Αναστήτω ὁ Θεός, καὶ
διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες
αὐτόν.Ως ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός, οὕτως
ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ
Θεοῦ.καὶ οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τερφθήτωσαν ἐν
εὐφροσύνῃ. ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ ὀνόματι αὐτοῦ· ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ
δυσμῶν, Κύριος ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀγαλλιᾶσθε ἐνώπιον αὐτοῦ. ταραχθήσονται ἀπὸ προσώπου
αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτοῦ τῶν χηρῶν· ὁ Θεὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ.ὁ
Θεὸς κατοικίζει μονοτρόπους ἐν οἴκῳ ἐξάγων πεπεδημένους ἐν ἀνδρείᾳ, ὁμοίως τοὺς
παραπικραίνοντας, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις.
Έπειτα κι απ’ αυτούς βλέπει
ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους
έμοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών.
Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε: Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός
σας άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;Τότε με θάρρος του
απάντησαν κι αυτοί:Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας
στερήσης τα επουράνια.Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους τα χάρισε.Τότε σηκώθηκε απ’
το θρόνο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον
μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και
πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους
ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη», ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν
τον Θεο. Ακολουθούσαν και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τα αγαθά, πλημμύρισαν από
άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπλαγο
θάλαμο.Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου τα περιγράψη. Αν
και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό.
Δεν μπορώ, παιδί μου, έλεγε αναστενάζοντας, να απεικονίσω με την γλώσσά μου η να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα από όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα.Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στούς αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβείμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο, όπως κυκλώνει το τείχος μια πόλη. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφείμ να κυκλώσουν τα Χερουβείμ, οι Θρόνοι τα Σεραφείμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μια πόλη έτσι τα τάγματα κύκλωναν το ένα το άλλο.Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά.Όλα αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων. Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα.Όταν όλα αυτά είχαν πια εκτελεσθή, τότε και αυτός ο θεάνθρωπος Ιησούς υποτάχθηκε «τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα» και του παρέδωσε όλη την εξουσία και την κυριαρχία και το κράτος που είχε λάβει απ’ Αυτόν. Ενώ Εκείνος μπήκε στον θείο και απρόσιτο θάλαμο κληρονόμος του Πατρός, Βασιλεύς και Αρχιερεύς μαζί με όλους τους συγκληρονόμους του αγίους.Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας πάνω από ’κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φωτιζε τον καθαρώτατο θάλαμο όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι και οι άγιοι πλημμυρίζονταν από την άρρητη θεότητα του Πατρός και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί του στούς αιώνες.Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μονο υπήρχε Θεός και Πατέρας, Υιός και Πνεύμα, φως και τρυφή, ζώη και φέγγος, τέρψη και ηδονή.Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Στα μάτια του δικαίου δόθηκε καθαρό και άκρατο φως να βλέπη: Στο πρώτο θάλαμο που κύκλωνε το θάλαμο, μεταδόθηκε άσμα σαν συνεχής και ατελείωτη κληρονομιά. Ασύγκριτη και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή του. Αμέσως το θείο και φοβερό τάγμα άρχισε μίαν ανέκφραστη δοξολογία. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογητικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφείμ. Άρχισε τότε κι εκείνο να ψάλλη ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων και ευφραίνονταν απέραντα με όλες τους τις αισθήσεις: Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραίνοταν την ευωδία της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού καινούργιο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν με όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο στο τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψάλλοταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα, αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ωλοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φλογερός και βροντερός.Παρακινημένοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλλουν τα μεγαλεία του Θεού.Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα, που φλόγιζαν τις καρδιές με μακαρία ηδονή στούς ατελευτήτους αιώνες.Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέη:-Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν η προφητική σου οπτασία. Αλλά όλα αυτά που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν τώρα που σε αξίωσα να γίνης αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να «επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους».Αφού του είπε αυτά ο Κύριος τον απέλυσε από την φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει.Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και ωδυρόταν. Τα δάκρυα του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την αθλία ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποία καταστάση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!… Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετανοία δεν μου βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτε! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που να αρπαχθώ για να σωθή η ψυχή μου; Τον χιτώνά μου τον μόλυνα, το βάπτισμα το λέρωσα, την ψυχή μου την βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, την ζωή μου την βάρυνα «εν κραιπάλη και μέθη». Αχ! ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπό μου είναι καταντροπιασμένο. Τα αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονό μου του ταλαιπώρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθή στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεββάτια και την καλοφαγία…Ωχ, ο παράνομος και σκοτεισμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποίος θα με βγάλη από κείνη την πικρή φωτιά; Ποίος θα με γλυτωση απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποίος θα μ’ απαλλάξη απ’ τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, αλλοίμονο μου του σιχαμερού, του παρανόμου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθή!… Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφανια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξη σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θεση σου την ήμερα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέση στον Θεό; Θα μπης στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξης το ουαί και τον οδυρμό; Ω, ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλίεσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσης στο βλέμμα του Ιησού! Με ποία μάτια θ’ ατενίσης το γλυκύτατο Του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια θεάματα, που ο Κύριος θα πραγματοποιήση κάποτε. Πέςμου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα μπης εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα;
Αλλοίμονό σου τότε,
μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσης το αιώνιο πύρ’ και που θα είναι
τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;Αλλά Κύριέ μου,
Κύριε,Σώσε με από τη φωτιά,Από τον
βρυγμό των οδόντων,Από τον Τάρταρο…Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο
μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάη σέρνοντας
τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα
θαυμάσια που είδε, κι έκανε ο,τι μπορούσε για να τα κατακτήση. Συχνά -όταν
στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμα του- γινόταν εκτός εαυτού.
Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε:-Ω, τι χαρά, τι
δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως τα
στερηθώ!Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:Κύριε, βοήθησε και σώσε την σκοτισμένη
ψυχή μου!
Άγιος
Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως