δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ ἡ ἤρεμη καὶ γαλήνια συνείδηση;

«Ἡ ἐν Κυρίῳ χαρὰ εἶναι καθῆκον μεγάλης σημασίας ἐν τῇ χριστιανικῇ ζωῇ», σημειώνει ὁ ἀείμνηστος ­Καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, «καὶ διὰ τοῦτο οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν ἀνάγ­κην πάλιν καὶ πάλιν νὰ ὑπενθυμίζεται εἰς αὐτοὺς τοῦτο. Ἐὰν δὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀφωσιωμένοι μαθηταὶ τοῦ Κυρίου δὲν δοκιμάζουν συνεχῆ καὶ ἀδιάπτωτον χαράν, τὸ σφάλμα εἶναι ἰδικόν των»(*).

Εἴμαστε λοιπὸν χαρούμενοι; ­Ἔχουμε διαρκὴ χαρὰ μέσα μας; Μήπως ἀφήνουμε τὰ καθημερινὰ προβλήματα, τὶς δυσκολίες, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτέ, νὰ ἀφαιροῦν τὴ χαρά μας; Μὲ θλίψη διαπιστώνουμε κάποιες φορὲς ὅτι λείπει αὐτὴ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ὁ ἀγώνας μας γίνεται ἀνόρεκτα, κουρασμένα, τυπικά, καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια μας ἡ ζωὴ μᾶς φαίνεται βαρετὴ καὶ ἀνούσια. Ὁ Κύριός μας μᾶς ὑποσχέθηκε πὼς τὴ χαρὰ ποὺ θὰ μᾶς δώσει «οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ἡμῶν» (Ἰω. ις΄ 22). Καν­εὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν κλέψει. Τὴ χάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴ­­διοι, ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς μὲ τὴν ἁμαρτία.

Ἂς ζητήσουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἦταν τοῦ Παύλου ἡ χαρά, νὰ γεμίσει καὶ τὴ δική μας ζωὴ μὲ τὴν ἴδια εὐ­τυχία, καὶ νὰ λαμπρύνει τὰ ­πρόσωπά μας μὲ τὴ δική Του ἀληθινὴ χαρά.

(*) Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόμ. Β΄, Ἀ­­­θῆναι 19793, σελ. 213.

Πηγή: Ο Σωτήρ