Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Ἡ κάθαρση τῶν λεπρῶν
προβάλλεται ὡς τύπος τῆς πνευματικῆς καθάρσεως. Γιατί ὅλοι ἐμεῖς ἤμασταν
λεπρωμένοι, μέχρι ποὺ ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν φύση μας καὶ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν
καταδίκη. Ὁ εὐγνώμων ἀπὸ τοὺς δέκα θεραπευθέντες ἐκπροσωπεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἐθνικῶν,
ἐνῶ οἱ ἐννέα ἀγνώμονες εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ ὁμιλητῆς παρουσιάζει τὸν Θεὸ ὡς εἰρηνάρχη,
καὶ τὸν ἑαυτό του ὡς ἐπιστάτη τῆς εἰρήνης. «Ταύτης γὰρ ἕνεκα τῆς εἰρήνης καὶ ἠμεῖς
ἐπέστημεν ὑμὶν τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, διάκονοι τῆς αὐτοῦ κληρονομιᾶς καὶ
χάριτος». Κλείνει μὲ προτροπὴ νὰ μὴ ἐκπέσομε ἀπὸ τὴν πατρικὴ εὐχὴ οὔτε καὶ νὰ ἀπορρίψομε
τὴν κληρονομιὰ τοῦ οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ μὴ χάσομε καὶ τὴν υἱοθεσία καὶ τὴν
εὐλογία καὶ ἀποκλεισθοῦμε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νυμφώνα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
Ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν εἰρήνη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
πρὸς τὸν ἑαυτό μας καὶ μεταξύ μας
Ὅλα τα τοῦ παλαιοῦ νόμου ἦταν
συμβολικὰ καὶ τυπικὰ καὶ σκιώδη· γι’ αὐτὸ ὁ νόμος αὐτὸς θεωροῦσε καὶ τὴ λέπρα ἐφάμαρτη
καὶ μιαρὴ καὶ ἀποτρόπαια καὶ ὀνόμαζε ἀκάθαρτούς τους λεπροὺς καὶ τοὺς γονορρυεῖς
καὶ ἐκείνους γενικὰ ποὺ τοὺς ἄγγιζαν καθὼς καὶ ἐκείνους ποὺ ἄγγιζαν κάθε νεκρὸ
σῶμα, ὑποδεικνύοντας μὲ αἰνίγματα τὴν ἀκαθαρσία ἐκείνων ποὺ ἁμάρταναν στὸν Θεὸ
καὶ αὐτῶν ποὺ συνέπρατταν μὲ αὐτοὺς καὶ συναναστρέφονταν αὐτούς. Καὶ μὲ τοὺς
λεπροὺς βέβαια ὑπαινισσόταν τοὺς δολεροὺς καὶ πανούργους, τοὺς θυμώδεις καὶ
μνησίκακους· γιατί ὅπως ἡ λέπρα καθιστᾶ τραχὺ καὶ ποικιλόχρωμό το δέρμα τοῦ
σώματος, ἔτσι ὁ δόλος καὶ ἡ πονηριὰ καὶ ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ καθιστοῦν ποικίλο καὶ
τραχύ το λογιστικό της ψυχῆς. Μὲ τοὺς λεπροὺς λοιπὸν ὑποδήλωνε τὰ τέτοια πάθη τῆς
ψυχῆς ποὺ ἦταν πολὺ βαρύτερα ἀπὸ τὴ λέπρα, μὲ τὸν γονορρυὴ τὸν ἀσελγῆ, ἐνῶ μὲ ἐκείνους
ποὺ ἐγγίζουν νεκρὸ σῶμα ὁ νόμος ἐκεῖνος ὀνόμαζε ἀκάθαρτους ἐκείνους ποὺ
σύμφωνα μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο ἐπικοινωνοῦσαν ἢ καὶ συναναστρέφονταν τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος φάνηκε
ἐπάνω στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἀπερίγραπτο πέλαγος εὐσπλαγχνίας, γιὰ νὰ
θεραπεύσει τὶς ψυχικὲς νόσους μας καὶ νὰ ἐξαλείψει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου,
θεράπευσε καὶ αὐτὲς τὶς ἀσθένειες, τὶς ὁποῖες ὁ νόμος ὀνόμαζε ἀκαθαρσίες, ὥστε,
ἂν κάποιος νομίσει ὅτι ἐκεῖνα εἶναι πραγματικὰ ἀκαθαρσία καὶ ἁμαρτία, νὰ ὁμολογήσει
τὸν Θεὸ ποὺ λυτρώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ αὐτά, ἂν πάλι καλῶς νομίσει ὅτι ἐκεῖνα
εἶναι σύμβολα τῆς πραγματικῆς ἀκαθαρσίας καὶ ἁμαρτίας, νὰ καταλάβει ἀπὸ τὰ
τελούμενα ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ σύμβολα, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι
ποὺ καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου συγχώρησε καὶ μπορεῖ νὰ τὴν καθαρίσει. Εἶναι
δυνατὸ ὅμως νὰ ποῦμε καὶ κάτι ἄλλο, καλὰ καὶ ἀληθινά, ὅπως ἐγὼ νομίζω· ὅτι, ὅπως
ὁ Κύριος παραγγέλλει σ’ ἐμᾶς νὰ ζητοῦμε τὰ πνευματικὰ (γιατί λέγει, «ζητεῖτε τὴ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη του»), καὶ ὅταν ἐμεῖς ζητοῦμε αὐτὰ τὰ
ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια, ἐκεῖνος ὑπόσχεται νὰ δώσει καὶ τὰ σωματικά, λέγοντας, «καὶ
ὅλα αὐτὰ θὰ προστεθοῦν σ’ ἐσάς», ἔτσι καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ
κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως εὐδόκησε, στὴ δική μας μηδαμινότητα, γιὰ νὰ
καθαρίσει τὶς ἁμαρτίες μας, χαρίζει ἐπιπρόσθετα καὶ τὴν ἀνόρθωση τῶν χωλῶν καὶ
τὴν ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν καὶ τὴν κάθαρση τῶν λεπρῶν, καὶ γενικὰ θεραπεύει κάθε
νόσο τοῦ σώματός μας καὶ κάθε ἀδυναμία, γιατί εἶναι πλούσιος σὲ εὐσπλαγχνία.
Ὅπως λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς
Λουκᾶς θὰ πεῖ σήμερα, «ἐνῶ ἀνέβαινε πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰσερχόταν σὲ κάποια
πόλη, κατὰ τὴν πορεία τοῦ συνάντησαν τὸν Κύριο δέκα λεπροί, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ
μακριὰ καὶ ὕψωσαν φωνή». Σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι οἱ λεπροὶ τὸν
συνάντησαν ὄχι ὅταν μπῆκε, ἀλλ’ ὅταν ἔμπαινε στὴν πόλη, γιατί ἀπομακρύνονταν καὶ
ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ ἀπὸ τὰ χωριὰ ὡς ἀκάθαρτοι καὶ ζοῦσαν γύρω ἀπὸ αὐτές. Ἀλλὰ καὶ
«στάθηκαν μακριά»· γιατί δὲν ἐπιτρεπόταν οὔτε ἔξω νὰ ἀναμιγνύονται αὐτοὶ μὲ τοὺς
ὑγιεῖς. Ὕψωσαν ὅμως καὶ τὴ φωνή, δηλαδὴ φώναξαν, ἐξ αἰτίας τοῦ μήκους τῆς ἀποστάσεως,
λέγοντας, «Ἰησοῦ, ἐπιστάτη, ἐλέησέ μας». Πρόσεχε τὸ πάθος, πρόσεχε τὸ αἶσχος,
πρόσεχε τὸ ἄσχημο καὶ βδελυρὸ καὶ ἀφύσικο ἄνθος· γιατί τέτοιο εἶναι ἡ λέπρα·
πρόσεχε τὴν ἐκτροπὴ τῆς φύσεως, τὴν ἀποστροφὴ τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀπαρηγόρητη ἀπομόνωση,
καὶ δείχνοντας ἔλεος πρόσφερε τὴ θεραπεία. «Ἰησοῦ, ἐπιστάτη, ἐλέησέ μας».
