Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Γιατί ἑορτάζουμε τὴν Πρωτοχρονιά;


Μέσα στὸ χαρμόσυνο καὶ ἑορταστικὸ πνεῦμα ὄχι μόνο των ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλὰ καὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἃς ἐπιτραπεῖ νὰ θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικὸ κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τὴν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλοὺς νὰ ξενυχτοῦν μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τὴ χαρά τους μὲ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιὲς καὶ φιλιά; Λογικὰ καὶ φυσιολογικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιὰ τὸν κοσμικὸ μάλιστα ἄνθρωπο, νὰ ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τὸν φέρνει ἕνα βῆμα πιὸ κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του;  Ὁ χρόνος δὲν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μὲ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο; Γλεντᾶνε καὶ ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θὰ πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μὲ τὴν ἔννοια τῆς καθαυτὴν γνώσεως, ἀλλὰ τὴν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τὸν προβληματισμὸ τοῦ θανάτου γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Τὸν βλέπουν ὡς κάτι τὸ πολὺ μακρινὸ καὶ πάντως...ὄχι γιὰ ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολὺ βολικὸς γί αὐτούς. Γιατί νὰ δέχονται λογισμοὺς ἀπωλείας του;  Ὁπότε ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ κινοῦνται σ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καὶ διαμορφώνουν συμπεριφορὰ αἰώνιου καὶ ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τὴν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μέσα στὸν χρόνο, μὰ προσπαθοῦν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ αὐτήν, θεωρώντας τὸν θάνατο ἁπλὰ κάτι τὸ  φυσικό. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς:  Τὸ διάστημα ποῦ μου ἀπομένει νὰ ζήσω, ἃς τὸ γλεντήσω. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρὶς κανένα προβληματισμὸ γιὰ Θεὸ καὶ πνευματικὴ ζωή,  ἐκφράζει τὴν πρακτικὴ λεγόμενη ἀθεΐα, τὴν ἀθεΐα δηλαδὴ τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μὲ τὸ ἀξίωμα  φάγωμεν καὶ  πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.

 Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ χριστιανικὴ ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ ἐντελῶς διαφορετικὴ βάση ἀπὸ τὶς προηγούμενες κατανοεῖ τὴν πρωτοχρονιὰ ὡς γεγονὸς χαρμόσυνο γιὰ δύο βασικοὺς λόγους.  Πρώτον, γιατί τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τὸν χριστιανὸ πιὸ κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τοῦ Κύριο, ἀφοῦ μὲ τὸν θάνατο θὰ καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σὰν θέα μέσα ἀπὸ καθρέπτη, σχέση του μὲ Αὐτὸν τῆς παρούσας ζωῆς καὶ θὰ Τὸν βλέπει  πρόσωπον πρὸς πρόσωπον κατὰ τὸν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μὲ κάθε πρωτοχρονιὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ  Ὁποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τὴν γιὰ δεύτερη φορὰ ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Βασιλεία Του. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καὶ συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τὸ περιθώριο ποῦ δίνει ὁ Θεὸς στὸ κάθε πλάσμα Του γιὰ νὰ μετανοήσει, νὰ ἀλλάξει δηλαδὴ τρόπο ζωῆς καὶ νὰ μπορέσει νὰ συντονιστεῖ μὲ τὸν δικό Του ρυθμὸ ζωῆς ποῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατὰ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ λέει γιὰ παράδειγμα ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη:  ἔδωκα αὐτὴ χρόνον ἴνα μετανοήση (Ἀποκ. 2, 21), ἢ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος:  τὸ χρηστόν του Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει (Ρωμ. 2, 4), αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας ἢ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας.

 Ὑπὸ τὸ παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιὰ φαίνεται νὰ λειτουργεῖ γιὰ τοὺς ἐκκοσμικευμένους χριστιανοὺς ὡς ἀφορμὴ γιὰ ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νὰ  διασκεδάσουν τὸν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο ἢ καὶ τὸν τρόμο τοὺς μπροστὰ στὴν  ἄδεια ἀπὸ νόημα καρδιά τους, γιὰ τοὺς συνειδητοὺς χριστιανοὺς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στὴν καρδιά,  μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης  μὲ τὸν Θεό: τὸν Θεὸ ποῦ ζοῦμε ἤδη στὴν Ἐκκλησία ὡς μέλη της νὰ Τὸν ζήσουμε πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτὸ ποῦ λέει καὶ ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικὸς Πατέρας καὶ Δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς Μέγας Βασίλειος σὲ ἀνάλογο προβληματισμό:   Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, ποῦ δὲν χάνεται καὶ δὲν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ τοῦ ἀνεβαίνει στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Μὴ λησμονοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι  ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἠμῶν ἐστι.

΄Ἔτσι μπορεῖ ὁ χρόνος νὰ εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτὴ τὴν ἐλπίδα στὸν ἄνθρωπο: μέσα στὸν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετανοήσει, νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ βρεῖ τὸν Θεό του. Σὰν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νὰ χαιρόμαστε καὶ νὰ πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα αὐτὸ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ  Ὁποῖος μπῆκε ὡς Θεὸς μέσα στὸν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τὸν γέμισε μὲ τὴν ἅγια παρουσία Του  καὶ τὸν ἄλλαξε, βάζοντας τὶς ράγες τοῦ πιὰ πάνω στὴν τροχιὰ τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καὶ γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νὰ βλέπουμε τὸν Χριστό μας, νὰ βλέπουμε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους μας μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινὴ ἐμπειρία!

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη