Ἀρχ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ὅσο κανεὶς βιώνει τὴ ζωὴ τοῦ
Χριστοῦ, ὅσο ὡριμάζει μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τόσο καὶ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ
Ἀποστολικὸς λόγος εἶναι μία μοναδικὴ πραγματικότητα. Κάποιες φορές, γιὰ ὅσους
δέχονται ἐπιφανειακὰ τὶς ἐξομολογήσεις τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, τὰ λόγια του ἴσως
φαίνονται συναισθηματικὰ ἢ καὶ ποιητικά.
Δὲν εἶναι ὅμως καθόλου ἔτσι, ἐκτὸς κι ἂν μὲ τὸν ὄρο «ποίηση», θεωρήσουμε
ὅ,τι οὐσιαστικότερο μπορεῖ νὰ ἀποτυπώσει ἡ καρδιὰ ποὺ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ. Καὶ ἔτσι, δὲν μιλοῦμε πλέον γιὰ ποίηση καὶ στοχασμό, ἀλλὰ βίωμα καὶ ἐμπειρία
τῆς χάριτος.
Δὲν εἶναι λοιπὸν λόγοι κενοὶ
τὰ ὅσα γράφει πρὸς τοὺς Γαλάτες. Εἶχε
πράγματι νεκρωθεῖ ὡς πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμό, ποὺ ὁ «κύκλος» τοῦ ἔκλεισε ὁριστικά,
καὶ ζοῦσε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του! Ἡ φράση ποὺ ὑπογράφει μὲ τὸ αἷμα
τῆς καρδιᾶς τοῦ «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. Β΄20),
συμπυκνώνει καὶ ἀποτυπώνει, (ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινο), τὴν
λάβα τοῦ θείου ἔρωτα ποὺ ἔκαιγε μέσα στὴν ὕπαρξή του, καὶ ταυτοχρόνως, τὴν ὁλοκληρωτική
του παράδοση στὰ.... ματωμένα χέρια τοῦ Κυρίου Του.
Ἀλλὰ ἡ συγκλονιστικὴ αὐτὴ ὁμολογία, μᾶς κεντᾶ τὴν καρδιά, γιὰ νὰ δοῦμε τί σημαίνει νὰ ζεῖ ὁ Χριστὸς μέσα μας καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ πιστὸς νὰ φτάσει στὴν εὐλογημένη αὐτὴ κατάσταση. Πῶς ὅμως ν' ἀγγίζει κανεὶς τὸ θέμα αὐτό; Πῶς ἀλήθεια θὰ ἀκουστεῖ ὁ Ἀποστολικὸς λόγος καὶ ἡ πατερική του ἑρμηνεία, μέσα στὴν πεζότητα καὶ στὸ τέλμα ποῦ βιώνει ἡ κοινωνία μας; Ἀλλὰ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ κηρυχθεῖ ἡ ἀλήθεια. Ἐπιβάλλεται νὰ κηρύσσεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ πραγματικότητα. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε αὐτὴ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατακαίει τὰ φρύγανα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ ἀγκάθια τῆς ψευτιᾶς. Καὶ ὁπωσδήποτε, ἡ αὐθεντικὴ αὐτὴ ζωὴ θὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὸ ποιὸς εἶναι καὶ γιὰ ποιὸν λόγο ζεῖ καὶ ὑπάρχει...
Τὸ νὰ ζεῖ λοιπὸν μέσα μας ὁ
Χριστός, τοῦτο σημαίνει, νὰ σκεπτόμαστε, νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ ἐνεργοῦμε καὶ νὰ
συμπεριφερόμαστε ὅπως καὶ ὁ Χριστός. Ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας καὶ ἡ βούληση, νὰ
ἔχουν καθαρθεῖ ἢ νὰ καθαίρονται διηνεκῶς, καὶ μέσω τοῦ εὐλογημένου ἀγώνα τῆς
χάριτος, ἡ ὅλη μας ὕπαρξη, μέρα μὲ τὴ μέρα νὰ Χριστοποιεῖται!
Μήπως ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἀκούγεται
ὡς κάτι τὸ ἀόριστο καὶ τὸ ἀφηρημένο; Μήπως «βολεύει» τὸ νὰ εἶναι κάτι ποὺ αἰωρεῖται
καὶ ἀδυνατεῖ κανεὶς νὰ τὸ βιώσει στὴ γῆ; Ὄχι δά. Δὲν εἴμαστε ἄλλωστε οἱ πρῶτοι
ποὺ ξεκινοῦμε τὴ χριστιανικὴ ζωή. Ἑκατομμύρια πιστοί, μέσα στοὺς αἰῶνες βίωσαν
αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐκκεντρήσεως στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ τῆς
μορφώσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά. «Ἄχρις οὐ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ἠμὶν»
(Γαλ. Δ΄19). Καὶ φυσικά, ὁ Ἀποστολικὸς λόγος, δὲν εἶναι μόνο μία ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστη
ἐμπειρία ποὺ μένει κρυφὴ καὶ μυστική, γεμίζοντας τὴν ὅλη ὕπαρξη. Εἶναι ζωὴ καὶ
βίωμα, ἀπὸ τὶς πλέον εὐλογημένες ἐμπειρίες τῆς χάριτος ποὺ ἐπεκτείνεται ἕως καὶ
τὴν τελευταία πτυχὴ τῆς καθημερινότητας. Νὰ τονίσουμε τώρα ὅτι αὐτὸ ὅταν
συμβαίνει, δὲν μπορεῖ νὰ μένει κρυφό; Ὅποιος ζεῖ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, γίνεται
«Χριστοῦ εὐωδία» (Β΄Κορ. β΄15), καὶ ὅλοι παντοῦ τὸν αἰσθάνονται, ὅπως καὶ αὐτὸν
ποὺ φορᾶ ἀρώματα.
Ὁ ἀείμνηστος Ὅσιος Γέροντας
Παίσιος, μέσα ἀπὸ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀφοπλιστική του ἔκφραση, μᾶς μεταφέρει αὐτὴ τὴν
κατάσταση στὸ βίο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου. Ἐκεῖ, μεταξὺ τῶν ἄλλων,
γράφει ὁ ἕνας ἅγιος, γιὰ τὸν ἄλλον: «Ὁ μὲν πατὴρ Ἀρσένιος, ἔκανε συνέχεια
προσπάθεια νὰ κρύβεται. Ἡ δὲ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικοῦσε μέσα του, συνέχεια
τὸν προδιδε καὶ ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς
χαρακτηριστικά: «Ἡ ἀρετὴ βλέπετε, δὲν κρύβεται, ὅσο καὶ νὰ θέλει κανείς, ὅπως ὁ
ἥλιος δὲν κρύβεται μὲ τὸ κόσκινο, διότι ἀπὸ τὶς τρυποῦλες θὰ περάσουν οἱ ἀκτίνες»!
Ἑπομένως, ὁ λόγος περὶ τῆς
«ζωῆς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ἄρα ὁ καθημερινὸς ἀγώνας καὶ τὸ βίωμα τῆς χάριτος, ἀναλόγως
βεβαίως στὸ ἐπίπεδο ποὺ βρίσκεται τὴν κάθε φορᾶ ὁ κάθε χριστιανός, δὲν εἶναι «ἔπεα
πτερόεντα». Τὰ ὅσα καταγράφονται στὰ Ἀποστολικὰ κείμενα καὶ στὶς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων,
δὲν εἶναι κάτι ποὺ φεύγει καὶ χάνεται, ἔστω καὶ μὲ τέλεια λεκτικὴ ἄποψη καὶ μὲ ἁπλωμένα
τὰ φτερὰ γιὰ τὸν τόπο τῆς φαντασίας καὶ τοῦ ὑποκειμενισμοῦ. Εἶναι ζωή. Ζωὴ ποὺ
διαρκεῖ ὅσο καὶ ἡ ζωή μας στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ διὰ τῆς κοιμήσεως, περνᾶ καὶ ἐκτείνεται
στὸν ἀπέραντο καὶ ἀτελεύτητο κόσμο. Στὴν ἀγάπη καὶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἤδη τονίσαμε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ
βασικὰ σημεῖα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ὁ νοῦς. Τὸ νὰ ἔχουμε δηλ. ἀποκτήσει καὶ
καταρτίσει «νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. Β' 16). Ἀλλὰ στὴν πράξη θὰ πρέπει νὰ ἀποδεικνύεται
αὐτὸ μὲ τὴ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη θέλησή μας. Μὲ τὸ νὰ θέλουμε καὶ νὰ ἐπιζητοῦμε
πάντοτε τὸ πανάγιο καὶ σωστικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτοχρόνως νὰ ἀποστρεφόμαστε
μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας τὸ πονηρό. Νὰ ἔχουμε δηλ. πόθο γιὰ νὰ ἔλθει
καὶ νὰ βιωθεῖ «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». (Μάτθ. Στ' 10). Καὶ φυσικά, ὅπως γίνεται
κατανοητό, αὐτὰ ποὺ ἐντελῶς συνοπτικὰ ἀναφέρονται, ἀποτελοῦν συμπύκνωση τῆς Ὀρθόδοξης
πνευματικότητας ἡ ὁποία τονίζουμε καὶ πάλι, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ γνώση καὶ μία ὑψηλή,
ἔστω, κατὰ κόσμο θεωρία, ἀλλὰ ἰσόβιο ἑξαγιαστικὸ βίωμα.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ χρειάζεται
νὰ προσέξουμε εἶναι ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ χῶρος ἐντός του ὁποίου
διεξάγεται ὁ μεγάλος ἀγώνας καί, ἐννοεῖται, ὅτι μὲ μισῆ καρδιά, οὐδέποτε κανεὶς
θὰ κατορθώσει νὰ ἀγαπήσει τὸν Κύριόν της Δόξης. Δίψυχος ἄνθρωπος, εἶναι ἐντελῶς
ἀδύνατον νὰ αἰσθανθεῖ μέσα τοῦ τὴ γλυκιὰ φλόγα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Ἐνδεχομένως νὰ τηρεῖ κανεὶς
ὅλους τους τύπους καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὸ σύνολο τῶν «κανόνων». Ἴσως, πράγματι νὰ
πιστεύει ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ δώσει, ἐὰν χρειαστεῖ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμα. Ὅμως, ἐὰν
ἀπουσιάζει τὸ βίωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, ὅλα καταντοῦν τύποι καὶ ἡ ζωὴ
μεταβάλλεται σὲ ἕνα ἀδυσώπητο μαρτύριο ποὺ στεγνώνει κάθε ἰκμάδα, ταυτοχρόνως
καὶ πρὸς τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφό.
Ἔτσι, στὴ συνέχεια, δὲν ἀπομένει,
παρὰ νὰ ἔλθει ὅ,τι πιὸ τραγικὸ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «πιστεύει».
Νὰ μεταβάλλει μέσα του, τὴν πηγὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξη
ἀπὸ τὴν δρόσο τῆς χάριτος, σὲ ἕνα σχολαστικὸ μαρτύριο τύπων, ἄνευ οὐσίας.
Νὰ καταντήσει τὴ ζωὴ τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, καὶ γενικῶς τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, σὲ «θρησκεία»,
ποὺ ὅταν τὸ ἀντιληφθοῦν οἱ ἄλλοι καὶ συνάμα διαπράξουν τὸ ὀλέθριο λάθος, νὰ
ταυτίζουν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, καὶ τὶς «θεολογικὲς ἀστοχίες», μὲ τὸν
Χριστό, νὰ ἀποστρέφονται καὶ νὰ ἀρνοῦνται καὶ τὸν παραμικρὸ λόγο περὶ
Χριστιανισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας.
Συχνὰ-πυκνὰ ἀκοῦμε νὰ
γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς Εὐρώπης. Ἂν καὶ κινδυνεύουμε νὰ
παρεξηγηθοῦμε, ὅμως θὰ τολμήσουμε νὰ τὸ ὑποστηρίξουμε: «Πότε ἡ Εὐρώπη ἦταν
πραγματικὰ Χριστιανική, ὥστε νὰ γίνεται στὴ συνέχεια λόγος γιὰ τὸν ἀποχριστιανισμό
της;». Εἶναι Χριστιανισμὸς ὁ παπισμὸς καὶ ὁ προτεσταντισμός; Χίλιες φορὲς νὰ
προτιμήσουμε τὸν «ἀποχριστιανισμὸ» ἀπὸ αὐτοῦ του εἴδους τὴ χριστιανικὴ
καρικατούρα.
Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ὅτι αὐτὴ
τὴν ἀλήθεια δὲν μποροῦν ἢ μᾶλλον δὲν θέλουν νὰ τὴν ἐννοήσουν καὶ νὰ τὴν
στοχαστοῦν οἱ δικοί μας (ὅλου του πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ φάσματος). Αὐτοὶ ποὺ
ἀφελῶς καὶ ἀνοήτως ταυτίζουν τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸν παπικὸ σχολαστικισμὸ καὶ τὸν
«μέγα ἱεροεξεταστὴ τοῦ Ντοστογιέφσκι». Αὐτοὶ ποὺ ἰσοφαρίζουν τὸν ξεπερασμένο
πλέον προτεσταντικὸ εὐσεβισμό, μὲ τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη μας καὶ ποὺ τώρα
μόνιμο καὶ καθημερινό τους μέλημα ἔχει καταντήσει ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἐμετικοῦ
σοδομισμοῦ. Καὶ μαζὶ μ' αὐτούς, ὅσοι ἀθεράπευτα ἐπιμένουν νὰ μπερδεύουν τὸν ἀγώνα
τῆς λεβεντιᾶς μὲ τὴ «φάρμα τῶν ζώων».