Φαίνεται βέβαια ὅτι ἡ φωνὴ τῶν λεπρῶν εἶναι ἀξιολύπητη, δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινὰ
πιστῶν καὶ συνετῶν ἀνθρώπων γιατί τὸν ἀποκαλοῦν, ἐπιστάτη, πράγμα ποὺ δὲν
συνηθίζεται νὰ λέγεται γιὰ πρόσωπα ποὺ εἶναι ἐξουσιαστικὰ καὶ δεσπόζουν
κυριαρχικά. Εἶναι ὅμως ἡ δέηση ἀνθρώπων ποὺ ἐλπίζουν ὅτι θὰ δεχθοῦν τὴ θεραπεία,
πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνετῆς διάνοιας, ἂν αὐτὸς ποὺ μπορεῖ, καὶ μάλιστα ἀπὸ
μακριά, νὰ προσφέρει τὴν κάθαρση σὲ δέκα λεπρούς, δὲν εἶναι Θεός.
Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ
σύμφωνα μὲ τὸ νόμο δὲν ἐπιτρεπόταν στοὺς λεπροὺς νὰ συναναστρέφονται τὰ γύρω
του πλήθη, ὥστε μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματα νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς τὴν πίστη, τοὺς
προσφέρει τὸ ἔλεος δωρεὰν καὶ τοὺς καθαρίζει ἀπὸ τὴ λέπρα, ὥστε, ἀπαλλασσόμενοι
ἀπὸ τὸ κώλυμα γιὰ συναναστροφὴ μαζί του, νὰ μποροῦν καὶ νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ
βελτιώνονται. Καὶ τοὺς καθαρίζει πῶς; Λέγοντας πρὸς αὐτούς, «πηγαίνετε,
δείξατε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς· ἐνῶ πήγαιναν ἐκεῖ, καθαρίσθηκαν», γιατί
ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα μὲ τὸν λόγο τῆς δυνάμεώς του πρόσταξε νὰ μεταβοῦν
καί, ἐπειδὴ ὑπάκουσαν, χορήγησε καὶ τὴν κάθαρση. Ὅπως δηλαδὴ ὁ δεσπότης τοῦ
νόμου, ἐφαρμόζοντας γιὰ χάρη μᾶς τὸ νόμο, δὲν προσκάλεσε κοντά του τοὺς
λεπρούς, οὔτε τοὺς ἄφησε νὰ τὸν ἐγγίσουν, ἔτσι καὶ μετὰ τὸ λύγισμά του στὶς ἐλεεινὲς
φωνὲς ἐκείνων, παρέχοντας τὴ θεραπεία, τοὺς στέλλει πρὸς τοὺς ἱερεῖς πάλι
σύμφωνα μὲ τὸν νόμο. Γιατί ὁ νόμος αὐτὸς πρόσταζε νὰ μὴ δίνει τὴ μαρτυρία μόνος
του ὁ λεπρὸς ποὺ καθαρίσθηκε, ἀλλὰ νὰ προσέρχεται στοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ δείχνει
στοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκείνων κάθε μέλος τοῦ σώματός του καὶ ἀπὸ ἐκείνους νὰ παίρνει
τὴ διαβεβαίωση, ὥστε νὰ θεωρεῖται καθαρός.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ λέπρα ὑπαινίσσεται
τὴν ἁμαρτία, ἡ ἐπίδειξη στοὺς ἱερεῖς δείχνει ὁπωσδήποτε τοῦτο, ὅτι κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
ποὺ ἁμαρτάνουν στὸν Θεό, ἀκόμη καὶ ἂν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν
τὴν ἰσοσταθμίσει μὲ τὰ ἔργα τῆς μετανοιας, δὲν μπορεῖ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ
τοῦ τὴ συγχώρηση καὶ νὰ συμβρίσκεται μὲ τοὺς ἀνεύθυνους, ἐὰν δὲν μεταβεῖ πρὸς ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐξουσία νὰ λύνει καὶ δὲν δείξει σ’ αὐτὸν τὴν
λεπρωμένη ψυχή του μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ δεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον τὴ διαβεβαίωση τῆς
συγχωρήσεως. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐκτελεῖ καὶ τὶς συμβολικὲς πράξεις τοῦ νόμου γιὰ
μᾶς, στέλλει γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τοὺς λεπροὺς στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν,
οἰκονομώντας καὶ κάτι ἐπὶ πλέον γιατί ἦταν ἱκανό το θαῦμα ν’ ἀπαλλάξει ἀκόμη καὶ
τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀπιστία. Πράγματι κάποτε λεπρώθηκε καὶ ἡ ἀδελφή
του Μωυσῆ Μαριάμ, γιὰ αἰτία ποὺ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ τὴν ποῦμε τώρα, ἀλλ’ ὁπωσδήποτε
λεπρώθηκε· καὶ ὁ Μωυσῆς ποὺ δοκίμασε τρομερὸ πόνο ἀπὸ τὸ πάθος ζητοῦσε μὲ τὴν
προσευχὴ τὴ θεραπεία τῆς ἀδελφῆς του ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ τὴν ἔλαβε βέβαια, ἀλλ’ ἔπειτα
ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες.
