Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πασὰς


Τότε ποῦ οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἐδῶ, καὶ ζοῦσαν ἀπὸ τὸ πλιάτσικο, ἅρπαξε καὶ φάει δηλαδή, ἔβαλαν στὸ μάτι ἕνα μοναστήρι τοῦ Αἳ-Γιάννη καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε νὰ τὸ πάρουν. Εἶπαν μερικοί:
– Θα πᾶμε τὴ νύχτα νὰ τοὺς νὰ τοὺς πιάσουμε στὸν ὕπνο, νὰ σκοτώσουμε τοὺς καλογέρους.
– Σταθείτε, τοὺς λέει ὁ πασάς. Θὰ τοὺς κάνω ἐγὼ νὰ τὸ παραδώσουν μέρα-καταμεσήμερο, καὶ ἀπὸ μοναχοί τους.
Οἱ ἄλλοι παραξενεύτηκαν, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε τὸ σχέδιό του. Μιὰ καὶ δυὸ λοιπὸν κίνησε νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν ἡγούμενο. Τὸν βρῆκε ποὺ διάβαζε στὸ ἡγουμενεῖο.
– Πέτα τὸ βιβλίο πέρα, τοῦ λέει ὁ πασάς, ἄκουσε προσεκτικὰ καὶ κᾶνε ὅπως θὰ σοῦ πῶ. Ἀλλιῶς, ἦρθε ἡ ὥρα σας.

– Στις διαταγές σου, εἶπε ὁ ἡγούμενος.
– Άκου. Σὲ εἰκοσιτέσσερες ὧρες θὰ ‘χεῖς ἀδειάσει στὸ μοναστήρι καὶ θὰ ‘χετε φύγει ὅλοι. Μᾶς χρειάζεται καὶ θὰ τὸ πάρουμε. Ἂν δὲν ἀκούσετε τὸ λόγο μου, θὰ δεῖτε τὴ χαντζιάρα μου, καὶ τίναξε τὸ μαχαίρι ἀπὸ τὸ ζωνάρι του, νὰ σκιάξει τὸν καλόγερο.
– Δεν εἶναι δικό μας, λέει ὁ ἡγούμενος.
– Τίνος εἶναι;
– Να, τὸ ἀφεντικὸ εἶπε, κι ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Αἳ-Γιάννη. Ἂν σ’ ἀφήσει αὐτός, πάρ’ το.
– Έχεις ὄρεξη γιὰ χωρατά, λέει ὁ πασάς, ἀλλὰ δὲ χωρατεύω. Ὅπως εἴπαμε καὶ γρήγορα, ἐκτὸς ἄν…
– Εκτός ἄν…, λέει κι ὁ ἡγούμενος.
– Εκτός ἄν…, παλιοκαλόγερε, μοῦ λύσεις τέσσερα προβλήματα, ποὺ θὰ σοῦ βάλω. Ἂν τὰ καταφέρεις, χάρισμά σας.
– Για πές τα, νὰ τ’ ἀκούσω.
– Λοιπόν. Θὰ μοῦ βρεῖς πόσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ. Πόσο κοστίζω ἐγώ. Τί βάζω μὲ τὸ νοῦ μου, καὶ θὰ μοῦ μάθετε καὶ τὸ σκύλο γράμματα.
– Θέλω μιὰ διορία 10 μέρες, λέει ὁ ἡγούμενος.
– Την ἔχεις, ἀπαντάει ὁ πασάς.
Ὁ Τοῦρκος ἔφυγε κι ὁ ἡγούμενος ἔπεσε σὲ βαριὰ συλλογή. Τὰ σκεφτόταν ἀπὸ δῶ, τὰ ‘φέρνε ἀπὸ κεῖ, δὲν ἔβγαζε ἄκρη. Γύρισε κατὰ τὸν ἅγιο καὶ εἶπε:
– Αφέντη, βγάλτα πέρα. Δικό σου εἶναι τὸ μοναστήρι.
Τὸ μεσημέρι στὴν τράπεζα ἦταν πολὺ βασανισμένος. Οὔτε ἔφαγε, οὔτε τίποτα.
– Τι ἔχεις, ἅγιε ἡγούμενε, τοῦ εἶπαν οἱ καλόγεροι.
– Το καί το, τοὺς εἶπε. Τί θὰ κάνουμε; Σὲ δέκα μέρες ξανάρχεται καὶ δὲ χωρατεύει.
Κανένας δὲν εἶπε τίποτα. Μόνο ὁ Ἰάκωβος, ὁ μάγειρας, τὸν πῆρε παράμερα καὶ τοῦ λέει:
– Άγιε ἡγούμενε, μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Μοῦ δίνεις ἐμένα τὴ στολή σου, παραγγέλνεις νὰ μᾶς φέρει τὸ σκύλο καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἂσ’ τὰ ὅλα πάνω μου.
Τί νὰ ‘κᾶνε κι ὁ ἡγούμενος, μπλοκαρισμένος ὅπως ἦταν ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, παράγγειλε νὰ φέρει τὸ σκύλο. Τὸν πῆρε ὁ Ἰάκωβος καὶ τὸν ἔδεσε σ’ ἕνα μέρος, χωρὶς νὰ τοῦ δίνει τίποτα νὰ φάει.
– Τι ἔχεις κατὰ νοῦ, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Θὰ ψοφήσει τὸ σκυλὶ κι ἀλίμονό μας. Θὰ μᾶς κρεμάσει ὅλους.
– Δεν εἶναι δική σας δουλειά, ἀπάνταγε ὁ Ἰάκωβος.
Στὶς δέκα μέρες, ἦρθε κι ὁ πασάς. Ζήτησε κατευθείαν νὰ δεῖ τὸ σκύλο του.
Μόλις τὸν εἶδε ἐκεῖνος, ἔκαμε τὸ χαμό. Ἤθελε νὰ κόψει τὸ λουρί, νὰ πάει κοντά του.
– Γιατί ἀδυνάτισε τόσο τὸ σκυλί μου; Θὰ τὸ πληρώσετε, παλιογκιαούρηδες. Νηστικὸ τ’ ἀφήνατε;
– Πασά μοῦ, λέει ὁ Ἰάκωβος. Τόσα γράμματα ἔμαθε καὶ δύσκολα γράμματα, πῶς νὰ μὴν ἀδυνατίσει; Δὲν διάβασες ἐσὺ ποτὲ πασά μου;
– Έμαθε νὰ διαβάζει;
– Θα τὸ δεῖς καὶ μόνος σου, πασᾶ μου.
Τότε ὁ Ἰάκωβος πῆρε ἕνα βιβλίο, ποὺ ἀνάμεσά του εἶχε βάλει ψίχουλα, καὶ τὸ ἄφησε μπροστὰ στὸ σκύλο. Τὸ ζῶο, ὅπως ἦταν κατανηστικό, μύρισε τὸ ψωμὶ καὶ ὅρμησε στὸ βιβλίο. Μὲ τὴ γλώσσα τοῦ γύριζε τὶς σελίδες καὶ ἄου-ἄου-ἄου κάνοντας, μάζευε τὰ ψίχουλα καὶ πήγαινε παρακάτω. Ἄου-ἄου-ἄου καὶ δώσ’ του νὰ γυρίζει ἄλλη σελίδα, ὥσπου τὸ ‘φτάσε τὸ βιβλίο στὸ τέλος.
– Τι γλώσσα τὸ μάθατε; ρώτησε ὁ πασάς. Δὲν καταλαβαίνω.
– Αρχαία ἑλληνικά, πασά μου, ἐγὼ τούρκικα δὲν ἤξερα. Ξέρεις ἐσὺ ἀρχαία ἑλληνικά;
Ὁ πασὰς δὲν ἤξερε, οὔτε ἀρχαία, οὔτε καθόλου γράμματα. Δὲν εἶχε τί νὰ εἰπεῖ, καὶ τὸ ‘χάψε.
– Τα ὑπόλοιπα προβλήματα τὰ ‘λυσες, λέει στὸν ἡγούμενο.
– Λέω πὼς τὰ ‘λυσα πασά μου.
– Εμπρός, πόσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἂπ΄ τὴ γῆ;
Ὁ Ἰάκωβος εἶχε γεμίσει ἕνα τσουβάλι κουβάρια καὶ τοῦ λέει:
– Πασά μοῦ, ὅσο εἶναι αὐτὰ τὰ κουβάρια.
– Και ποῦ τὸ ξέρεις; Τὸ μέτρησες;
– Εγώ τὸ μέτρησα. Ἂν ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύεις, φέρε τὸ δικό σου μέτρο, ἢ πιάσε τὴν ἄκρη ἀπὸ αὐτὰ καὶ πήγαινε μπροστὰ κι ὅπου μας βγάλει.
– Καλά, καλά, λέει θυμωμένος. Πές μου πόσο ἀξίζω ἐγώ;
– Βέβαια, ἐσὺ εἶσαι πασὰς ἄνθρωπος κι ἔχεις ἀξία, δὲν εἶσαι σὰν ἐμᾶς τοὺς μαγκούφηδες. Ἀξίζεις πολλὰ βέβαια, ἀλλὰ πόσο νὰ σὲ βάλω, ἔλεγε ὁ Ἰάκωβος κι ἔξυνε τὸ κεφάλι του, μὲ τὸ χέρι του. Σὲ … βάζω γύρω στὰ εἰκοσιέξι, μπὰ λίγο παραπάνω…, γύρω στὰ εἰκοσιεπτὰ ἀργύρια.
– Τι, ἐγώ, πασὰς ἄνθρωπος, μόνο εἰκοσιεπτὰ ἀργύρια; Θὰ σὲ κρεμάσω παλιογκιαούρη.
– Πασά μοῦ, τριάντα πουλήθηκε ὁ Χριστός μας. Ἀκριβότερα θὰ σὲ βάλουμε ἐσένα; Παραπάνω ἀπ’ τὸ Χριστὸ δὲν σὲ κάνω. Κόψε μου τὸ κεφάλι.
Ὁ πασὰς ἀφοῦ τὸν ἔβαλε λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Χριστό, σὰν καλά του ἦρθε. Κατάλαβε ὅτι τὸν ὑπολογίζει.
– Λέγε, τί βάζω μὲ τὸ νοῦ μου, εἶπε πεισματωμένος.
– Πότε, τώρα ποῦ κουβεντιάζουμε;
– Εμ πότε, χτές;
– Πασά μοῦ, ἐσὺ τώρα ποὺ κουβεντιάζουμε, λὲς ὅτι μιλᾶς μὲ τὸν ἡγούμενο. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι ὁ Ἰάκωβος, ὁ μάγειρας.
Τότε ὁ πασὰς ντροπιασμένος εἶπε:
– Χάρισμά σᾶς τὸ μοναστήρι, παλιοκαλόγεροι, γιατί εἶμαι μπεσαλής. Μὰ ἄλλη φορᾶ κουβέντα μὲ γκιαούρη δὲν πιάνω.
Ε.Κ.

Πηγή: (Ἀπὸ τὸ Περιοδικὸ “Ἡ Δράση μας”, Τεῦχος Μαρτίου 2012), Προσκυνητὴς