Ἀλήθεια, τί πραγματικὰ
συμβαίνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Ὄντως δὲν γνωρίζουν τὴν πραγματικότητα, ἢ ἐνεργοῦν
ὅ,τι ἐνεργοῦν ἐν πλήρει συνειδήσει; Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ζητούμενο, ὄχι τόσο γιὰ
τοὺς πιστούς, ἀλλὰ γι' αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, δεδομένου ὅτι οἱ μνῆμες εἶναι ἀκόμα
τόσο νωπές... Ὅμως, ἂς ἀφήσουμε τὴ Δύση στὴ μελαγχολική της «δύση» καὶ ἂς
στρέψουμε καὶ πάλι στὴν «Ἀνατολὴ τῶν ἀνατολῶν», ποὺ τὸ φῶς τῆς καταυγάζει τοὺς
καθημένους «ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου», τοὺς ζωοποιεῖ καὶ τοὺς χαριτώνει.
Πράγματι, ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ
πιστοῦ γευθεῖ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης (ποὺ ἀνθίζει μέσα σὲ
πολύπλευρο καὶ ἀκατάπαυστο ἀγώνα), τότε γίνεται ἕτοιμη γιὰ τὴν κάθε θυσία. Αὐτῆς
τῆς καταστάσεως, τίποτε ἀπ' ὅσα ὑπάρχουν στὴ γῆ δὲν τῆς μοιάζει. Κι ἂν κανεὶς ἐπιχειρήσει
νὰ τὴν κατανοήσει μὲ τὴν «ψυχρὴ λογική», ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν πού, κρατώντας τὸ
τηλεσκόπιο στὰ χέρια, ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν παράδεισο.
Καμμία χαρὰ στὸν κόσμο
πλέον, μετὰ τὸ βίωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν ὕπαρξη. Κι ὅταν
ἀπὸ δικό της φταίξιμο, νιώθει πὼς πίκρανε τὸν Ἰησοῦ, τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι
ἱκανὸ νὰ τὴν παρηγορήσει...
Ἀλλὰ καὶ στὶς στιγμὲς ποὺ
μοιάζουν «αἰώνιες», τότε ποὺ ἀρχίζει τὸ «κρυφτούλι», ὅταν δηλ. γίνεται ἡ
«συστολὴ τῆς χάριτος» καὶ τοῦτο γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τὸ «χωρὶς ἐμοῦ οὐ
δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ΙΕ΄5), τότε πόση καρτερία στὴν προσευχὴ χρειάζεται
καὶ πόση ὑπομονὴ στὴ μετρημένη θλίψη... Τότε, ἀπὸ τὴν παγωμένη λίμνη τῆς «καθ' ἠμᾶς
ἀνατολῆς», ἀντηχεῖ ἡ «συμμαχικὴ φωνή», «δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος».
Καὶ ἡ καρδιὰ γεμάτη χαρμολύπη καὶ μὲ τοὺς δικούς της κωδικοὺς στέλνει τὸ σῆμα
πρὸς τὸν οὐρανό: «Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σὲ» (Ἰωάν. ΚΑ΄15).
Ὅμως, οὐδεὶς ἀνθρώπινος
λόγος θὰ κατορθώσει νὰ ἐξαντλήσει ποτὲ τὸν λόγο περὶ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως
ἐκφράζεται διὰ τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου ὡς θεῖος ἔρως «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν
ἐμοὶ Χριστός».
Ἂς παύσει τὸ λοιπὸν κάθε τί
τὸ ἀνθρώπινο καὶ ἂς κρατήσουμε ὡς βακτηρία γιὰ τὸν ἀνηφορικὸ ἀλλὰ καὶ εὐλογημένο
δρόμο μας, τὸν θεόπνευστο λόγο ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει πτυχὲς ἀπὸ αὐτὴ τὴ μοναδική
Του Χριστοῦ ἀγάπη.
Τὴν ἀγάπη, ποὺ ὅταν
πυρπολήσει τὴν καρδιά, ὅλη ἡ κτίση «ξεθωριάζει», καὶ τὴν κάνει νὰ μελωδεῖ νύκτα
καὶ ἡμέρα πρὸς τὸν οὐράνιο καὶ αἰώνιο Νυμφίο: «Βάλε μὲ σφραγίδα στὴν καρδιά
σου, ὡσὰν σφραγίδα στὸ μπράτσο σου. Εἶναι δυνατὴ ἡ ἀγάπη σὰν τὸ θάνατο καὶ
σκληρὸς ὁ πόθος σὰν τὸν ἅδη. Οἱ σπίθες τῆς εἶναι σπίθες τῆς φωτιᾶς, φλόγα τοῦ
Θεοῦ. Νερὰ ποτάμια δὲν μποροῦν νὰ σβήσουν τὴν ἀγάπη. (Ἆσμα Ἀσμάτων Η' 6-7).
Ἀμὴν