Προσέξτε λοιπὸν πόση ὑπεροχὴ
προσμαρτυρεῖ τὸ θαῦμα στὸν Χριστὸ ἔναντί του Μωυσῆ. Γιατί αὐτὸς στὸν λεπρὸ ποὺ
τοῦ εἶπε, «Κύριε, ἂν θέλεις, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσεις», ἀπάντησε, «θέλω,
καθαρίσου», καὶ ἀμέσως τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ λέπρα, ἐνῶ ἐδῶ ἔδωσε τὴ θεραπεία σὲ
δέκα λεπροὺς ποὺ ζήτησαν ἀπὸ μακριὰ τὴν κάθαρση, χωρὶς καν νὰ πεῖ τίποτε, ἀλλὰ
μόνο μὲ τὴ συγκατάνευσή του. Ἄρα δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅσοι ἔχουν νοῦ, ὅτι
αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο προσευχόταν ὁ Μωυσῆς καὶ τὸν ὁποῖο ἱκέτευε ὡς Θεὸ
νὰ συγκατανεύσει στὴν κάθαρση τῆς Μαρίας; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν οἱ τόσοι αὐτοὶ λεπροὶ
ποὺ καθαρίσθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποστέλλονταν στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ
γνωρίσουν καὶ αὐτοὶ μέσω τοῦ θαύματος τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀφοῦ μάθουν ἀπὸ
τοὺς λεπροὺς ὅτι ἦρθαν νὰ ἐκπληρώσουν τὸν νόμο σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη ἐκείνου ποὺ ἔχει
τόση δύναμη, νὰ καταλάβουν ὅτι ἐκείνου γνώμη εἶναι καὶ ὁ δοσμένος μέσω τοῦ
Μωυσέως νόμος, καὶ ἔτσι νὰ πιστέψουν στὸν ἕνα αὐτὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος, καὶ
τοῦ νόμου καὶ τῆς χάριτος, καὶ νὰ ὁδηγήσουν αὐτοὶ τελειότερα τοὺς καθαρισμένους
λεπροὺς πρὸς τὴν πίστη σ’ αὐτόν. Γιατί ἔτσι ἔπρεπε, ἂν καὶ ἐκεῖνοι χωρὶς
συνεση ἔπρατταν τὰ ἀντίθετα. Μολονότι λοιπὸν ἐκεῖνοι ἔπρατταν τ’ ἀντίθετα, ἀλλ’
ὁ Χριστὸς δὲν παρέλειπε ποτὲ τίποτε ἀπὸ ὅσα τοὺς εἵλκυαν πρὸς τὴ σωτηρία· γιατί
ἔχει ἀδαπάνητη καὶ ἀνίκητη τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴ φιλανθρωπία καὶ δὲν ἦταν δυνατὸ
νὰ νικηθεῖ ἡ μακροθυμία ἐκείνου μὲ τὴν κακία αὐτῶν.
Ἀλλά, καθὼς οἱ λεπροί,
πηγαίνοντας πρὸς τοὺς ἱερεῖς, θεραπεύθηκαν στὸ δρόμο, «ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἀφοῦ εἶδε
ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζοντας τὸν Θεὸ μεγαλόφωνα καὶ ἔπεσε μὲ τὸ
πρόσωπο στὰ πόδια του γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει· κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης». Σωστὰ
εἶπε ὁ Ψαλμωδὸς προφήτης γιὰ τὸ τότε γένος τῶν Ἰουδαίων, ὅτι «δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος
ποὺ νὰ καταλαβαίνει, ποὺ νὰ ἐπιζητεῖ τὸν Θεό· ὅλοι παρεξέκλιναν, ὅλοι ἀχρειώθηκαν».
Πράγματι, ἂν αὐτοὶ οἱ ἐννέα, ποὺ τόση εὐεργεσία πέτυχαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ
τέτοιο θαῦμα εἶδαν ἐπάνω τους, δὲν κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός, δὲν ἐπέστρεψαν
γιὰ νὰ τὸν ἀναζητήσουν, δὲν ἀπέδωσαν τὴ μεγαλύτερη δοξολογία οὔτε τὴν εὐχαριστία,
τί εἶναι φυσικὸ νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἀλλ’ ὁ Σαμαρείτης, ὁ Ἀσσύριος κατὰ
τὸ γένος (γιατί ἀπὸ αὐτοὺς προερχόταν ἡ σαμαρειτικὴ ἀποικία), ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ
αὐτούς, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα καὶ τὴν ποθητὴ εὐεργεσία ποὺ πέτυχε, κατανόησε αὐτὴν
καὶ τελειώθηκε ὡς πρὸς τὴν πίστη, καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε, λέγει καὶ ἐκτελεῖ λόγια
καὶ πράγματα εὐγνωμοσύνης καὶ πίστεως, πέφτοντας δημόσια μὲ τὸ πρόσωπο στὰ
πόδια τοῦ εὐεργέτη καὶ δοξάζοντας ὡς Θεὸ ἀληθινὸν αὐτὸν ποὺ τοῦ χάρισε τὴν
κάθαρση. Καὶ ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς παραβρισκόμενους· «δὲν καθαρίσθηκαν οἱ
δέκα; ποῦ εἶναι οἱ ἐννέα; Δὲν σκέφθηκαν ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ
δοξολογήσουν τὸν Θεό;», ἂν καὶ βέβαια γι’ αὐτὸ θεράπευσε καὶ αὐτούς, γιὰ νὰ
λάβουν τὴν ἄδεια νὰ συμβιώνουν καὶ μὲ τοὺς γύρω ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ κερδίσουν τὴ
θεραπεία τῶν ψυχῶν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν ἰατρὸ καὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων· ἐκεῖνοι
ὅμως δὲν σκέφθηκαν ὅτι πρέπει νὰ προσφέρουν δόξα στὸν Θεό.
Ἀλλὰ τί πάθος ἀληθινά!
Γιατί αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ νὰ πάσχομε καὶ ἐμεῖς τώρα. Ἀφοῦ καθαρισθήκαμε ἀπὸ
τὸν Χριστὸ ἀπ’ ἐκείνη τὴν πρώτη κατάρα, ποὺ ἦταν ἁπλωμένη πάνω μας σὰν λέπρα,
καὶ πιὸ βλαβερὴ καὶ πιὸ σιχαμερὴ ἀπὸ κάθε λέπρα, καθόσον τὸ πάθος ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
σῶμα διέβαινε καὶ στὴν ψυχή· ἀφοῦ καθαρισθήκαμε λοιπὸν ἀπ’ αὐτὴν μέσω τοῦ
Χριστοῦ, καὶ ἐλάβαμε πάλι ἀπὸ ἐκεῖνον καθαρὴ τὴ φύση μας σὰν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δὲν
προσκολλώμαστε σ’ αὐτὸν μὲ ἐνάρετη ζωὴ προσφέροντάς του δόξα, ἀλλὰ ἀπομακρυνόμαστε
πάλι ἀπὸ αὐτὸν μὲ ἐπάρατα καὶ παράνομα ἔργα, ὅπως λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαβίδ· «δὲν
θὰ παραμείνουν παράνομοι μπροστὰ στὰ μάτια σου». Γι’ αὐτὸ πάλι ὁ Κύριος, ἐλεεινολογώντας
τοὺς ἀνθρώπους αὐτοῦ του εἴδους καὶ θρηνώντας κατὰ κάποιο τρόπο ἐκείνους καὶ ἐμᾶς
τοὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνους ὅμοιους μὲ ἐκείνους, ὅπως πρὸς τὸν Ἀδάμ, ὅταν ἐξέπεσε ἀπὸ
τὴ θεία ἐκείνη δόξα, ἔλεγε, «Ἀδάμ, ποῦ εἴσαι;», ἔτσι ἔπειτα λέγει καὶ πρὸς αὐτούς·
«οἱ ἐννέα ὅμως ποῦ εἶναι; δὲν ἔκριναν ὅτι πρέπει νὰ προσφέρουν δόξα στὸν Θεό,
παρὰ μόνο ὁ ἀλλοεθνὴς αὐτός;». Λέγοντας ὅμως, «παρὰ μόνο ὁ ἀλλοεθνὴς αὐτός»,
δείχνει τὴν ἀχαριστία καὶ σκληροκαρδία τοῦ γένους τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὅτι τὰ ἔθνη
ἦταν ἕτοιμα γιὰ ἐπιστροφή, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν τελείως ἀμετανόητοι πρὸς σωτηρία.
Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ ἐπέστρεψε μὲ εὐγνωμοσύνη χάρισε δίκαια καὶ τὴν ψυχικὴ
σωτηρία, ποὺ προτυπώνει τὴ σωτηρία τῶν ἐθνῶν μέσω τῆς πίστεως, λέγοντάς του·
«σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστη σου σ’ ἔσωσε· ζῆσε μὲ εἰρήνη», ἐνῶ ἐκείνους ποὺ δὲν ἐπέστρεψαν,
ἀφοῦ τοὺς κατηγόρησε μόνο γιὰ τὴ σιωπή, ἔδειξε ὅτι ἀπέτυχαν ὡς πρὸς τὴν ψυχικὴ
σωτηρία.
Μοιάζουν βέβαια οἱ δέκα αὐτοὶ
λεπροὶ μὲ ὁλόκληρό το γένος τῶν ἀνθρώπων γιατί ὅλοι μας ἤμασταν λεπρωμένοι, ἀφοῦ
ὅλοι ὑποπέσαμε στὴν ἁμαρτία, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, «ὅλοι ἁμάρτησαν καὶ
στεροῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεᾶν μὲ τὴ χάρη αὐτοῦ». Ὅλοι λοιπὸν
ἤμασταν ἔτσι λεπρωμένοι, ἀφοῦ ὅμως κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλαβε
τὴ φύση μας, τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι
βέβαια φάνηκαν ἀγνώμονες ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν εὐεργεσία, ὅσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς
ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸν μάταιο δρόμο τους καὶ ἀπὸ τὰ προηγούμενα πονηρὰ ἤθη τους καὶ
πρόσφεραν δόξα στὸν Θεό, ὄχι ὀμολογώντας ἁπλῶς τὴ σωτηρία καὶ ἀνακηρύσσοντας τὸ
μέγα ἔλεος ἐκείνου ποὺ ἀπὸ τὸ ἀπέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ
μέχρι σὲ μᾶς, ἀλλὰ καὶ πείθονται στὶς ἐντολές του καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ
μὲ τὴ διαγωγὴ αὐτὴ βαδίζουν πρὸς εἰρήνη, δηλαδὴ εἰρηνεύουν πρὸς τοὺς ἑαυτούς
τους καὶ μεταξύ τους καὶ πρὸς τὸν Θεό. Καὶ εἰρηνεύουν πρὸς τὸν Θεὸ ἐκτελώντας τὰ
εὐάρεστα σ’ αὐτόν, ζωντας μὲ σωφροσύνη, λέγοντας τὴν ἀλήθεια, καὶ πράττοντας τὰ
δίκαια, «ἐπιδιδόμενοι σὲ προσευχὲς καὶ δεήσεις», «ὑμνώντας καὶ ψάλλοντας μὲ τὶς
καρδιές μας», καὶ ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη· πρὸς τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς εἰρηνεύομε ὑποτάσσοντας
τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν σύμφωνα μὲ τὴ συνείδηση τρόπο ζωῆς καὶ
ἔχοντας τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο τῶν λογισμῶν κινούμενον μὲ κοσμιότητα καὶ εὐγένεια·
μεταξὺ μας τέλος εἰρηνεύομε «ἀνεχόμενοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ χαρίζοντας τὴν
κατηγορία ποὺ ἔχει κάποιος σὲ βάρος ἄλλου, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς χάρισε, καὶ
δείχνοντας τὴν μεταξὺ μας εὐσπλαγχνία μὲ τὴν ἀγάπη ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο, ὅπως
καὶ ὁ Χριστὸς ἀπὸ μόνη τὴν πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη μᾶς ἐλέησε καὶ κατέβηκε μέχρι σὲ μᾶς
γιὰ χάρη μας.
Ἃς εἰρηνεύομε καὶ ἐμεῖς
λοιπόν, ἀδελφοί, παρακαλῶ, καὶ ἃς δείχνομε αὐτὴ τὴν εἰρήνη μὲ ἔργα καὶ τρόπους ἐνάρετους
καὶ ἀγαπητοὺς στὸν Θεό· γιατί ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς εἰρήνης καὶ ἐμεῖς ἤρθαμε σὲ σᾶς,
στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας ὁρισθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονοι τῆς κληρονομιᾶς
καὶ χάριτός του, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα εὐαγγελιζόμαστε σ’ ἐσὰς τὴν εἰρήνη σύμφωνα μὲ
τὴν πρὸς ἐμᾶς παραγγελία τοῦ Σωτήρα μᾶς μέσω τῶν Ἀποστόλων, καὶ μὲ αὐτὴν
συνάγομε τὰ σκορπισμένα μέλη πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ἀπὸ τὸ μίσος
προκαλούμενη ἀσθένεια καὶ καχεξία τὴν βγάζομε ἔξω ἀπὸ τὶς ψυχές μας.
Εἴμαστε λοιπὸν μαζί σας μὲ
τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ εἴμαστε πρεσβευτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς παρακαλεῖ μὲ
ἐνδιάμεσους ἐμᾶς, «συμφιλιωθεῖτε μὲ τὸν Θεό», γνωρίσατε τὴν μεταξὺ σας
συγγένεια ποὺ ἐνυπάρχει σὲ σᾶς, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ
σῶμα, γιατί ἔτσι θὰ γίνετε καὶ τῆς εἰρήνης, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, υἱοὶ καὶ
κληρονόμοι. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ποὺ ἔκαμε τὰ δυὸ ἕνα καὶ διέλυσε τὸν
μεσότοιχο φράκτη καὶ κατέλυσε μὲ τὸν σταυρὸ τὴν ἔχθρα καὶ φύτευσε τὴν εἰρήνη
μέσα στὶς ψυχές μας. Γιατί ὁλόκληρό το ἔργο τῆς παρουσίας τοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη,
καὶ γι’ αὐτὴν ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ
προεῖπε γι’ αὐτόν, «στὶς ἡμέρες τοῦ θ’ ἀνατείλει δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης»,
καὶ σὲ ἄλλον ψαλμὸ λέγει πάλι γι’ αὐτόν, «θὰ λαλήσει εἰρήνη πρὸς τὸν λαό του καὶ
πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν τὴν καρδιὰ τοὺς σ’ αὐτόν». Δείχνει ὅμως καὶ ὁ ὕμνος
ποὺ ψάλθηκε κατὰ τὴ γέννησή του ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ὅτι ἦρθε σ’ ἐμᾶς φέροντάς
μας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν εἰρήνη, λέγοντας, «δόξα στὸν Θεὸ στὰ οὐράνια καὶ πάνω
στὴ γῆ εἰρήνη». Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅταν ὁλοκλήρωνε ἤδη τὴν σωτηριώδη οἰκονομία,
ἀντὶ κληρονομιᾶς, τὴν εἰρήνη ἄφησε στοὺς μαθητές του, λέγοντας πρὸς αὐτούς· «σᾶς
δίνω τὴν εἰρήνη μου, σᾶς ἀφήνω τὴν εἰρήνη μου». Καὶ πάλι· «νὰ εἰρηνεύετε
μεταξύ σας καὶ μὲ ὅλους»· καὶ ἐπίσης· «ἀπὸ αὐτὸ θὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι εἶσθε
μαθητές μου, ἂν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας». Καὶ ἡ τελευταία προσευχὴ ποὺ ἔκανε γιὰ
μᾶς ὅταν ἀνέβαινε πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ στηρίζει τὴν ἀναμεταξὺ μας ἀγάπη· γιατί
λέγει· «βοήθησέ τους, Πατέρα, ὥστε ὅλοι νὰ εἶναι ἕνα».
Νὰ μὴ ἐκπέσομε λοιπὸν ἀπὸ τὴν
πατρικὴ προσευχή, οὔτε νὰ ἀπορρίψομε τὴν κληρονομιὰ τοῦ οὐράνιου Πατέρα, οὔτε τὴ
σφραγίδα καὶ τὸ σημάδι της πρὸς αὐτὸν οἰκειότητας νὰ πετάξομε, γιὰ νὰ μὴ χάσομε
καὶ τὴν υἱοθεσία καὶ τὴν εὐλογία καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν μαθητεία καὶ ἐκπέσομε ἀπὸ τὴν
ἐπηγγελμένη ζωὴ καὶ ἀποκλεισθοῦμε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νυμφώνα τοῦ εἰρηνάρχη
Πατέρα, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ μὴ πάθομε αὐτό, ἀπέστειλε μέσω τῶν ἁγίων μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων
τοῦ τὴν εἰρήνη σ’ ὅλον τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ καὶ στὶς ὁμιλίες τους καὶ
στὰ συγγράμματά τους αὐτὴν προβάλλουν στοὺς προλόγους τοὺς πρὶν ἀπὸ ὅλους τους
λόγους, «χάρη σὲ σᾶς καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεό». Αὐτὴν καὶ ἐμεῖς ὡς ὑπηρέτες τῆς
διακονίας ἐκείνων καὶ τώρα εὐαγγελιζόμαστε καὶ μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο λέμε σ’ ἐσάς,
«νὰ ἐπιδιώκετε εἰρήνη μὲ ὅλους καὶ τὸν ἁγιασμό, χωρὶς τὴν ὁποία κανένας δὲν θὰ
δεῖ τὸν Κύριο». Ἀπὸ μᾶς ὅμως κανένας νὰ μὴ ἀποτύχει στὴ θέα τοῦ Κυρίου, οὔτε νὰ
ἐκπέσει ἀπὸ τὴ θεία δόξα τὴν ἐκπεμπόμενη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλά, ἀφοῦ ὅλοι συμφιλιωθοῦμε
καὶ συναχθοῦμε σ’ ἕνα μὲ τὴν μεταξὺ μας κατὰ Θεὸν εἰρήνη καὶ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια,
νὰ ἔχομε στὸ μέσο μας σύμφωνα μὲ τὴ γλυκειὰ παραγγελία τοῦ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό, ποὺ ἐξομαλύνει τὶς δυσκολίες τοῦ παρόντος βίου, καὶ στὸν κατάλληλο καιρὸ
χαρίζει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ δόξα καὶ βασιλεία.
Αὐτὴν εἴθε νὰ ἐπιτύχομε ὅλοι
ἐμεῖς μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ εἰρηνάρχη καὶ εἰρηνόδωρου Θεοῦ καὶ Πατέρα
μας καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμὴ καὶ
προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε
καὶ στοὺς αἰῶνες αἰώνων. Γένοιτο.
Πηγή: (Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα,
τόμος 11, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»), Ἡ
ἄλλη ὄψη